
Γλωσσάρι
Προσκύνημα
Ετυμολογία:
προσκύνημα < προσκυνώ < προς +κυνέω-ῶ (< κύων = σκύλος)
Μέρος του λόγου:
Ουσιαστικό --> το προσκύνημα, ουδέτερο
Τί σημαίνει:
1. Εκδήλωση λατρείας, με γονυκλισία και ασπασμούς.
2. Τόπος, όπου εκδηλώνεται η λατρεία των πιστών.
3. Επίσκεψη πιστών σε κάποιον τόπο, όπου εκδηλώνουν τη λατρεία τους (Πήγαμε για προσκύνημα στο μοναστήρι).
Αν και η κύρια σημασία της λέξεως προσκύνημα είναι η πράξη της γονυκλισίας, του ασπασμού, ωστόσο πλέον έχει συσχετιστεί έντονα και με τον τόπο όπου πάει κάποιος, για να ασπαστεί, να προσκυνήσει, τα άγια λείψανα κτλ.