Γλωσσάρι

Κουβέντα


Ετυμολογία:

κουβέντα < (βυζαντινής εποχής) κονβέντος < από το λατινικό conventus = συγκέντρωση/μάζωξη.


Μέρος του λόγου:

Ουσιαστικό --> η κουβένταθηλυκό


Τί σημαίνει:

1. συζήτηση που δεν έχει επίσημο χαρακτήρα ή συγκεκριμένο θέμα. π.χ. είχαμε μια σύντομη κουβέντα.

2. φράση, λόγος, λέξη. π.χ. δεν είπε κουβέντα.


Η λέξη, βλέποντας την ετυμολογία της, δεν προέρχεται από ρήμα που σημαίνει ομιλώ, αλλά από το ρήμα συγκεντρώνομαι, οπότε συνεκδοχικά χρησιμοποιείται, αφού πρώτα οι άνθρωποι συγκεντρώνονται, μαζεύονται, για να συζητήσουν.

Σημερινή έκφραση: Η φράση κουβέντα στην κουβέντα, σημαίνει ότι υπήρχε μεγάλη συζήτηση με διάφορα θέματα.