
Μάθημα 4
Η θεραπεία του τυφλού
Μάθημα 4
Η θεραπεία του τυφλού
Είμαστε έτοιμοι για ένα ακόμη ταξίδι στο μακρινό 30 μ.Χ. Προσδεθείτε και φύγαμε!
Πώς να' ναι το βουνό;
Πώς να μοιάζει το τριαντάφυλλο;
Τί χρώματα να έχει ο ουρανός;...
Σκοτάδι είχε ο φτωχός τυφλός από τη γέννα. Και ρώτησαν οι μαθητές τον Ιησού:
- Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε, για να γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός τυφλός; Αμάρτησε ο ίδιος, όταν ήταν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας του ή αμάρτησαν οι γονείς του και τιμωρείται αυτός για τις αμαρτίες τους;

– Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του. Γεννήθηκε τυφλός, για να φανερωθεί με τη δικιά του γιατρειά η δύναμη και η αγαθότητα του Θεού. Είμαι το φως του κόσμου αυτού με τη διδασκαλία και τα θαύματά Μου.
Κι αφού είπε τούτα ο Ιησούς, έφτυσε κάτω. Το χώμα έγινε πηλός. Επήρε λίγο ο Ιησούς απ' τον πηλό αυτό κι άλειψε τα πεθαμένα μάτια του τυφλού. Κι έπειτα του 'πε:
– Πήγαινε να πλυθείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Κι έκανε εκείνος όπως πρόσταξε ο Δάσκαλος και ήλθε στο σπίτι του με μάτια υγιή.
Οι γείτονες και όσοι ήξεραν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν:
– Δεν είναι αυτός ο τυφλός που ζητούσε ελεημοσύνη;
Άλλοι απόκριση δίνανε πως «ναι», και άλλοι έλεγαν «όχι, είναι κάποιος άλλος που του μοιάζει» και ο τυφλός τούς βεβαίωνε πως είναι αυτός, που παλαιότερα ζητούσε ελεημοσύνη. Κι εξιστορούσε ότι ένας άνθρωπος, που ονομάζεται Ιησούς, τού χάρισε το φως , αφού με τον πηλό τού άλειψε τα μάτια και πλύθηκε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Τον άρπαξαν τότε οι γείτονες και τον πήγαν στους Φαρισαίους. Ξαναρωτάνε αυτοί και ο τυφλός, που ανάβλεψε, ξανάπε πάλι την ίδια ιστορία. Θυμώσανε οι Φαρισαίοι και θυμήθηκαν πως Σάββατο, μέρα ιερή, ήταν εκείνη η ημέρα.
Και έλεγαν:
– Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου. Και πώς μπορεί μια κι είναι αμαρτωλός να σε γιατρέψει; Εσύ τί λες για αυτόν τον άνθρωπο;
– Εγώ λέω ότι είναι Προφήτης, τους απάντησε.
Μετά λοιπόν τον χαρακτηρισμό αυτό που έδωσε για τον Ιησού ο τυφλός που θεραπεύτηκε, οι Ιουδαίοι δυσαρεστήθηκαν. Δεν εννοούσαν να πιστέψουν ότι αυτός ήταν τυφλός και απέκτησε πραγματικά το φως του.
– Μπας και μας κοροϊδεύεις και δεν ήσουνα ποτέ τυφλός; Να έρθουν εδώ οι γονείς σου!
Κι ήρθαν αυτοί, και τους ρωτήσανε οι Φαρισαίοι αν είναι ο δικός τους γιος αυτός κι αν ήτανε τυφλός απ' την κοιλιά της μάνας του. Αυτοί φοβήθηκαν, αλλά την αλήθεια έπρεπε να πουν. Κι είπαν με φόβο:
- Γνωρίζουμε καλά ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. Πώς τώρα όμως βλέπει δεν ξέρουμε. Ρωτήστε τον, δεν είναι μικρό παιδί. Μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του και θα σας πει τί του συνέβη.
Και μίλησαν με αυτόν τον τρόπο οι γονείς του τυφλού, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες. Διότι αυτοί πριν από πολύ καιρό είχαν συμφωνήσει να αποδιωχθεί από τη συναγωγή όποιος θα τολμούσε να ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας.
Και ρώτησαν οι Φαρισαίοι ξανά τον άλλοτε τυφλό.

– Ξέρω καλά ένα πράγμα, ότι ενώ λίγο πιο πριν ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω. Μα πόσες άραγες φορές πρέπει να σας τα πω! Μήπως θέλετε να γίνετε κι εσείς δικοί Του μαθητές;
Σκέφτηκε λίγο ο τυφλός κι είπε μετά:
- Αν είναι αμαρτωλός, πώς μ' έκανε καλά; Πώς Τον άκουσε ο Θεός; Ο Ιησούς, που μου έδωσε το φως, δε θα μπορούσε να το κάνει αυτό, αν δεν ήτανε σταλμένος απ' τον Ίδιο τον Θεό!
Αγρίεψαν οι Φαρισαίοι με τα λόγια αυτά και τον πετάξαν με αγριάδα έξω. Και κάπου εκεί αντάμωσε τον Ιησού. Και δεν Τον γνώρισε. Τότε ο Ιησούς τον ρώτησε:
– Εσύ, αντίθετα με τους άπιστους Ιουδαίους, πιστεύεις στον Υιό του Θεού;
– Ποιος είναι, Δάσκαλε, να Τον πιστέψω;
– Αυτός που μιλάει αυτή τη στιγμή μαζί σου!
Κι ήρθε η Χάρη του Θεού κι ανοίξανε τα μάτια του τυφλού, τ' άλλα τα μάτια, της ψυχής του. Και φώναξε και τους αιώνες διαπερνά η φωνή του:
– Πιστεύω, Κύριε.
Και Τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού και Κύριο.
Ιωάν. θ', 1-41

Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα