Γλωσσάρι

Κάμαρη


Ετυμολογία:

κάμαρη< καμάρα


Μέρος του λόγου:

Ουσιαστικό --> η κάμαρη, θηλυκό


Τί σημαίνει:

1. Το δωμάτιο διαμονής, συνήθως το υπνοδωμάτιο.
2. Καμπίνα (σε πλοίο).
3. Το μικρό διαμέρισμα (μεταφορικά).

Παλαιότερα τα σπίτια ήταν πιο εύκολο να έχουν θολωτές σκεπές και ήταν πολύ μικρότερα σε μέγεθος με έναν ή δύο χώρους. Από την αρχιτεκτονική της καμάρας που είχαν οι σκεπές τους, βγήκε η λέξη κάμαρα, που σήμαινε τον χώρο που έχει σαν στέγη μία καμάρα. Η κάμαρη κατόπιν προκύπτει από την αλλαγή της κατάληξης από -α σε -η.