Γλωσσάρι

Μάρτυρας


Ετυμολογία:

μάρτυρας < μάρτῠς, -υρος

Μέρος του λόγου:

Ουσιαστικό --> ο/η μάρτυρας, αρσενικό-θηλυκό

Τί σημαίνει:

1. Αυτός ή αυτή που δημοσιεύει μια πληροφορία που άκουσε, είδε ή έλαβε με έναν τρόπο.
2. Στην Εκκλησία μας Μάρτυρες λέγονται όσοι, παρά τα βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθησαν, δεν άλλαξαν την Πίστη τους, αλλά συνέχισαν να ομολογούν ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός και μόνος Θεός.