Γλωσσάρι

Ανομβρία


Ετυμολογία:

ανομβρία < ἀ- στερητικό + ὄμβρος (=νερό της βροχής)


Μέρος του λόγου:

Ουσιαστικό --> η ανομβρία, θηλυκό


Τί σημαίνει:

Η έλλειψη νερού της βροχής για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η ανομβρία, που τελικά οδηγεί σε ξηρασία, είναι πολλές φορές αποτέλεσμα της αμαρτωλής ζωής των κατοίκων μιας περιοχής και τότε πρέπει οι άνθρωποι να μετανοήσουν, να προσευχηθούν, ώστε να λυθεί η ανομβρία και να βρέξει.