Μάθημα 7

Η Χαναναία

Η Χαναναία


Ο δρόμος ήτανε σκονισμένος· και περπατούσαν κάτω απ' το λιοπύρι απ' το πρωί ο Χριστός κι οι μαθητές, εκεί στα μέρη της Σιδώνας και της Τύρου.

 Προτού να δούνε τη γυναίκα, άκουσαν τις κραυγές της:

– Κύριε, γιε του Δαυίδ, ελέησέ με! Βοήθησε την κόρη μου, που κατέχεται από δαιμόνιο και υποφέρει φρικτά!

 Ξενομερίτισσα, από τη Χαναάν, κι αλλόθρησκη ήταν η γυναίκα αυτή που έκλαιγε και δερνόταν. Ο Κύριος, όμως, δεν της αποκρίθηκε ούτε λέξη. Μα η γυναίκα στιγμή δεν έπαψε τα παρακαλετά:

– Γιε του Δαυίδ, ελέησε την κόρη μου!

 Πλησίασαν τότε οι μαθητές Του και άρχισαν να Τον παρακαλούν λέγοντας:

– Κάνε της αυτό που ζητά, Δάσκαλε, για να φύγει, διότι φωνάζει δυνατά από πίσω μας και απ' τις φωνές της θα μαζευτεί πολύς λαός.

 Κι ο Δάσκαλος απάντησε:

– Ήρθα στη γη για τα χαμένα πρόβατα του Ισραήλ, που ξεστρατίσανε από το δρόμο του Θεού.

 Δεν πρόλαβε ν' αποτελειώσει, κι η Χαναναία έπεσε στα γόνατα και με λυγμούς ξανά παρακάλεσε:

– Βοήθα με, Κύριε, στη δυστυχία μου!

Αυτός της αποκρίθηκε:

– Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξει στα σκυλάκια!

 Κι εκείνη είπε:

 – Ναι, Κύριε. Δέχομαι ότι είμαι σκυλάκι. Μα τα σκυλιά δε μένουν ολονήστικα. Τρώνε τα ψίχουλα, που πέφτουν κάτω απ' το τραπέζι των αφεντικών τους, και ζουν κι αυτά.

Ο Ιησούς σήκωσε μαλακά την πονεμένη μάνα:

– Ω, γυναίκα, πόσο μεγάλη είναι η πίστη σου! Να γίνει όπως θέλεις, να γίνει αυτό που λαχταράει η καρδιά σου.

 Δεν πρόλαβε καλά καλά ν' αποτελειώσει την κουβέντα Του κι την ώρα ακριβώς εκείνη η κόρη της γιατρεύτηκε. Κι έμεινε στους αιώνες να θαυμάζεται η πίστη της Χαναναίας.

(Ματθ., ιε΄ 21-28)


Προηγούμενο μάθημα

Μάθημα 6