
Γλωσσάρι
Έννοια
Ετυμολογία:
έννοια < ἔννοια (< ἐν (έν-) + νοῦς = αυτό που έχω μέσα στον νου, στο μυαλό μου)
Μέρος του λόγου:
Ουσιαστικό --> έννοια, η θηλυκό
Τί σημαίνει:
1. Το νόημα ή αφηρημένη ιδέα, νοητό κατασκεύασμα. π.χ. Η έννοια του να ζεις ελεύθερος.
2. Η σημασία ή ο ορισμός μιας λέξης, έκφρασης, ιδέας κλπ.
3. Έχω έγνοια ή έννοια = έχω το νου μου, προσέχω, στενοχωριέμαι, ανησυχώ.