
Μάθημα 3
Η Δημιουργία της γυναίκας
Η Δημιουργία της γυναίκας
Ὕστερα ὁ Θεός εἶπε:
«Δέν εἶναι καλό να μένει ὁ ἄνθρωπος μόνος του. Θά τοῦ φτιάξω, λοιπόν, ένα σύντροφο».

᾿Αλλά, πρῶτα, ὁ Θεός έφερε κάθε ζῶο τοῦ ἀγροῦ καί κάθε πουλί τοῦ ἀέρα, πού είχε φτιάξει ἀπό τή γῆ, μπροστά στόν ἄνθρωπο. Καί περίμενε νά δεῖ πῶς ὁ ἄνθρωπος θά ὀνόμαζε το καθένα τους. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὀνόμασε κάθε πλάσμα, αὐτό τό ὄνομα ἔμεινε γιά το καθένα. ῾Ο ἄνθρωπος ἔδωσε ὀνόματα σ᾿ ὅλα τά ζῶα καί σ᾿ ὅλα τά πουλιά τοῦ ἀέρα καί σ᾿ ὅλα τά ἀγρίμια.
Αλλά γιά τόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε σύντροφο όμοιό του, ἴδιο μὲ αὐτόν, ποὺ νὰ τοῦ πρὸσφέρῃ παρηγοριὰ καὶ νά τόν κάνει ψυχικά χαρούμενο.

Ἔτσι ὁ Θεός ἔριξε τόν ἄνθρωπο σε βαθύ ύπνο καί μόλις ἐκεῖνος ἀποκοιμήθηκε, ὁ Θεός πῆρε ἕνα ἀπό τά πλευρά του.

Από αὐτό τό πλευρό, ὁ Θεός ἔπλασε τή γυναίκα καί τήν ἔφερε μπροστά στόν ἄνθρωπο, πού εἶπε τότε:
«Αὐτό, τώρα, εἶναι κόκκαλο ἀπό τά κόκκαλά μου καί σάρκα ἀπό τή σάρκα μου. Τό ὄνομά της θα είναι Γυναίκα, μιά καί πάρθηκε ἀπό τόν Ἄντρα».
Καί ὁ ἄντρας καί ἡ γυναίκα ήταν γυμνοί, ἀλλά δέν ντρέπονταν. Γιατί ήταν ἄκακοι καί ἀθῶοι.


Προηγούμενη ενότητα
Επόμενη ενότητα