
Μάθημα 2
Η Βάπτιση του Χριστού & η κλήση των μαθητών
Η Βάπτιση του Χριστού & η κλήση των μαθητών
Μετά από πολλά πειράματα κι άπειρες ώρες δουλειάς…
τελικά καταφέραμε να φτιάξουμε μία χρονομηχανή!

Ναι! Καλά ακούσατε! Με αυτήν την καταπληκτική μας εφεύρεση
θα ταξιδέψουμε και θα γνωρίσουμε την ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού.
Είστε έτοιμοι για νέες περιπέτειες;
Ας ξεκινήσουμε το ταξίδι μας!
Η Βάπτιση του Χριστού

Κυλούσανε τα χρόνια σα νερό. Κι έγινε τριάντα χρονών ο Ιησούς. Και τότε ήταν που συνάντησε στο ιερό ποτάμι τον ασκητή, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, και βαπτίστηκε από αυτόν.
Πολύς λαός απ' τα Ιεροσόλυμα, μα κι από ολόκληρη την Ιουδαία, ερχότανε στην έρημο. Ακούγανε με προσοχή τον ασκητή, τον Ιωάννη, τον γιο του Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Εκείνος έλεγε στα πλήθη ν' αλλάξουνε ζωή, να μετανοήσουνε, γιατί δεν είναι μακριά η ώρα που θα 'ρθει ο Μεσσίας.
Μετά μπαίνανε στο νερό του ποταμού, του Ιορδάνη, και λέγανε την καθεμιά τους αμαρτία χωριστά. Ο Ιησούς ξεκίνησε από τη Γαλιλαία, όπου έμενε, κι ήρθε κι Αυτός να βαφτιστεί. Μα σαν τον είδε ο ασκητής, φωτίστηκε ο νους του, εμπόδισε τον Κύριο να μπει στον ποταμό.
– Εγώ έχω ανάγκη από Εσένα τον αναμάρτητο να βαφτιστώ. Και Συ σε εμένα έρχεσαι;
– Άφησε τώρα τις αντιρρήσεις και μη φέρνεις δυσκολία να βαπτιστώ. Διότι με αυτόν τον τρόπο, με τον οποίο ταπεινώνομαι, πρέπει να εκπληρώσω κάθε εντολή του Θεού, ο Οποίος σου ανέθεσε να βαπτίζεις.
Προχώρησε ο Ιησούς, καθώς τα είπε αυτά, προς το νερό. Μα, επειδή ως Αναμάρτητος δεν είχε τίποτα να εξομολογηθεί, ανέβηκε αμέσως από το νερό του Ιορδάνη και δεν έμεινε σε αυτό. Και τότε ανοίχτηκαν οι ουρανοί και το Πνεύμα του Θεού, με τη μορφή περιστεριού, ήρθε και στάθηκε απάνω Του.
Την ίδια εκείνη στιγμή ακούστηκε μια βροντερή φωνή απ' τα ουράνια : «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος, στον Οποίο ευαρεστήθηκα. Τον γέννησα προαιωνίως και είναι ως Θεός ο μονάκριβός μου Υιός και ως άνθρωπος ο απολύτως αναμάρτητος».
Ματθ. (γ', 13-17)
Λουκ. (γ', 21-22)
Η κλήση των μαθητών


Μέσα στον κόσμο που είδανε κι ακούσανε τούτα τα θαυμαστά, ήταν δύο νέοι. Όταν πήγε να φύγει ο Ιησούς, τον πήραν στο κατόπι. Στάθηκε ο Ιησούς και ρώτησε απλά.
– Τι θέλετε;
– Πού μένεις, Δάσκαλε;
– Αν έρθετε μαζί Μου, θα το δείτε.
Τον ακολούθησαν όλη τη μέρα και Τον ακούγανε με προσοχή. Και, όπως γίνεται σαν βρεις στην έρημο νερό, σαν βρεις χρυσάφι, είπανε στους άλλους για τον Ιησού πως ήταν ο Μεσσίας, Αυτόν που καρτερούσαν οι προγόνοί τους, Αυτόν που αναφέρουν οι Προφήτες, γι' Αυτόν που έγραψε ο Μωυσής. Το είπε ο Αντρέας στον αδερφό του Σίμωνα. Την άλλη μέρα ο Φίλιππος ακολουθεί τον Δάσκαλο κι ο Φίλιππος τα ίδια είπε στον φίλο του, τον Ναθαναήλ. Πληθύνανε οι μαθητές, γιατί σαν βρεις νερό στην έρημο, παντού το λες.
Κι ο Σίμωνας, πώς πίστεψε; Να πώς έγινε αυτό:
Κάποτε στεκότανε ο Ιησούς στην όχθη της λίμνης της Γεννησαρέτ και ο κόσμος σπρωχνότανε, για να μην χάσει λέξη από τον Λόγο του Θεού. Τότε είδε ο Κύριος δύο ψαροκάικα αραγμένα στην άκρη της λίμνης. Οι ψαράδες ήταν στη στεριά και πλένανε τα δίχτυα τους. Το ένα καΐκι ήταν του Σίμωνα. Μπήκε σ' αυτό το ψαροκάικο ο Ιησούς και παρακάλεσε να το τραβήξουν στ' ανοιχτά, ώστε να Τον ακούν και να Τον βλέπουν όλοι. Και από εκεί δίδασκε στα πλήθη. Όταν τελείωσε την ομιλία Του, λέει στον Σίμωνα:
– Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας, για να πιάσετε ψάρια.
Χρόνια ο Σίμωνας ψαράς, δεν είχε μυστικά απ' αυτόν η θάλασσα. Κι ήξερε πως απόψε δεν ήταν νύχτα για ψαριά. Κι εξήγησε:
– Δάσκαλε, όλη τη νύχτα κοπιάσαμε κι όμως λέπι δεν πιάσαμε. Μα, αφού το λες Εσύ, θα ξαναδοκιμάσω.
Και ρίξανε τα δίχτυα. Κι τα ψάρια που έπιασαν ήταν τόσα πολλά, που όπως εσπαρτάραγαν, το δίχτυ τεντώθηκε κι άρχισε να σκίζεται. Καλά που ήτανε κοντά και τ' άλλο το καΐκι κι ήρθε να βοηθήσει. Και τα δυο τα ψαροκάικα γιομίσαν ψάρια ως απάνω κι ήταν το φόρτωμα βαρύ και κινδύνευαν να βυθιστούν, τόσο το ψάρι! Σαν το είδε αυτό ο Σίμων Πέτρος έπεσε εκεί στα πόδια του Ιησού και Του είπε:
– Κατέβα, Κύριε, απ' το καΐκι μου και φύγε από εμένα, γιατί αμαρτωλός άνθρωπος είμαι εγώ και δεν είμαι άξιος να Σε έχω στο καΐκι μου.
Δεν ήταν όμως μοναχά ο Σίμων Πέτρος ταραγμένος από το θαύμα, που έγινε μπρος στα μάτια του. Το ίδιο ταραγμένοι ήταν και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, που συνεταιρικά είχαν το καΐκι με τον Σίμωνα. Είδε ο Ιησούς την ταραχή κι είπε στον Σίμωνα:
– Μη φοβάσαι! Είσαι ψαράς και μέχρι τώρα ψάρια έπιανες. Μα ήρθε η ώρα να πιάνεις ανθρώπους μες στα δίχτυα σου, που με το κήρυγμά σου θα τους οδηγείς στη σωτηρία.
Και οι ψαράδες φέρανε με προσοχή σιγά-σιγά τα πλοία στη στεριά. Και κει τα παρατήσαν όλα αυτά κι ακολουθήσανε τον Δάσκαλο.
Λουκ. ε', 1-11
Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα