Μάθημα 1

Ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῆς Ρώμης ἕως τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης 

Ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῆς Ρώμης ἕως τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης


Ναί, πράγματι, μιὰ πυρκαγιὰ κατέκαιγε τὴ Ρώμη ἐπὶ ἐννέα μέρες τὸ 64 μ.Χ., ὅμως ὁ Νέρωνας δὲν ἔπαιζε ἅρπα ἐνῷ ἡ πόλη καιγόταν. Συνειδητοποίησε ὅτι κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ σώσει τὰ παλιὰ ξύλινα παραπήγματα στὶς ὄχθες του Τίβερη ἀπὸ μιὰ τέτοια φωτιά. Ἔτσι, κάθισε καὶ συνέταξε ἕναν αὐστηρότερο κανονισμὸ καὶ παράλληλα σχεδίασε μιὰ νέα πόλη. Ξεκίνησε τὴν ἀνοικοδόμησή της τὴν ἑπομένη, ὅταν ἔσβησαν οἱ φλόγες.

Πάντως ἡ Σαρτίνο παραδέχτηκε ὅτι ὁ Νέρωνας ἀπέκτησε αὐτὴ τὴν ἄθλια φήμη μὲ διαφόρους ἄλλους τρόπους. Λέγεται, γιὰ παράδειγμα, ὅτι ἔδινε ἀξιοθρήνητα ρεσιτὰλ ἅρπας κλειδώνοντας τὸ ἀκροατήριό του μέσα σὲ κάποιο χῶρο, ἀπὸ ὅπου δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ βγεῖ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι συχνά οἱ γυναῖκες γεννοῦσαν στὰ μέσα τῆς παράστασης, ἐνῷ ὁ αὐτοκράτορας συνέχιζε νὰ παίζει ἀπερίσπαστος.

Στὰ νεανικά του χρόνια ἦταν μετρημένος, ἀλλὰ ὡριμάζοντας μεταμορφώθηκε σταδιακὰ σὲ εἰδεχθῆ δολοφόνο. Σκότωσε διαφόρους συγγενεῖς του, μεταξὺ τῶν ὁποίων τόν ἀδερφό του, τὴν ἔγκυο γυναῖκα του, καθὼς καὶ τὴν πανοῦργα μάνα του ἀποπειράθηκε νὰ τὴ δολοφονήσει πέντε φορές, μέχρι ποὺ τελικὰ τὴν ἐκτέλεσε. Καταδίκασε, ἐπίσης, ἀναρίθμητους Χριστιανοὺς Μάρτυρες σὲ φρικιαστικὸ θάνατο στὴν ἀρένα.

Σὲ μιὰ αὐτοκρατορία ὅπου ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν εἶχε τόση σημασία, ἴσως δὲν ἀποτελεῖ ἔκπληξη ἡ ταχύτατη ἐξάπλωση μιᾶς νέας θρησκείας, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἐπίκεντρο ἕνα νεαρὸ ἄνδρα, ποὺ ἐκτελέστηκε σὰν ἐγκληματίας σὲ μιὰ ἀσήμαντη ἐπαρχία. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ καὶ κάποιος Ρωμαῖος ἐπίτροπος μὲ τὸ ὄνομα Πόντιος Πιλάτος ἦρθαν πρόσωπο μὲ πρόσωπο στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων - γύρω στὸ 30 μ.Χ., ὅσοι εἶχαν τὴν ἐξουσία ἦταν μὲ τὸ μέρος τοῦ δεύτερου. Τὸ μήνυμα ὅμως τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι κάθε ζωὴ ἦταν πολύτιμη, ἄγγιξε μιὰ ἀνθρώπινη ἀνάγκη, τὴν ὁποία οἱ καίσαρες δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἱκανοποιήσουν.

Χάρη στὴ διευκόλυνση τῶν μετακινήσεων, ἀλλὰ καὶ στὴ γενικότερη θρησκευτικὴ ἀνοχὴ ποὺ ἐπικρατοῦσε μέσα στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ κατάφεραν σταδιακὰ νὰ προσηλυτίσουν ὁλόκληρο τὸ ρωμαϊκὸ κόσμο. Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος ἀναφέρει τὸν ἐμφύλιο πόλεμο τοῦ 312 μ.Χ., τότε ποὺ δύο Ρωμαῖοι ἡγέτες, ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Μαξέντιος, ἦρθαν ἀντιμέτωποι γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς αὐτοκρατορίας. 

Λέει χαρακτηριστικὰ ὅτι, ἀτενίζοντας τὸ μεσημεριάτικο οὐρανό, ὁ Κωνσταντῖνος εἶδε ἕνα φλεγόμενο σταυρὸ πάνω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ὅπου διακρίνονταν οἱ λέξεις:

 In hoc signo vincesἘν τούτῳ νίκα

Ἐπιστρέφοντας θριαμβευτής, ἐξέδωσε τὸ περίφημο διάταγμα περί ἀνεξιθρησκίας.

Ἔπειτα ἀπὸ κάποια χρόνια, λίγο πρὶν ξεψυχήσει, ζήτησε νὰ βαφτιστεῖ, καὶ ἔτσι ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς ὁ πρῶτος Χριστιανὸς αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης.

Ὁ Κωνσταντῖνος μετέφερε κάποια στιγμὴ τὴν ἕδρα τοῦ θρόνου στὰ ἀνατολικά, στὴ νέα πρωτεύουσά του, τὴν Κωνσταντινούπολη. 

Στὴ Ρώμη παρέμεινε ἕνας δευτερεύων αὐτοκράτορας γιὰ ἕναν ἀκόμα αἰῶνα περίπου, ὅμως ἡ ἐξουσία εἶχε ἤδη περάσει σὲ ἄλλα χέρια. Στὸ ἑξῆς, τὸ δυτικὸ κόσμο θὰ κυβερνοῦσαν ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ ὁ Ρωμαῖος ἐπίσκοπός της, ὁ πάπας. Καθὼς λοιπὸν ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία βούλιαζε στὶς στάχτες της, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἰησοῦ διατήρησαν μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο, ποὺ τοὺς κληροδότησε ἡ Ρώμη - τὴ γλῶσσα, τὴ δικαιοσύνη, τὴ λογοτεχνία, τὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴ μηχανική.