Μάθημα 1

Λεξιλόγιο & Κατανόηση κειμένου

Λεξιλόγιο & Κατανόηση κειμένου


Λεξιλόγιο Μαθήματος

πατρίκιος (αρσ. ουσ.) < πατρικός (αρσ. επίθ.): πατρική εξουσία, το εξουσιαστικό δικαίωμα που είχε ο πατέρας πάνω στα παιδιά του. Στην αρχαία Ρώμη, πατρίκιοι (λατινικά: patricii) καλούνταν κυρίως οι λεγόμενοι τέλειοι πολίτες, οι ευπατρίδες, δηλαδή οι ευγενείς που κατάγονταν από επιφανείς οίκους (patres) των παλαιότερων συγκλητικών της Ρώμης, σε αντιδιαστολή με τους πληβείους (κατώτερη τάξη).

υποκύπτω (ρήμα) < ὑπο + κύπτω = σκύβω κάτω απ' το ζυγό: παύω να προβάλλω οποιαδήποτε αντίσταση σε κάτι, το οποίο ασκεί επάνω μου μια πίεση, υποχωρώ σε κάποιον/κάτι, ενδίδω, υποτάσσομαι.

κύπτω = σκύβω (με άλλες προθέσεις, π.χ. προκύπτω, ανακύπτω, επικύπτω).

παρρησία (θηλ. ουσ.) < παρά + ρήσις (λόγος): 1. λέω με θάρρος τη γνώμη μου, 2. ονόματα ζωντανών ή νεκρών που μνημονεύονται σε ακολουθίες ενός μοναστηριού.


Πάμε να δούμε πόσα καταλάβατε από το κείμενο!


Επόμενη ενότητα

Υμνολογία