Μάθημα 5

Μελετώντας τον Βίο του Αγίου Θεοδώρου Στρατηλάτη 

Μελετώντας τον Βίο του Αγίου Θεοδώρου Στρατηλάτη


O Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης


     Ο Ἅγιος Θεόδωρος ἔζησε περίπου το 320 μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Λικίνιος. Καταγόταν ἀπό τά Εὐχάϊτα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλά κατοικοῦσε στήν Ηράκλεια τοῦ Εὔξεινου Πόντου, ἀσκώντας τό ἐπάγγελμα τοῦ στρατιωτικού. Ἦταν ἄνδρας μέ χριστιανικές ἀρχές καί εἶχε τόσο μεγάλη μόρφωση, πού ὅλοι τόν ἐκτιμοῦσαν καί τόν θαύμαζαν. Ἀκόμη καί ὁ αὐτοκράτορας, ἐπειδή τόν συμπαθοῦσε, τοῦ ἔδωσε τήν Ηράκλεια, γιά νά τήν διοικεῖ, χωρίς βέβαια να γνωρίζει πώς ἦταν Χριστιανός. Τότε ὁ Θεόδωρος ἄρχισε νά κηρύττει τόν Χριστό στούς εἰδωλολάτρες τῆς πόλης του καί μέ τή θερμή κατήχηση πού τούς ἔκανε, πολλοί πίστευαν καί βαπτίζονταν καθημερινά, μέχρι πού ὁλόκληρη ἡ πόλη κόντευε νά γίνει χριστιανική.

  

   Μόλις ὁ αὐτοκράτορας ἔμαθε πώς ὁ ἀγαπημένος του στρατηλάτης ἦταν Χριστιανός, λυπήθηκε πολύ, ἀλλά προτίμησε νά τοῦ δώσει μιά εὐκαιρία. Γι' αὐτό τοῦ ἔστειλε μιά ἐπιστολή μέ κάποιους αξιωματούχους του καί τόν προσκαλοῦσε στη Ρώμη, γιά νά θυσιάσουν μαζί στά εἴδωλα, ἔτσι ὥστε νά τούς μιμηθεῖ ὁ λαός καί νά λατρεύει τούς θεούς.

Ο Θεόδωρος τότε κατάλαβε πώς ἦρθε ἡ ὥρα νά ὁμολογήσει τήν πίστη του. Ετσι, ἔστειλε μιά ἐπιστολή στόν αὐτοκράτορα καί τόν καλοῦσε νά πάει ἐκεῖνος στήν Ηράκλεια καί νά φέρει μαζί του τά εἴδωλα τῶν μεγαλύτερων θεῶν, γιά νά κάνουν ἐκεῖ τή θυσία. Αὐτό τό ἔκανε γιά να μαρτυρήσει στην πατρίδα του, ἀλλά καί γιά νά ἐνθαρρύνει τους Χριστιανούς μέ τό μαρτύριό του.

Χαρούμενος ὁ Λικίνιος ξεκίνησε μέ τή συνοδεία του γιά τήν πόλη τοῦ Θεόδωρου παίρνοντας μαζί του τά ὁλόχρυσα εἴδωλα τῶν θεῶν. Λίγο, ὅμως, πρίν φτάσει ὁ αὐτοκράτορας, ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε μέ πίστη στό Θεό:

- Χριστέ μου, δῶσε μου θάρρος νά ὁμολογήσω τό ὄνομά Σου καί νά μή δειλιάσω μπροστά στό θυμό τοῦ βασιλιά.


Ὕστερα φόρεσε τη στρατιωτική του στολή καί βγῆκε νά τόν ὑποδεχτεί:


- Χαῖρε, μεγάλε αὐτοκράτορα!
- Χαῖρε κι ἐσύ, Θεόδωρε!

Τότε ὁ Ἅγιος παρέλαβε τά εἴδωλα στό σπίτι του μέχρι τήν ἑπόμενη μέρα πού θά γινόταν ἡ θυσία.

Τὁ ἴδιο βράδυ ἔσπασε τά χρυσά ἀγάλματα σέ μικρά κομμάτια καί τά μοίρασε στούς φτωχούς. Μόλις ξημέρωσε, ὁ αὐτοκράτορας κάλεσε τό Θεόδωρο να κάνει τή θυσία στην πλατεία τῆς πόλης μπροστά στό πλῆθος. Ὅμως παρουσιάστηκε ἕνας έκατόνταρχος καί εἶπε στον Λικίνιο:


- Μεγάλε βασιλέα, ὁ Θεόδωρος σέ ἐξαπάτησε. Τόν εἶδα νά χαρίζει στούς φτωχούς, κομμάτια ἀπό τούς ὁλόχρυσους θεούς μας.


̔
Ο αὐτοκράτορας κοίταξε ἄφωνος τόν Ἅγιο 
κι ἐκεῖνος ἀπάντησε μέ θάρρος:

- Βασιλέα μου, ἄν οἱ θεοί πού πιστεύεις ἦταν ἀληθινοί, θά προστάτευαν τόν ἑαυτό τους, ἀλλά θά τιμωροῦσαν κι ἐμένα γιά τό κακό πού τούς ἔκανα. Όμως ἔγιναν συντρίμμια, ἐπειδή ἦταν ἁπλά ἀγάλματα, φτιαγμένα ἀπό χρυσάφι. Μήν εἶσαι ἀνόητος καί λατρεύεις ἄψυχα εἴδωλα. Λάτρεψε μονάχα τόν Χριστό!


Εξοργισμένος ὁ αὐτοκράτορας διέταξε να βασανίσουν τό Θεόδωρο. Αμέσως δυό στρατιῶτες τόν ἔδεσαν καί ἄρχισαν νά τόν μαστιγώνουν μέ μαστίγια. Ἔπειτα του έκαναν το μαρτύριο πιο σκληρό. Όμως, ὁ Ἅγιος ὑπέμεινε τά βασανιστήρια εὐχαριστώντας τό Θεό, πού τοῦ ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά ὁμολογήσει τό ὄνομά Του.

Ὕστερα ἀπό αὐτά τόν πήρανε καί τόν κλείσανε σ' ἕνα σκοτεινό κελί τῆς φυλακῆς ἀφήνοντάς τον νηστικό καί ἀπεριποίητο.

Παρόλα αυτά, μέ τήν Χάρη του Θεοῦ, ὁ  Ἅγιος κατάφερε ὄχι μόνο νά ζήσει μέσα στή φυλακή, ἀλλά νά πάρει κουράγιο καί δύναμη συνεχίζοντας μέ περισσότερο θάρρος τήν ὁμολογία του γιά τόν Χριστό. Γι ̓ αὐτό καί ὁ αὐτοκράτορας ἔδωσε ἀμέσως ἐντολή νά σταυρώσουν τό Θεόδωρο σάν τόν Ιησού Χριστού, τόν Ὁποῖο τόσο λάτρευε. Ἔτσι τόν πήρανε οἱ στρατιῶτες καί τόν κάρφωσαν σ' ἕνα ξύλινο σταυρό, για να υποφέρει. Τότε τρύπησαν μέ ἕνα σίδερο, ἐνῶ κάποια φανατισμένα παιδιά, πού παρευρίσκονταν ἐκεῖ, στόχεψαν μέ τά βέλη τους.


Μόλις νύχτωσε, τόν ἐγκατέλειψαν πάνω στο σταυρό…


Όμως, ἐκεῖνο τό βράδυ Ἄγγελος Κυρίου ξεκάρφωσε καί ξεκρέμασε τόν Ἄγιο.

Συγχρόνως τοῦ θεράπευσε ἐντελῶς τίς πληγές καί τοῦ εἶπε:


- Χαῖρε, Θεόδωρε, γενναῖε στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος εἶδε τό θάρρος καί τήν πίστη σου, γι ̓ αὐτό καί θά σέ ἀνταμείψει μέ τό ἀκριβότερο δῶρο. Αὔριο θά λάβεις τό ἀμάραντο στεφάνι τοῦ Παραδείσου.

Αμέσως ὁ Μάρτυρας ἄρχισε νά δοξολογεῖ τό Θεό, πανευτυχής γιά τό μήνυμα πού τοῦ ἀνήγγειλε ὁ Ἄγγελος.

Τὁ ἑπόμενο πρωί ὁ αὐτοκράτορας πρόσταξε δύο ὑπηρέτες του, τόν ̓Αντιόχιο καί τόν Πατρίκιο, νά πᾶνε νά ξεκρεμάσουν τό σῶμα τοῦ ̔Αγίου καί νά τό ρίξουν στή λίμνη, γιά νά μή τό βροῦν καί τό πάρουν οἱ Χριστιανοί.


Ὅμως ἕνας φανατικός εἰδωλολάτρης, στρατιώτης, πῆγε στόν αὐτοκράτορα καί τοῦ εἶπε πώς ὅλη ἡ Ηράκλεια ἔγινε χριστιανική πόλη ἐξαιτίας τοῦ Θεοδώρου.

Γι' αὐτό πῆρε ἄδεια νά πάει μέ μερικούς ἄλλους στρατιῶτες καί νά τόν σκοτώσουν.

Αμέσως ἔφτασαν στον τόπο καί βρήκανε τόν Ἄγιο νά διδάσκει τό πλῆθος.


Τότε ὁ Θεόδωρος παρακάλεσε τούς πιστούς νά μήν ἐμποδίσουν τούς δήμιους νά κάνουν τη δουλειά τους καί ζήτησε να θάψουν τό σῶμα του στήν πατρίδα του.

Ἔτσι, ἔσκυψε γενναῖα καί τόν ἀποκεφάλισαν.
Μετά τό θάνατο τοῦ Μεγαλομάρτυρα οἱ Χριστιανοί ἔθαψαν τό λείψανό του στά Εὐχάϊτα μέ πολλές τιμές.

Από ἐκείνη τή μέρα ἄρχισαν νά γίνονται πολλά θαύματα καί ὁ Ἄγιος παρουσιάστηκε άρκετές φορές πάνω στό ἄλογό του μέ τή στρατιωτική του στολή, γιά νά ἐνισχύσει τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν.

Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ κάθε χρόνο τή μνήμη τοῦ ̔Αγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτη στις 8 Φεβρουαρίου.