
Μάθημα 15
Ένα αλλιώτικο παιδί...
Ένα αλλιώτικο παιδί...
—Μη βάζεις στον νου σου τρέλες, την έκοψε ο παπάς και βγήκε βιαστικός απ' την αυλή. Μπορεί να είναι και υπνοβάτης σαν τον γέρο Φίλιππο που σηκωνότανε την νύχτα και σκάλιζε τ' αμπέλι και την άλλη μέρα δεν θυμότανε τίποτα, της φώναξε χαμογελώντας, για να της δώσει θάρρος.
—Μπορεί, μονολόγησε αχνογελώντας κι εκείνη. Παπα-Χριστόδουλε στην Εκκλησιά να ψάξεις, του φώναξε την ίδια ώρα.

Καθώς ξημέρωνε και το χωριό ξυπνούσε έμαθαν όλοι πως ο μικρός Δαβίδ του παπα-Χριστόδουλου είχε χαθεί τη νύχτα από το σπίτι του.
Μέσα σε λίγη ώρα ολόκληρο το χωριό ήτανε μαζεμένο στον περίβολο της Εκκλησιάς.
Ο παπάς, αφού με την κουβέντα τους δεν μπόρεσε να μάθει κάτι για το παιδί μιας και κανείς δεν το είδε, τους χώρισε σε ομάδες κι αρχίσανε να ψάχνουν σπιθαμή προς σπιθαμή ολόκληρο το χωριό.



Οι γυναίκες ψάξανε στις αυλές και στα κελάρια τους. Όποια έθρεφε κουνέλια κοίταξε στις φωλιές μη και είχε τρυπώσει εκεί, για να παίξει, μα και στα κοτέτσια τους ρίξανε μια ματιά. Στους περιστερώνες σκαρφάλωσαν και κοίταξαν και στους αχυρώνες με τα γαϊδουράκια τους και στα λιγοστά κατσικάκια τον γύρεψαν.
Οι άντρες πήγαν στα περβόλια και στ' αλώνια. Άλλοι περπατώντας πλάι στο κύμα φτάσανε ως τη Σκάλα. Μέχρι και βάρκες πήρανε και βγήκαν απέναντι στο Γαϊδουρονήσι και ψάξανε τις αμμούδες του. Όπου γυρνούσαν ρωτούσανε και ξένους και γνωστούς και διαβάτες και περαστικούς. Ως και τα λιθάρια σήκωσαν και τη γη με τα πόδια τους την όργωσαν, μα το παιδί δεν το βρήκαν πουθενά.
Κι έφτασε το βράδυ.
Πώς γίνηκε τούτο κανείς τους δεν κατάλαβε. Λες και κύλησαν σαν το νερό οι ώρες! Λες και βιάστηκε να φύγει ο ήλιος και τους άφηκε μόνους στα σκοτάδια.
Κανείς στο σπίτι του δεν μπήκε τη νύχτα αυτή, σε στρώμα κανείς τους δεν ξάπλωσε. Με τ' ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι κάνανε απόψε συντροφιά σε τούτο το παράξενο νυχτέρι.
Γέμισαν από γυναίκες οι αυλές και τα σοκάκια που προσπαθούσαν να λύσουν το μυστήριο της εξαφάνισης…

— Μια γύφτισσα, διακονιάρα, πέρναγε προχθές πόρτα πόρτα τα σπίτια του χωριού και γύρευε ψωμί! Κι αν δεν έχεις με δαύτες το νου σου μπορεί…
— Πριν από δυο μέρες διάβηκε ένας αραμπάς κι ο τούρκος έψαχνε να 'βρει το σπίτι του παπά…
— Στάθηκαν χθες βράδυ στο σταυροδρόμι Αρβανίτες καβαλαραίοι, από τα μέρη της Λιβαδειάς….
Οι άντρες μαζεμένοι στον καφενέ βάζανε καινούρια σχέδια για το πως θα γυρίσουν ανάποδα τη γη και τον ουρανό, τη θάλασσα και τα βουνά, για να βρούνε το παιδί.
— Να πάμε στην Αταλάντη που έχει κάθε Τρίτη παζάρι και γεμίζει κόσμο.
— Στον Παύλο να πάμε, μήπως το παιδί πήρε το δρόμο για εκείνα τα χωριά.
— Στα Πυργάκια που είναι οι κολώνες οι αρχαίες…
Μα και τα παιδιά έμειναν ξάγρυπνα ετούτο το βράδυ. Τι κι αν ήταν αποκαμωμένοι από την κούραση και τις τρεχάλες της μέρας, εκείνα έφερναν βόλτα όλο το χωριό. Μπαίνανε στις ανοιχτές αυλές ν' ακούσουν τις κουβέντες, στεκότανε στα σοκάκια να μάθουνε τα νέα, έτρεχαν στον καφενέ να δούνε τι αποφάσεις πάρθηκαν.
Στο σπίτι του παπά ήτανε μαζεμένοι οι συγγενείς. Εκείνο το ατελείωτο τραγούδι των τριζονιών που άρχιζε με του σούρουπου την ώρα μπερδευόταν μέσα στις σιγανές κουβέντες τους, στα δάκρυα που κυλούσαν βουβά στα μάγουλά τους, στους αναστεναγμούς που αλάφρωναν το στήθος τους.
Πώς χάθηκε το παιδί δεν μπορώ να καταλάβω!

Λεξιλόγιο Μαθήματος:
περίβολος, βόμβος, αραμπάς, αλαφρώνω, σπιθαμή προς σπιθαμή, κουβέντα την κουβέντα
Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα