
Μάθημα 5: Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης (Μάθημα 3ο)
Η Αγιότητα ήταν φανερή!
Η Αγιότητα ήταν φανερή!
– Την ευχή μου να 'χεις παιδάκι μου, Ιάκωβε, και το
κακό το περιμέναμε τώρα που είναι Άνοιξη, είπε η μάνα του Δημητρού.
– Όπως έρχονται τα χελιδόνια, βλέπεις, έρχονται κι αυτές οι παιδικές
αρρώστιες, είπε με κομμένη την ανάσα η μάνα του Γρηγόρη.
– Και τι έχουν τα παιδιά; ρώτησε ο Ιάκωβος.
– Μαγουλάδες, είπε η κυρα-Ζωή.
– Και πρηστήκανε τα μάγουλά τους! συμπλήρωσε η κυρα-Ευτέρπη
και θέλοντας να δείξει το πρήξιμο έφερε τις δυο χούφτες της κρατώντας τες
ανοιχτές κοντά στα μάγουλά της.
– Ο δικός μου ο Θανάσης απόψε κόντεψε να σκάσει από τον πυρετό,
είπε η κυρα-Ματούλα.
– Εάν με αφήσει η μάνα μου, εγώ ευχαρίστως να πάω στη Λίμνη να φωνάξω
τον γιατρό, είπε πρόθυμα συμπονώντας την έννοια τους
ο Ιάκωβος.
– Ποιος γιατρός; φωνάξανε ταραγμένες μ' ένα στόμα εκείνες.
– Τέτοια ώρα τέτοια λόγια θα λέμε, Ιάκωβε; Εδώ χάνουμε τα παιδιά μας, είπε η κυρα-Ζωή.
– Για φαντάσου να περίμενε κι ο αδερφός σου τον γιατρό από τη Λίμνη, όταν τον δάγκωσε στο χέρι εκείνο το φίδι στο χωράφι σας! είπε η κυρα-Ματούλα. Μαύρα θα είχε φορεθεί η μάνα σου!
-Όπως διάβασες τότε μίαν ευχούλα στον αδερφό σου και γίνηκε νερό το δηλητήριο του φιδιού, έτσι διάβασε τώρα και σε τούτα εδώ τ' αδέρφια σου μιαν ευχή. Γιατί, Ιάκωβε παιδί μου, πώς να το κάνουμε; Αδέρφια είστε όλα. Μαζί μεγαλώνετε, μαζί παίζετε, μαζί πηγαίνετε στο σχολειό!

– Μα, τι είναι αυτά που λέτε; ψέλλισε ντροπιασμένο το παιδί. Τι είμαι εγώ, για να διαβάζω τις ευχές;
– Εσένα σ' ακούει ο Θεός, Ιάκωβέ μου, είπε η Ελένη, που ήρθε να παρακαλέσει για τον Λευτέρη, τον αδερφό της, και που τόση ώρα καθότανε αμίλητη στη γωνιά.
– Όλους μας ακούει το ίδιο ο Θεός, είπε ο Ιάκωβος έχοντας κολλημένα τα μάτια του στο χώμα. Αγιασμό κι εσείς έχετε στα σπίτια σας, ας πιούνε λίγο τα παιδιά και…
– Εγώ πάω να φέρω τον Θανάση, είπε αποφασιστικά η κυρα-Ματούλα σταματώντας τα παρακάλια. Δες τον μόνος σου και πράξε κατά πώς θα σε φωτίσει ο Θεός.
– Κι εγώ θα φέρω τον Λευτέρη, είπε η Ελένη και χάθηκε σαν αέρας απ' τη γωνιά…
Οι άλλες μανάδες δεν είπανε λέξη, μονάχα φύγανε σαν τρελές σκορπώντας από 'δώ κι από 'κεί, για να προφτάσουν να έρθουν γρήγορα πίσω μαζί με τ' άρρωστα παιδιά τους.
Σε λίγο η μικρή η καμαρούλα είχε γεμίσει τόσο κόσμο, που μήτε ανάσα δεν μπορούσες να πάρεις εκεί μέσα.
Ο Ιάκωβος τα 'χασε, σαν είδε μπροστά του τόσα ζευγάρια μάτια να καρτερούνε, μια προσευχή να βγει από τα χείλη του προς τον Θεό για εκείνους και τις μαγουλάδες τους.
Σαν να του βάλανε το μαχαίρι στον λαιμό και, μην μπορώντας άλλο τίποτε να κάνει, πήρε μια μικρή φυλλάδα, που είχε εκεί μέσα προσευχές διάφορες, κι αφού είπε στα παιδιά να γονατίσουν, άρχισε αργά και δυνατά να διαβάζει…

– «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν
τοῖς οὐρανοῖς»… «Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν»… «Κύριε, ὁ διὰ τοῦ προφήτου σου Ἠλιοῦ λύσας τὸν αὐχμὸν καὶ
τῇ τῶν ὄμβρων καταρροὴ
τὸ πρόσωπον τῆς γῆς καταβρέξας»…
Όλοι είχανε τα κεφάλια τους σκυμμένα, τα χέρια σταυρωμένα κι άκουγαν με
προσοχή την παιδική φωνή που ερχότανε θαρρείς από του ουρανού τα βάθια. Ετούτη
η ευχή, που διάβασε ο μικρός «παπα-Ιάκωβος» κάθε άλλο παρά ευχή για μαγουλάδες
ήτανε. Μήπως και ήξερε το παιδί τι ακριβώς έπρεπε να διαβάσει; Άνοιξε το
προσευχητάρι κι ό,τι του έδειξε ο Θεός, εκείνο και με πίστη διάβασε. Κι ήτανε
μίαν ευχή για την ανομβρία. Μα
ο Θεός δεν περίμενε ν' ακούσει εκείνα, που πρέπουν, για να πράξει τα πρέποντα.
Την πίστη τους μετρούσε και τίποτε άλλο.
– «Σὺ
εἶ ὁ νέφη μετεωρίζων καὶ τοῦτοις ἐπιτάττων τὰς τῶν ὄμβρων ἀπολύεις
σταγόνας»…
Κι ενώ όλοι τους κρατούσαν την ανάσα τους και αμίλητοι βίωναν την ώρα ετούτη
την ιερή, που γινότανε η προσευχή, ακούνε ξάφνου μια μιλιά…
– Τι είναι τάχα ο Ιάκωβος, που θα προσευχηθεί να γίνω καλά εγώ;
Ήτανε ο Θανάσης, ο γιος της κυρα-Ματούλας, που όρμησε
εκείνη την στιγμή και του 'φραξε με τη χούφτα της το στόμα. Μα δυστυχώς δεν
πρόλαβε τα λόγια του να σταματήσει.
Σαν τέλειωσε ο Ιάκωβος εκείνα που είχε να διαβάσει, έκλεισε τη φυλλάδα του και
στάθηκε παράμερα, μέχρι η κάμαρη ν'
αδειάσει. Από την ίδια κιόλας ημέρα η υγεία των παιδιών ξεκίνησε θα βελτιώνεται
αισθητά.
Μονάχα εκείνος, ο Θανάσης, της κυρα-Ματούλας ο γιος
χειροτέρεψε.
Άδικα περίμενε με λαχτάρα η μάνα του τα σημάδια της αρρώστιας ένα-ένα να τα
δει να χάνονται. Μα ήλθε το γιόμα
και τα μάγουλά του ήταν ακόμη κατακόκκινα. Και του δειλινού την ώρα πρήστηκε
ακόμη πιο πολύ και γίνηκε αγνώριστη η μορφή του.
– Κακό που το 'παθα η άμοιρη, έλεγε
η γυναίκα. Τι κουβέντα ήτανε
αυτή, που πήγε και ξεστόμισε την ώρα που διάβαζε ο Ιάκωβος τις ευχές. Βοήθα,
Παναγιά μου, να ξημερώσουμε κι ευθύς θα πάω στο σπίτι του, στα πόδια του να
πέσω να τον ξαναδιαβάσει!
Έτσι κι έγινε. Μόλις χάραξε η μέρα βγήκε από το σπίτι της,
και μια και δυο κλαίγοντας χτύπησε την πόρτα της κυρα-Δωρούλας.
– Ιάκωβε, παιδί μου, ο Θανασάκης…
– Τι έπαθε το παιδί; πετάχτηκε και ρώτησε η κυρα-Δωρούλα.
– Πρήστηκε ακόμη πιο πολύ και ψήθηκε από τον πυρετό απόψε!
– Να πεις στον Θανάση, κυρα-Ματούλα, να μετανοήσει, της είπε
ο Ιάκωβος, να μη γελάει με την προσευχή, ούτε να κοροϊδεύει. Πήγαινε
τώρα στο σπίτι και θα έρθω κι εγώ. Θα του διαβάσω πάλι την ευχή κι ο Θεός θα
τον κάνει καλά.
– Όχι, Ιάκωβε, παιδί μου. Εκείνος πρέπει να 'ρθει. Εκείνος έφταιξε,
εκείνος να κάμει τον κόπο για να λογαριάσει ο Θεός και τη μετάνοια.
Τούτον τον λόγο είπε κι έφυγε με βιάση η γυναίκα. Κι έφερε
ξανά τον Θανάση στο σπίτι του Ιάκωβου τυλιγμένον με μια κουβέρτα. Το παιδί, σαν
έφτασαν, μετανιωμένο γονάτισε κλαίγοντας για να του διαβάσει πάλι τις ευχές,
που πρέπουν, ο Ιάκωβος και να γιάνει.
Την άλλη μέρα ποιος έπιανε τον Θανάση στο παιχνίδι και στο τρεχαλητό. Σαν το χελιδονάκι άνοιξε τις φτερούγες του και τόπο δεν είχε να σταθεί πουθενά. Μήτε η μάνα του, η κυρα-Ματούλα, μπόρεσε να το σταματήσει, μήτε και οι ξεχασμένες πια μαγουλάδες.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ήτανε κάποτε παιδιά. Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης»

Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα