Μάθημα γιά τό Πάσχα

Ἡ πορεία πρὸς τὸ Πάσχα!

Η πορεία προς το Πάσχα!


Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

Στή Βηθανία τῆς Ἰουδαίας ζοῦσε ὁ Λάζαρος μέ τίς ἀδερφές του, τή Μάρθα καί τή Μαρία. Ὁ Λάζαρος ἦταν φίλος του Κυρίου καί τῶν μαθητῶν του. Κάποτε ἀρρώστησε πολύ βαριά. Οἱ ἀδερφές του ἔστειλαν μήνυμα στόν Ἰησοῦ πού βρισκόταν στή Γαλιλαία: -«Κύριε, ὁ ἀγαπημένος σου φίλος, ὁ Λάζαρος, εἶναι βαριά ἄρρωστος». Ὅταν τό ἔμαθε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: -«Αὐτή ἡ ἀρρώστια δέν εἶναι γιά νά φέρει ὁριστικό θάνατο, ἀλλά γιά νά φανεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιά νά φανερωθεῖ, μέ αἰτία τήν ἀρρώστια, ἡ δόξα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Ἰησοῦς ἀγαποῦσε τόν Λάζαρο καί τίς ἀδερφές του, ἀλλά δέν ἔτρεξε κοντά τους ἀμέσως μόλις πληροφορήθηκε γιά τήν ἀσθένεια. Ἔμεινε στή Γαλιλαία ὅπου βρισκόταν γιά δυό ἀκόμα μέρες. Ὅταν πέρασαν οἱ δυό αὐτές μέρες εἶπε στούς μαθητές του: -«Ἄς πᾶμε στήν Ἰουδαία. Ὁ Λάζαρος, ὁ φίλος μας, κοιμήθηκε. Πηγαίνω ὅμως νά τόν ξυπνήσω». Οἱ μαθητές του νόμιζαν ὅτι μιλάει γιά τόν γνωστό ὕπνο καί τοῦ εἶπαν: -«Κύριε, ἄν κοιμήθηκε θά ξυπνήσει». Ἐκεῖνος ὅμως ἐννοοῦσε τόν θάνατο: -«Ὁ Λάζαρος πέθανε», τούς λέει. «Χαίρομαι ὅμως γιά σᾶς, γιατί ὁ θάνατός του θά γίνει αἰτία γιά νά δυναμώσει ἡ πίστη σας.»

Ὅταν ἔφτασε ὁ Κύριος μέ τούς μαθητές του στή Βηθανία τῆς Ἰουδαίας ἦταν πιά ἀργά. Ὁ Λάζαρος βρισκόταν γιά τέταρτη ἡμέρα στό μνῆμα. Εἶχαν ἔρθει ἐδῶ καί πολλοί Ἰουδαῖοι ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, γνωστοί καί φίλοι τῆς Μαρίας καί τῆς Μάρθας, γιά νά τίς συμπαρασταθοῦν στό πένθος τους.

Ὅταν ἡ Μάρθα ἔμαθε ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός στήν πόλη τους, ἔτρεξε νά τόν προϋπαντήσει καί τοῦ εἶπε: -«Κύριε, ἄν ἤσουν ἐδῶ, δέν θά πέθαινε ὁ ἀδερφός μου. Ξέρω ὅμως ὅτι καί τώρα ὁ Θεός θά σοῦ δώσει ὅ,τι τοῦ ζητήσεις». -«Ὁ ἀδερφός σου θά ἀναστηθεῖ», τῆς εἶπε ὁ Χριστός. -«Ναί, Κύριε, ξέρω ὅτι θά ἀναστηθεῖ τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅταν θά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροί», εἶπε ἡ Μάρθα. «Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καί ἡ Ζωή», τῆς ἀπάντησε ὁ Κύριος. «Ὅποιος πιστεύει σέ μένα, κι ἄν πεθάνει σωματικά, θά ζήσει αἰώνια. Καί καθένας πού μέ πιστεύει δέν θά πεθάνει ποτέ. Τό πιστεύεις αὐτό;». «Ναί, Κύριε», λέει ἡ Μάρθα «πιστεύω ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Αὐτός πού περιμέναμε νά ἔρθει στόν κόσμο.»

Στό μεταξύ ἡ Μάρθα ἔστειλε μήνυμα στήν ἀδερφή της, τή Μαρία, ὅτι εἶχε ἔρθει ὁ Κύριος. Ἡ Μαρία βγῆκε ἀπό τό σπίτι πολύ βιαστική καί ἔτρεξε νά τόν συναντήσει. Μάλιστα οἱ Ἰουδαῖοι, πού τήν εἶδαν νά τρέχει, νόμισαν ὅτι πηγαίνει στό μνῆμα νά κλάψει τόν ἀδερφό της. Ἡ Μαρία ὅμως ἔτρεχε νά συναντήσει τόν Ἰησοῦ. Μόλις τόν ἀντίκρισε ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ ἔλεγε:-«Κύριε, ἄν ἤσουν ἐδῶ, δέν θά πέθαινε ὁ ἀδερφός μου». Ὁ Ἰησοῦς βλέποντάς την νά κλαίει, λυπήθηκε βαθιά, συγκινήθηκε καί δάκρυσε. -«Ποῦ τόν ἔχετε ἐνταφιάσει;», τή ρώτησε. -«Ἔλα καί δές», εἶπε ἐκείνη. Οἱ παριστάμενοι Ἰουδαῖοι, ἐπειδή ὁ Χριστός δάκρυσε, ἔλεγαν: -«Δές πόσο τόν ἀγαποῦσε! Ἄραγε αὐτός πού ἄνοιξε μέ θαῦμα τά μάτια τοῦ τυφλοῦ δέ θά μποροῦσε νά κάνει κάτι, νά μήν πεθάνει ὁ φίλος του;»

Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν μαζί μέ τή Μαρία καί τή Μάρθα, τούς γνωστούς καί τούς συγγενεῖς τους πού βρίσκονταν στή Βηθανία ἔρχεται στό μνῆμα. Αὐτό ἦταν σάν σέ σπηλιά, πού τήν εἴσοδό της ἔφραζε μιά μεγάλη πέτρα. -«Βγάλτε τήν πέτρα ἀπό τήν εἴσοδο!», εἶπε ὁ Ἰησοῦς. -«Κύριε, τώρα πιά θά μυρίζει ἄσχημα γιατί εἶναι τέταρτη ἡμέρα σήμερα στό μνῆμα», τοῦ λέει ἡ Μάρθα, ἡ μιά ἀπό τίς ἀδελφές τοῦ Λαζάρου, μά ὁ Κύριος της ἀπάντησε: -«Δέν σοῦ εἶπα πῶς ἄν πιστέψεις θά δεῖς τά θαύματα τοῦ Θεοῦ;»

Ἔβγαλαν λοιπόν οἱ παριστάμενοι τήν πέτρα ἀπό τό μνῆμα τοῦ Λαζάρου. Ὁ Ἰησοῦς σήκωσε τά μάτια του στόν οὐρανό καί εἶπε: -«Πατέρα μου, σ' εὐχαριστῶ πούμέ ἄκουσες. Ἐγώ τό ἤξερα ὅτι πάντα μέ ἀκοῦς. Τό εἶπα ὅμως γιά χάρη τοῦ πλήθους πού στέκεται ἐδῶ γύρω, γιά νά πιστέψουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες». Κι ὕστερα φώναξε δυνατά: -«Λάζαρε, ἔλα ἔξω!». Βγῆκε τότε ὁ νεκρός μέ τά πόδια καί τά χέρια δεμένα μέ πάνινες λουρίδες καί τό πρόσωπό του περιτυλιγμένο μέ τό σουδάριο – ὅπως συνήθιζαν τότε νά θάβουν τούς νεκρούς. -«Λῦστε τον κι ἀφῆστε τον νά περπατήσει», τούς εἶπε ὁ Ἰησοῦς.

Πολλοί ἀπό τούς Ἰουδαίους πού εἶχαν ἔρθει νά ἐπισκεφθοῦν τή Μάρθα καί τή Μαρία συγκλονίστηκαν ἀπό τό θαυμαστό αὐτό γεγονός καί πίστεψαν στόν Χριστό. Μερικοί ὅμως πῆγαν στούς Φαρισαίους καί τούς εἶπαν αὐτό πού εἶχε κάνει ὁ Ἰησοῦς.

Ἐκεῖνοι ἀμέσως συγκάλεσαν συμβούλιο καί ἀποφάσισαν πώς εἶναι καλό γιά ὅλο τον λαό νά πεθάνει αὐτός ὁ ἄνθρωπος! Ἀπό τότε (οἱ Φαρισαῖοι) ζητοῦσαν ἀφορμή γιά νά συλλάβουν τόν Κύριο καί νά τόν θανατώσουν.



Η ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

Τήν ἄλλη ἡμέρα ὁ Ἰησοῦς (μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου) θά ἔμπαινε στά Ἱεροσόλυμα, πού ἦταν πλημμυρισμένα ἀπό κόσμο πού εἶχε ἔρθει ἀπ' ὅλα τα γύρω μέρη γιά τή μεγάλη γιορτή τοῦ (ἑβραϊκοῦ) Πάσχα.

Ὁ Ἰησοῦς στάθηκε λίγο ἔξω ἀπό τήν πόλη, στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, καί ἔστειλε δυό μαθητές του μέ τήν ἑξῆς παραγγελία: «Πηγαίνετε στό ἀπέναντι χωριό. Μόλις μπεῖτε σ' αὐτό, θά βρεῖτε ἕνα γαϊδουράκι δεμένο. Πάνω του δέν ἔχει καθίσει ἀκόμη κανένας ἄνθρωπος. Λύστε το καί φέρτε τό ἐδῶ. Ἄν κάποιος σᾶς ρωτήσει τί κάνετε, νά τοῦ ἀπαντήσετε ὅτι τό χρειάζεται ὁ ἰδιοκτήτης του (ὁ Κύριος) καί θά σᾶς τό ἐπιστρέψει πάλι!» Ὅπως τούς εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἔτσι καί ἔγινε.

Οἱ μαθητές πῆγαν στό χωριό, βρῆκαν τό γαϊδουράκι, τό ἔλυσαν, τούς ρώτησαν ποῦ τό πάνε καί ἀπάντησαν ὅπως τούς εἶπε ὁ Χριστός. Ὅταν οἱ μαθητές ἔφεραν τό γαϊδουράκι, ἔστρωσαν στή ράχη του τά ροῦχα τους καί πάνω του ἀνέβηκε ὁ Κύριος. Καθώς προχωροῦσαν πρός τά Ἱεροσόλυμα τό γεγονός μαθεύτηκε. Κάποιοι ἀπό τόν λαό ἔριχναν ἐνθουσιασμένοι τά ἱμάτιά τους στό ἔδαφος γιά νά περάσει πάνω τους ὁ Χριστός. Αὐτό τό γεγονός τό εἶχε πεῖ ὅτι θά γίνει ὁ προφήτης Ἠσαΐας 800 χρόνια πρίν. Προχωροῦσαν ὅλοι τους, λοιπόν, πρός τά Ἱεροσόλυμα. Ὁ κόσμος ἔτρεχε κοντά τους, κρατώντας καί ρίχνοντας στό δρόμο κλαδιά φοινίκων καί φωνάζοντας δυνατά: «Ὡσαννά στόν ἀπόγονό τοῦ Δαβίδ! Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!», δηλ. δόξα στόν ἀπόγονό του Δαβίδ (στό Μεσσία). Εὐλογημένη νά εἶναι ἡ Βασιλεία του.

Κάποιοι Φαρισαῖοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ λαός τόν θεωρεῖ Θεό διαμαρτυρήθηκαν στόν Χριστό καί τοῦ εἶπαν νά ἀποδοκιμάσει αὐτά τά λόγια. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τούς ἀπάντησε: -«Ἀκόμα καί ἄν ὁ λαός σιωπήσει, οἱ πέτρες θά βροντοφωνάξουν.»

Ὁ Ἰησοῦς ἀτενίζοντας τήν πόλη καί βλέποντας τήν σκληρότητά της ἔκλαψε γιά λόγου της καί εἶπε τά λόγια: «Ἱερουσαλήμ, μακάρι νά ἤξερες πόσο σημαντική εἶναι αὐτή ἡ μέρα γιά σένα. Ὅμως κλείνεις τά μάτια σου μπροστά στά μεγάλα γεγονότα. Δέ εἶναι μακριά ὁ καιρός πού οἱ ἐχθροί θά σέ περικυκλώσουν καί θά σέ πολιορκήσουν ἀπό παντοῦ. Ἡ πόλη θά ἰσοπεδωθεῖ καί ὁ λαός σου θά διασκορπιστεῖ στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καί ὅλα αὐτά γιατί περιφρόνησες τά ἀγαθά πού ὁ Θεός ἑτοίμασε γιά σένα.»

Καθώς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς στήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων μεταδόθηκε ἡ εἴδηση ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη. Πολύς λαός βγῆκε νά τόν προϋπαντήσει, ἐνῶ πολλοί ἀναρωτιόντουσαν.

Ποιός εἶναι αὐτός πού ἔρχεται; Καί ἀκουγόταν ἡ ἀπάντηση. «Εἶναι ὁ προφήτης Ἰησοῦς, ἀπό τή Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας».



Η ΣΥΚΙΑ ΠΟΥ ΞΕΡΑΘΗΚΕ

Ὅταν ξημέρωσε τήν ἄλλη μέρα ὁ Ἰησοῦς πῆρε τό δρόμο πάλι ἀπό τή Βηθανία γιά τά Ἱεροσόλυμα. Καθώς περπατοῦσε μέ τούς μαθητές του, πρίν φτάσει στήν πόλη, πείνασε. Ἀπό μακριά εἶδε μιά καταπράσινη συκιά, τήν πλησίασε πιστεύοντας ὅτι θά ἔχει σύκα. Ἀλλά βρῆκε μόνο φύλλα. Δέν ἦταν ἐποχή γιά σύκα. Ὁ Χριστός στράφηκε πρός τή συκιά καί εἶπε: 

-«Ἀπό δῶ καί πέρα, μήν ξανακαρπίσεις πιά!». 

Τήν ἑπόμενη μέρα τό πρωί, περνώντας οἱ μαθητές καί ὁ Χριστός ἀπό τό ἴδιο σημεῖο εἶδαν τή συκιά κατάξερη. Τότε ὁ Πέτρος ὁ μαθητής τοῦ Κυρίου εἶπε:

 -«Κύριε κοίτα! Ἡ συκιά τήν ὁποία καταράστηκες ξεράθηκε». 

Καί ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε: 

-«Νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί μέ τήν προσευχή σας θαύματα θά γίνονται. Ἀκόμα καί βουνά θά μετακινεῖτε!»