Γλωσσάρι

Ευλογία


Ετυμολογία:

ευλογία < εὖ (καλός) + λόγος


Μέρος του λόγου:

Ουσιαστικό --> η ευλογία, θηλυκό


Τί σημαίνει:

 1. Η ευχή, με την οποία μεταδίδεται η Θεία Χάρη σε κάποιον.
 2. Η ευχή ηλικιωμένου σε νεώτερο.


Η ευλογία είναι ο καλός λόγος, που λέει κάποιος για κάποιον, π.χ. ένας Ιερέας μεταφέρει τη Θεία Χάρη σ' εμάς, δηλαδή μεταφέρεται ενέργεια μέσω του λόγου.