
Γλωσσάρι
Παράμερα
Ετυμολογία:
παράμερα < παρά + μέρος
Μέρος του λόγου:
Επίρρημα
Τί σημαίνει:
Λίγο πιο πέρα από ένα συγκεκριμένο μέρος.
Η πρόθεση παρά- σ' αυτήν την περίπτωση δηλώνει τόπο και σημαίνει «δίπλα σε».
παράμερα < παρά + μέρος
Επίρρημα
Λίγο πιο πέρα από ένα συγκεκριμένο μέρος.
Η πρόθεση παρά- σ' αυτήν την περίπτωση δηλώνει τόπο και σημαίνει «δίπλα σε».