
Μάθημα 14
Μέγας Δούκας Λουκᾶς Νοταράς
Μέγας Δούκας Λουκᾶς Νοταράς

Ὁ Λουκᾶς Νοταρὰς ἦταν ἀπό τοὺς σπουδαίους ἄντρες ποὺ ὁ σουλτᾶνος διάλεξε, γιατί διέφεραν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐξ αἰτίας τῆς γενιᾶς, τῆς φρόνησης καὶ τῆς ἀρετῆς τους. Καὶ μάλιστα, τὸν Νοταρά, ἄνδρα ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς καὶ σπουδαίους στὴ σύνεση, στὸν πλοῦτο, στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν πολιτικὴ δύναμη τὸν ὑποδέχτηκε μὲ τιμὲς καὶ τοῦ μίλησε μὲ καλοσύνη, γιὰ νὰ δώσει ἐλπίδες σὲ αὐτὸν καὶ στοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζί του. Λυπήθηκε γιὰ ὅσα ἔτυχαν σὲ αὐτοὺς τοὺς ἄνδρες καὶ γιὰ τὴ δυστυχία ποὺ τοὺς βρῆκε. Κατανόησε πὼς ἀπὸ κακὴ τύχη βρέθηκαν σὲ αὐτὴ τὴ θέση καὶ εἶπε ὅτι σκέφτεται νὰ τοὺς ἀξιοποιήσει πολὺ καλά.
Ὕστερα ὅμως ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου δὲν ἔγινε τίποτα ἀπ ὅλα αὐτά... γιατί αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ Νοταρὰς, ἦταν εὐσεβής, πιστὸς στὸν Θεὸ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ σύνεσή του. Τοὺς ξεπερνοῦσε ὅλους στὴ σοφία, διέθετε παρρησία γνώμης καὶ ἐλευθερία ψυχῆς, ἦταν ρωμαλέος, ἀγέρωχος καὶ μὲ ψυχικὴ ἀγαθότητα σὲ ὅλες του τὶς πράξεις, γι αὐτὸ καὶ διατηρήθηκε στὶς θέσεις τῆς πολιτείας, ἀποκτῶντας μεγάλη πολιτικὴ δύναμη, δόξα καὶ πλοῦτο...
Ὁ Νοταρὰς ἦταν πάντοτε σθεναρὰ ἀντίθετος μὲ τὴν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ ἱστορικὸς Δούκας ἀναφέρει πὼς ὁ Νοταρὰς εἶχε ἀντιλατινικὲς ἀπόψεις καὶ προτιμοῦσε τὴν ὑποταγὴ στοὺς Ὀθωμανοὺς παρὰ τὴν ἕνωση μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἀποδίδοντάς του τὴ φράση:
«Κρεῖττον ἐστὶν ἰδεῖν ἐν μὲσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τοῦρκον ἢ καλύπτραν λατινικήν».
Δηλαδή: «Καλύτερα νὰ δῶ στὴν πόλη τουρκικὸ σαρίκι νὰ βασιλεύει παρὰ λατινική καλύπτρα (παπικὴ τιάρα)».

Ἐπίσης, εἶχε ἐπωμιστεῖ μὲ τὴν εὐθύνη ἀνακάλυψης καὶ ἐξουδετέρωσης τῶν λαγουμιών, μέσῳ τῶν ὁποίων οἱ Ὀθωμανοὶ προσπαθοῦσαν νὰ εἰσέλθουν στὴν Πόλη. Ὑπὸ τὴν δική του καθοδήγηση (Nicolo Barbaro – Χρονικὸ τῆς ἁλώσεως) , ἀντιμετωπίστηκαν μὲ ἐπιτυχία ὅλες οἱ ἀπόπειρες.
Ὁ θάνατός του
Ὁ ἱστορικὸς Ράνσιμαν ἀναφέρει ὅτι ὁ Λουκᾶς Νοταράς, ἀφοῦ κρατήθηκε γιὰ λίγες μέρες ζωντανὸς μετὰ τὴν Ἅλωση, ἐκτελέστηκε μαζὶ μὲ τὸν νεαρό του γιὸ καὶ τὸν γαμπρό του, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ παραδώσει τὸν γιό του στὸν Μωάμεθ Β΄, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπιθύμησε.
Ἀφοῦ ὁ τύραννος διέσχισε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Πόλης, γιόρτασε κάνοντας ἕνα συμπόσιο στὸ παλάτι. Γεμᾶτος κρασὶ καὶ σὲ μιὰ μεθυσμένη λήθαργο, κάλεσε τὸν ἀρχιευνοῦχο του καὶ τοῦ διέταξε:
«Πήγαινε στὸ σπίτι τοῦ μεγάλου δούκα καὶ πές του: "Ὁ ἡγεμόνας σὲ διατάζει νὰ στείλεις τὸν μικρότερο γιό σου στὸ συμπόσιο"».
Ὁ νέος ἦταν ὄμορφος καὶ δεκατεσσάρων ἐτῶν. Ὅταν ὁ πατέρας τοῦ ἀγοριοῦ τὸ ἄκουσε αὐτό, τὸ πρόσωπό του ἔγινε χλωμὸ σὰν νὰ τὸν εἶχαν χτυπήσει νεκρό. Διαμαρτυρήθηκε στὸν ἀρχιευνοῦχο:
«Δὲν εἶναι συνήθειά μας νὰ παραδίδουμε τὸ ἴδιο μου τὸ παιδὶ, γιὰ νὰ τὸ λεηλατήσει. Θὰ ἦταν πολὺ καλύτερα γιὰ μένα, ἂν σταλεῖ ὁ δήμιος νὰ πάρει τὸ κεφάλι μου».
Ὁ ἀρχιευνοῦχος τὸν συμβούλεψε νὰ παραδώσει τὸ παιδί του, ἀλλιῶς ὁ τύραννος θὰ θύμωνε. Ἀλλὰ ὁ μεγάλος δούκας δὲν πείστηκε καὶ εἶπε:
«Ἂν τὸν θέλεις, θὰ πρέπει νὰ τὸν ἁρπάξεις. Δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ σοῦ τὸν παραδώσω πρόθυμα».
Ὁ ἀρχιευνοῦχος ἀνέφερε στὸν ἡγεμόνα ὅλα ὅσα εἶχε πεῖ ὁ μεγάλος δούκας καὶ ὅτι ἀρνήθηκε νὰ παραδώσει τὸ παιδί. Σὲ ἔξαλλη κατάσταση, ὁ τύραννος διέταξε τὸν ἀρχιευνοῦχο:
«Πᾶρε μαζί σου τὸν δήμιο καὶ φέρε μου πίσω τὸ ἀγόρι. Ἂς φέρει ὁ δήμιος τὸν δούκα καὶ τοὺς γιούς του».
Ὅταν ἔφτασαν καὶ ὁ δούκας ἔμαθε γιὰ τὴν ἐντολή, ἀγκάλιασε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του καὶ ξεκίνησε μὲ τὸν δήμιο, τὸν γιό του καὶ τὸν γαμπρό του, Καντακουζηνό. Ὁ ἀρχιευνοῦχος πῆρε μαζί του τὸ ἀγόρι. Μπῆκε στὸ παλάτι γιὰ νὰ δείξει τὸ ἀγόρι στὸν ἡγεμόνα καὶ νὰ τὸν ἐνημερώσει ὅτι οἱ ἄλλοι στέκονταν στὴν πύλη τοῦ παλατιοῦ. Ὁ Μωάμεθ διέταξε τὸν δήμιο νὰ τοὺς κόψει τὰ κεφάλια μὲ τὸ σπαθί. Ὁ δήμιος τοὺς πῆγε λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ παλάτι καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφαση. Ὅταν ὁ γιὸς τοῦ δούκα ἄκουσε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ σφαγιαστούν, ἔκλαψε. Ὁ θαρραλέος πατέρας του ἔδωσε δύναμη καὶ ὑποστήριξη στοὺς νέους λέγοντάς τους:
«Παιδιά, χθὲς σὲ μιὰ φευγαλέα στιγμή, εἴδατε τὴν καταστροφὴ ὅλων τῶν ἔργων μας. Ὁ ἀνεξάντλητος πλοῦτος μας, ἡ θαυμαστὴ δόξα ποὺ ἀπολαύσαμε σὲ αὐτὴ τὴ μεγάλη πόλη, μιὰ δόξα ποὺ ζήλευε ὅλη ἡ Χριστιανοσύνη, ὅλα χάθηκαν. Τώρα, σὲ αὐτὴ τὴν ὥρα, τίποτα δὲν μᾶς ἔμεινε παρὰ αὐτὴ ἡ παροῦσα ζωή. Αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν θὰ συνεχιστεῖ γιὰ πάντα. Πρέπει νὰ πεθάνουμε κάποια στιγμή».
Τά λόγια τοῦ Νοταρά
«Ποῦ εἶναι ὁ βασιλιᾶς μας; Χθὲς δὲν δολοφονήθηκε; Ποῦ εἶναι ὁ συμπέθερός μου καὶ πατέρας σου, ὁ Μέγας Δομέστικος; Ποῦ εἶναι ὁ Μέγας σταυλάρχης Παλαιολόγος μὲ τοὺς δύο γιούς του; Δὲν σφάχτηκαν χθὲς στὸν πόλεμο; Μακάρι νὰ εἴχαμε πεθάνει κι ἐμεῖς μαζί τους. Ὡστόσο καὶ τούτη δῶ ἡ ὥρα εἶναι ἡ κατάλληλη. Μὴν ἀμελοῦμε ἄλλο. Γιατί ποιός γνωρίζει τὰ ὅπλα τοῦ διαβόλου; Ἂν καθυστερήσουμε, μπορεῖ νὰ χτυπηθοῦμε ἀπὸ τὰ δηλητηριασμένα βέλη του. Νά, τώρα εἶναι ἡ εὐκαιρία. Νά, ἂς πεθάνουμε κι ἐμεῖς στὸ ὄνομα Αὐτοῦ, ποὺ γιὰ τὸ χατίρι μας σταυρώθηκε, θανατώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ γευτοῦμε μαζί Του τὰ ἀγαθά Του».
«Καὶ πῶς θὰ πεθάνουμε; Στερημένοι ἀπὸ τὰ ἀγαθά μας, ληστευμένοι ἀπὸ δόξα, τιμὴ καὶ ἐξουσία, περιφρονημένοι ἀπὸ ὅλους, περιφρονημένοι καὶ ταλαιπωρημένοι μέχρι νὰ ἔρθει σὲ ἐμᾶς ὁ θάνατος, ἀφαιρῶντας ἀπὸ τοὺς ἐπιζῶντες ὅσους ἔχουν ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ κάθε τιμή. Ποῦ εἶναι ὁ αὐτοκράτοράς μας; Δὲν σκοτώθηκε χθές; Ποῦ εἶναι ὁ σύμπανθῆρός μου [4] καὶ ὁ πατέρας σας, ὁ μέγας Δομέστικος; Ποῦ εἶναι ὁ στρατάρχης Παλαιολόγος μὲ τοὺς δύο γιούς του; Δὲν σκοτώθηκαν χθὲς στὴ μάχη; Μακάρι νὰ εἴχαμε πεθάνει μαζί τους. Ὡστόσο, αὐτὴ ἡ ὥρα εἶναι ἀρκετὴ γιὰ ἐμᾶς. Ἂς μὴν ἁμαρτάνουμε πιά. Ποιός γνωρίζει τὰ ὅπλα τοῦ διαβόλου, καὶ ἂν μέναμε ἐδῶ, δὲν θὰ τραυματιζόμασταν ἀπὸ τὰ δηλητηριώδη βέλη του; Τὸ στάδιο εἶναι τώρα ἕτοιμο. Στὸ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ σταυρώθηκε γιὰ ἐμᾶς, πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἂς πεθάνουμε κι ἐμεῖς, ὥστε μαζί Του νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐλογίες Του».
Τὸ θάρρος τῶν νέων ἐνισχύθηκε ἀπὸ αὐτὰ τὰ συναισθήματα καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν. Στὸν Δήμιο εἶπε:
«Ἐκτελέστε τὶς ὁδηγίες σας, ξεκινῶντας ἀπὸ τοὺς νέους».
Συμμορφούμενος μὲ τὸ αἴτημα, ὁ δήμιος ἀποκεφάλισε τοὺς νέους, ἐνῷ ὁ μεγάλος δούκας στεκόταν δίπλα καὶ μουρμούριζε:
«Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε» καὶ «Εἶσαι δίκαιος, Κύριε».
Στὴ συνέχεια μίλησε στὸν Δήμιο:
«Ἀδελφέ, δῶσε μου λίγο χρόνο νὰ μπῶ μέσα καὶ νὰ προσευχηθῶ».
Ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι σὲ ἐκεῖνο τὸ μέρος. Ἀφοῦ τοῦ δόθηκε ἡ ἄδεια, μπῆκε μέσα καὶ προσευχήθηκε. Στὴ συνέχεια, καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ παρεκκλησίου - τὰ σώματα τῶν γιῶν τοῦ ἐξακολουθοῦσαν νὰ τρέμουν ἐκεῖ - καὶ πρόσφερε, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, μιὰ δοξολογία στὸν Θεό, τὸ κεφάλι του κόπηκε. Ὁ δήμιος μάζεψε τὰ κεφάλια καὶ ἐπέστρεψε στὸ συμπόσιο, παρουσιάζοντάς τα στὸ αἱμοδιψὲς θηρίο. Εἶχε ἐγκαταλείψει τὰ σώματα ὅπου ἦταν γυμνὰ καὶ ἄταφα.
Ὁ Μωάμεθ ἔστειλε τοὺς ἀρχηγοὺς εὐγενῶν καὶ τοὺς ἀξιωματούχους τοῦ παλατιοῦ ποὺ εἶχε ἐξαγοράσει στὸν Ἐκτελεστή, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης σφαγιάστηκαν. Ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους, ἐπέλεξε τὶς ὄμορφες κοπέλες καὶ τὰ ὄμορφα ἀγόρια καὶ τὰ ἐμπιστεύτηκε στὴν προσεκτικὴ φροντίδα τοῦ ἀρχιευνούχου.
Προηγούμενη ενότητα
Επόμενη ενότητα