Μάθημα 14

Ὑμνῶ τούς Ἁγίους: Ἀπολυτίκιο Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου

Ὑμνῶ τούς Ἁγίους: Ἀπολυτίκιο Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου


Ἀπολυτίκιον.
Ήχος πλ.α'. Τον συνάναρχον Λόγον.


Τῆς ἐνθέου ἀγάπης τὸ πῦρ δεξάμενος,
ὑπερβαλλούσῃ ἀσκήσει ἐδόθης ὃλος Θεῷ
καὶ παράκλησις πολλῶν ἀνθρώπων γέγονας,
λόγοις θείοις νουθετῶν,
προσευχαῖς θαυματουργῶν,
Παΐσιε θεοφόρε,
καὶ νῦν πρεσβεύεις ἀπαύστως
ὑπέρ παντός τοῦ κόσμου, Ὃσιε.

Μετάφραση


Παΐσιε θεοφόρε,

Άγιε ένθεε Παΐσιε,

δεξάμενος τὸ πῦρ τῆς ἐνθέου ἀγάπης,

αφού δέχτηκες την φωτιά της θεϊκής αγάπης,

ἐδόθης ὃλος Θεῷ ὑπερβαλλούσῃ ἀσκήσει

δόθηκες ολόκληρος στον Θεό με υπέρμετρη άσκηση

καὶ γέγονας παράκλησις πολλῶν ἀνθρώπων

και έγινες παρηγοριά για πολλούς ανθρώπους,

νουθετῶν θείοις λόγοις,

συμβουλεύοντάς τους με θεϊκούς και θεόπνευστους λόγους,

θαυματουργῶν προσευχαῖς,

και κάνοντας θαύματα με τις προσευχές σου,

καὶ νῦν πρεσβεύεις ἀπαύστως

και τώρα πρεσβεύεις και μεσιτεύεις διαρκώς

ὑπέρ παντός τοῦ κόσμου, Ὃσιε.

για όλον τον κόσμο, Όσιε.

Ἐτυμολογία


Η λέξη παράκλησις (=1.ικεσία, 2.παρηγοριά) είναι σύνθετη και αποτελείται από την πρόθεση παρά και το ουσιαστικό κλῆσις.

Το ουσιαστικό κλῆσις προέρχεται από το ρήμα καλέω-ῶ= φωνάζω, προσκαλώ.

Από το ρήμα καλέω-ῶ προέρχονται οι λέξεις:

Λέξη 


Ἐτυμολογία


Σημασία


κλήση

καλέω-ῶ = φωνάζω, προσκαλώ

προσκλητήριο

προσκαλῶ < πρός + καλῶ

παράκληση

παρακαλῶ < παρά + καλῶ

ἐπικαλοῦμαι (τον Κύριο)  
 
 
 

ἐπικαλῶ < ἐπί + καλῶ

ζητώ βοήθεια από τον Κύριο με πίστη, ευλάβεια, συστολή, σεβασμό, ευσεβή εμπιστοσύνη και υπακοή σε Εκείνον 

ἒκκληση

ἐκ + καλῶ

η θερμή ικεσία 

συγκαλῶ

σύν + καλῶ

καλώ ένα σύνολο ανθρώπων σε κάποιο χώρο και με συγκεκριμένο σκοπό 

σύγκλητος

συγκαλῶ < σύν + καλῶ

1. (εκπαίδευση) το ανώτερο διοικητικό όργανο ενός πανεπιστημίου
2. (ιστορία, πολιτική) πολιτικός θεσμός της αρχαίας Ρώμης  

ἒγκλημα

ἐγκαλῶ < ἐν + καλῶ

(στα αρχαία), κατηγορία 

ἀνακαλῶ

ἀνά + καλῶ

δίνω εντολή σε κάποιον να επιστρέψει εκεί που βρισκόταν 

μετακαλῶ

μετά + καλῶ

προσκαλώ κάποιον να έρθει εκεί που βρίσκομαι ή να πάει σε άλλο μέρος, για την επίτευξη ενός σκοπού 

ἀμετάκλητος

ἀ + μετακαλῶ

αυτός που δεν μπορεί να μετακληθεί, να αλλάξει 

κλητήρας

κλητήρ < καλῶ

1. (στα νέα) κατώτερος υπάλληλος στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, που εκτελεί κυρίως βοηθητικές εργασίες, μοιράζει διάφορα έγγραφα: κλητήρας υπουργείου
2. (στα αρχαία) μάρτυρας στο δικαστήριο, που βεβαιώνει ότι έχει δοθεί δικαστική κλήση
3. κήρυκας  

κλήτευση  
 
 
 


κλητός < καλῶ

η επίσημη πρόσκληση κάποιου ως μάρτυρα ή διαδίκου στο δικαστήριο ή σε μία επιτροπή 

κλητική

καλῶ

αὐτόκλητος

αὐτός (=ο ίδιος) + κλητός < καλῶ 

αυτός που παρευρίσκεται ή επεμβαίνει χωρίς να έχει προσκληθεί 

Ἐκκλησία

ἐκ + καλῶ

προσκαλώ 

ἐκκλησιάζομαι

Ἐκκλησία

ἐκκλησιαστικός

Ἐκκλησία

αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Εκκλησία, Εκκλησιαστική ιστορία, Εκκλησιαστικά βιβλία

ἐκκλησιολογία 

Ἐκκλησία + λόγος < λέγω  

το μέρος της δογματικής θεολογίας που εξετάζει τη φύση, την ουσία, τις ιδιότητες, τις δομές, τον σκοπό της Εκκλησίας 

παρεκκλήσι

παρά + Ἐκκλησία

μικρή Εκκλησία που ανήκει σε κάποιο ίδρυμα, σε κάποιον ιδιώτη ή που εξαρτιέται από άλλη μεγαλύτερη.
π.χ. Η λειτουργία έγινε στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου / των φυλακών / της Μητρόπολης

ἐξωκκλήσι

ἒξω + Ἐκκλησία

Εκκλησάκι που βρίσκεται μακριά από κατοικημένες περιοχές και συνήθως λειτουργείται μόνο την ημέρα της εορτής της μνήμης των Αγίων ή του Αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένο 

ἐρημοκκλήσι

ἒρημος + Ἐκκλησία

ἐξωκκλήσι σε ερημική τοποθεσία