
Γλωσσάρι
Προσευχή
Ετυμολογία:
προσευχή < πρός (πρόθεμα) + εὐχή
Από το ρήμα προσεύχομαι < προσ- + εὔχομαι
Μέρος του λόγου:
Ουσιαστικό --> η προσευχή, θηλυκό.
Τί σημαίνει:
Το προς δηλώνει κατεύθυνση, το ευχή δηλώνει την ευλογία, τη προφορική έκφραση της επιθυμίας και της ελπίδας για κάτι που θέλουμε να συμβεί στο μέλλον. Η προσευχή είναι ο τρόπος επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, ατομική ή ομαδική, δημόσια ή μόνοι μας, με απαγγελία (με κανονική ομιλία), άσμα (ψαλμό), ψιθυριστά ή νοερά (στο μυαλό μας).