
Μάθημα 19
Η Σταύρωση
Η Σταύρωση

Του είχαν βάλει έναν κόκκινο μανδύα. Στεφάνι με αγκάθια στο κεφάλι κι ένα καλάμι Του 'δωσαν να το κρατάει. Κι ήτανε ίδια θλίψη να Τον βλέπεις! Κι από εκεί Τον πήραν, για να Τον σταυρώσουν. Στα χάλια που ήταν ο Υιός του Ανθρώπου πώς να σηκώσει τον ασήκωτο Σταυρό... Γι' αυτό, καθώς από το δικαστήριο βγήκαν, βρήκαν οι στρατιώτες έναν απ' την Κυρήνη που έχει την καταγωγή του. Τον Σίμωνα, όπως τον έλεγαν. Και πήραν τον ανηφορικό το δρόμο, που ανεβαίνει ίσαμε το λόφο, τον Γολγοθά όπως τον ξέραν όλοι.
Σαν φτάσανε στην κορυφή, άλλοι στεριώναν το σταυρό, κι άλλοι δώσαν ξύδι ανακατεμένο με χολή, έβρεξε ο Δάσκαλος μ' αυτά τα πληγιασμένα χείλη Του κι αρνήθηκε να πιει.
Τον σταύρωσαν και βάλανε σε κλήρο εκείνα που φορούσε ο Ιησούς. Και όταν γίνηκε κι αυτό – να όπως πάλι ο Προφήτης το είχε προφητέψει, κάτσανε εκεί κοντά να Τον φυλάνε. Κάποιος είχε, για να γελάνε οι περαστικοί, γράψει μία επιγραφή που τη στερέωσαν ψηλά πάνω στο Σταυρό, πάνω από την κεφαλή του Δάσκαλου: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». Στο λόφο ήταν τρεις σταυροί. Στη μέση ο Ιησούς, ο άλλος από δω, και από κει ο τρίτος. Και πάνω στους σταυρούς δύο ληστές. Μα αυτούς κανείς δεν τους κορόιδευε. Μόνο τον Ιησού εβλαστημούσαν και Τον πείραζαν.
– Μας είχες πει πως μέρες τρεις θα χρειαστείς, για να γκρεμίσεις και να ξαναχτίσεις το Ναό. Τι κάθεσαι, λοιπόν, εκεί απάνω; Αν είσαι, όπως λες ο Γιος του ζωντανού Θεού, έλα κατέβα απ' το Σταυρό, έλα λοιπόν σώσε τον Εαυτό Σου!
Δεν ήταν μόνο οι φρουροί και οι περαστικοί που κοροϊδεύανε. Οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι, μα κι οι αρχιερείς γελούσανε.
– Για σκέψου – λέγανε – κόσμο κοσμάκη έσωσε και τώρα, μοναχά τον Εαυτό Του δε μπορεί να σώσει!
Και άλλοι έλεγαν:
– Αν είναι Βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί ετούτη τη στιγμή απ' τον Σταυρό και τότε θα πιστέψουμε σ' Αυτόν.
Σε τούτα, άλλοι πρόσθεταν:
– Μας έχει πει πως είναι ο Υιός του Θεού. Αφού λοιπόν έχει εμπιστοσύνη στο Θεό, εάν το θέλει ο Πατέρας Του, ας κάνει κάτι να Τον σώσει!
Τα ίδια λέγανε κι οι δυο ληστές!
Μαρκ. ιε' 21-39, Ματθ. κζ' 32-61
Προηγούμενη ενότητα
Επόμενη ενότητα