Γλωσσάρι

Γιόμα


Ετυμολογία:

γιόμα < μεσαιωνική ελληνική γιόμα / γέμα < γεῦμα < αρχαία ελληνική γεῦμα


Μέρος του λόγου:

Ουσιαστικό --> το γιόμα, ουδέτερο


Τί σημαίνει:

1. Το μεσημεριανό φαγητό.

2. Το κολατσιό πριν το μεσημεριανό φαγητό.

3. Το μεσημέρι.

4. Το μεσουράνημα, δηλαδή το σημείο του ουρανού, που βρίσκεται ο ήλιος το μεσημέρι (το πιο ψηλό).