Γλωσσάρι

Σκίρτησε


Ετυμολογία:

σκίρτησε σκιρτάω/σκιρτῶ


Μέρος του λόγου:

Ρήμα


Τί σημαίνει:

1. Τρέμω ελαφρά από χαρά, συγκίνηση, κτλ., π.χ. Σκίρτησε, όταν τον είδε μετά από τόσα χρόνια.
3. Κουνιέμαι, μετακινούμαι ελαφρά, π.χ. Το βρέφος σκίρτησε στην κοιλιά της μητέρας του.