
Μάθημα 3
Μια Αγία μητέρα
Μια Αγία μητέρα

Η Αγία Σοφία και οι θυγατέρες της
Πίστη, Αγάπη και Ελπίδα

Ἡ Αγία Σοφία καταγόταν ἀπὸ μεγάλη πόλη τῆς Ἰταλίας, ἐπίσημο γένος καὶ ἦταν Χριστιανὴ εὐσεβεστάτη. Ἀπὸ τή νεότητά της έχασε τὸν σύζυγό της κι ἔμεινε χήρα μὲ τρεῖς μικρὲς θυγατέρες, ποὺ ἀνέτρεφε μὲ πολλὴ εὐσέβεια στὴν χριστιανική πίστη. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ ὀνόματα ποὺ τοὺς ἔδωσε κατὰ τὴ βάπτισή τους: Πίστη, Ἐλπίδα καὶ Ἀγάπη.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ βασίλευε στὴ Ρώμη ὁ Ἀδριανὸς (117-138 μ.Χ.) καὶ οἱ Χριστιανοὶ διώκονταν ἀπὸ τὸν εἰδωλολάτρη βασιλιά. Τότε, ἀπὸ κάποια ανάγκη ἡ Σοφία μετακινήθηκε μὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της στὴ Ρώμη. Ἐκεῖ ζοῦσε ζωὴ ἐνάρετη καὶ δίδασκε τὶς κόρες της νὰ ἔχουν φόβο Θεοῦ καὶ νὰ στολίζονται μὲ τὶς ἀρετὲς ποὺ καλλιεργεῖ ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία.
Δὲν ἄργησαν, ὅμως, νὰ γίνουν γνωστὰ στοὺς διώκτες τὰ χριστιανικὰ φρονήματα τῆς ἁγίας οἰκογένειας καὶ ὁ ἀσεβὴς ἐπιστάτης τῆς Ρώμης Ἀντίοχος ἀνέφερε στὸν βασιλιὰ ὅτι στὴν πόλη βρίσκεται μιὰ οἰκογένεια χριστιανική, ποὺ περιφρονεῖ τοὺς θεοὺς καὶ ἀψηφᾶ τὶς βασιλικὲς διαταγές. Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἀδριανός, μὲ πολὺ θυμὸ διέταξε νὰ φέρουν μητέρα καὶ θυγατέρες μπροστά του. Μόλις ἄκουσαν αὐτὲς ὅτι ἔρχονται νὰ τὶς συλλάβουν χάρηκαν κι ἐτοιμάστηκαν μὲ προθυμία νὰ παρουσιαστοῦν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους.
Μπροστὰ στὸν δικαστὴ εἶχαν ἕνα ἦθος ποὺ συνδύαζε τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴ σεμνότητα μὲ τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία ποὺ τοὺς ἔδινε ἡ συνεχὴς ἀναφορά τους μὲ τὴν προσευχὴ πρὸς τὸν οὐράνιο Νυμφίο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ δικαστής, βλέποντας ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ πρόσωπα σεμνά, στολισμένα μὲ ἀρετές, ὅπως ἔδειχνε ὅλο τὸ παρουσιαστικό τους, ἄρχισε τὴν ἐξέταση μὲ πολλὴ ἠρεμία.
– Γυναίκα, ἔχεις χαρίσματα μεγάλα καὶ φύσεως καὶ γνώμης. Γι' αὐτὸ εἶναι μεγάλο ἁμάρτημα να καταφρονεῖς τὴν πατροπαράδοτη θρησκεία καὶ τὰ προστάγματα τῶν βασιλέων. Τάραξες τὴ Ρώμη μὲ τὶς διδασκαλίες σου κατὰ τῶν θεῶν καὶ δίχασες τοὺς κατοίκους της. Πές μου τὴν πατρίδα σου, τὸ γένος, τ' ὄνομα καὶ τὴ θρησκεία σου.
– Πατρίδα μου εἶναι ἡ Ἰταλία, οἱ γονεῖς μου ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ἄρχοντες τῆς χώρας. Ὀνομάζομαι Σοφία, ἀλλὰ πάνω ἀπ' ὅλα χαίρομαι νὰ ὀνομάζομαι Χριστιανή, δούλη Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖον ἀφιερώθηκα καὶ ἀφιέρωσα καὶ τὰ τρία τέκνα μου. Στὴ Ρώμη μᾶς ἔφερε ὁ πόθος νὰ ὁμολογήσουμε τὸν Χριστὸ καὶ εἴμαστε ἔτοιμες νὰ βασανιστοῦμε μέχρι θανάτου γι' Αὐτόν, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του.
Ὁ δικαστής θαύμασε τὴν παρρησία τοῦ λόγου της κι ἐξέτασε καὶ τὰ παιδιά. Ἐπειδή, ὅμως, τὴν ἴδια παρρησία καὶ θάρρος βρῆκε καὶ στὶς κόρες, τὶς ἀνέθεσε ὅλες σὲ μιὰ εἰδωλολάτρισσα ἀρχόντισσα, τὴν Παλλαδία, νὰ τὶς κατηχήσει στὴν εἰδωλολατρία καὶ σὲ τρεῖς μέρες νὰ τὶς φέρει πάλι μπροστά του. Στὸ διάστημα αὐτὸ τῶν τριῶν ἡμερῶν ἡ Αγία Σοφία δίδασκε καὶ δυνάμωνε τις κόρες της νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν πειρασμὸ τοῦ μαρτυρίου.

– Ἐγώ, τέκνα μου, τοὺς ἔλεγε, σᾶς γέννησα κατὰ σάρκα, ἀλλὰ σᾶς ἀνάθρεψα καὶ στὸ πνεῦμα, σᾶς στόλισα μὲ τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ σᾶς ὅπλισα μὲ νουθεσίες καὶ ἄσκηση ἀρετῶν, σᾶς ἔδωσα ἀκόμα καὶ τὸ παράδειγμα τῆς δικῆς μου διαγωγῆς, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ διεξάγετε ἕναν τέτοιο πόλεμο. Νὰ ποὺ τώρα ὁ διάβολος ἀρχίζει ἕναν πόλεμο ἐναντίον μας, ὅπου θὰ χρειαστείτε τὶς συμβουλές μου. Προσέχετε, παιδιά μου, μήπως τὰ πρόσκαιρα βάσανα νικήσουν τὴν πνευματικὴ προετοιμασία τόσων χρόνων. Φοβᾶμαι τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας σας. Ἐσεῖς, παιδιά μου, ἔχετε τὸ θάρρος στὸν Χριστὸ κι Αὐτὸς θὰ σᾶς δώσει τέτοια δύναμη ποὺ κανεὶς δὲν θὰ σᾶς νικήσει. Χαρίστε, τέκνα μου, δύναμη στὰ γηρατειά μου καὶ μὲ τὴ χαρὰ ποὺ θὰ μοῦ δώσετε θὰ μὲ κάνετε νὰ μάχομαι μὲ δύναμη νεανική. Φυλάξετε ὡς τὸ τέλος τὴν ὁμολογία ἀνίκητη καὶ θὰ στεφανωθεῖτε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ δόξα καὶ ἀπόλαυση ἀνεκδιήγητη στὴ Βασιλεία Του. Εἶναι μεγάλη σοφία ν' ἀνταλλάξει κανεὶς μικρές καὶ πρόσκαιρες χαρὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς μὲ τὰ μεγάλα καὶ αἰώνια ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐξαγοράσει μὲ λίγο αἷμα τὴν οὐράνια Βασιλεία.
Οἱ εὐλογημένες θυγατέρες της τῆς ἔλεγαν:
– Ἐσύ, μητέρα μας, ὅπως μᾶς στήριξες μὲ τὶς νουθεσίες σου, ἔτσι δυνάμωσέ μας καὶ μὲ τὶς ἱερὲς προσευχές σου. Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε, «ὅταν βρεθεῖτε μπροστὰ σὲ δικαστήρια βασιλέων, νὰ μὴ προμελετᾶτε πῶς θὰ ἀπολογηθεῖτε», γιατὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς δώσει σοφία, γιὰ νὰ κατατροπώσετε τὴν ἀσέβεια.
Ὅταν πέρασαν οἱ τρεῖς μέρες ἔφεραν τὶς κοπέλες μόνες τους μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα. Φαντάστηκε, ὁ ἀνόητος, ὅτι μόνα τους τὰ κορίτσια θὰ λυγίσουν εύκολότερα. Τοὺς ἔλεγε, λοιπόν:
– Βλέπω, κοπέλες μου, τὸ κάλλος τοῦ σώματός σας καὶ τὸ εὐγενικό σας ἦθος καὶ πιστεύω ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι μόνο δῶρα τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ κάποιας χάρης θεϊκῆς, γιὰ νὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ θαυμάζουν τὴ δύναμη τῶν θεῶν. Γι' αὐτὸ κὶ ἐγὼ μὲ τὴν πατρική μου ἀγάπη, σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴν ἀγνοήσετε τὴ συμβουλή μου. Νὰ συλλογιστεῖτε καὶ τὴ γεροντικὴ ἡλικία τῆς μητέρας σας ποὺ θὰ βασανίζεται νὰ σᾶς βλέπει νὰ παθαίνετε αὐτὰ ποὺ θὰ πάθετε, ἂν δὲν πεισθεῖτε. Λυπηθεῖτε τὰ νιάτα σας καὶ τὴν ὀμορφιά σας, ποὺ τώρα τὰ θαυμάζω κι ἐγὼ, ἀλλὰ θὰ ἀναγκαστῶ νὰ σᾶς βασανίσω. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα σας νὰ χαίρεστε καὶ νὰ ἀπολαύσετε πλοῦτο καὶ δόξα βασιλική, ἀλλιῶς θὰ τὰ χάσετε ὅλα καὶ μὲ πικρότατα βάσανα θὰ πᾶτε στὴν ἀπώλεια.
Οἱ θυγατέρες τῆς Σοφίας ἀπάντησαν στὸν τύραννο:
– Ἐμεῖς, δικαστά, οὔτε τὰ ταξίματα δεχόμαστε, οὔτε τὶς ἀπειλές σου ὑπολογίζουμε, γιατί περιφρονοῦμε τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ κι ἐπιθυμοῦμε τὰ οὐράνια. Τὴν ἀπειλή σου ὅτι θὰ βασανίσεις τη μητέρα μας νὰ ξέρεις ὅτι, ὅταν τὴν πραγματοποιήσεις, θὰ μᾶς χαροποιήσεις, κι ἐμᾶς κι ἐκείνη, γιατὶ τίποτε δὲν εἶναι γλυκύτερο για τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὸ νὰ πάσχουν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μὴν ἀπατᾶσαι, λοιπόν, ὅτι μὲ κολακείες ἢ μὲ ἀπειλὲς θὰ μᾶς ἀλλάξεις τὴ γνώμη. Τότε μόνο θὰ μᾶς λυπήσεις, ἂν, βλέποντας τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας μας, δὲν μᾶς βασανίσεις σκληρότατα.
Τότε ὁ τύραννος σκέφτηκε νὰ ξεχωρίσει τὶς κοπέλες μία-μία, γιατί πίστευε πὼς ἔτσι θὰ τὶς νικήσει εὐκολότερα. Κάλεσε λοιπὸν τὴ μητέρα τους καὶ ρώτησε νὰ μάθει τὴν ἡλικία τους. Ἐκείνη ἀποκρίθηκε ὅτι πρώτη εἶναι ἡ Πίστις, δώδεκα ἐτῶν, δεύτερη ἡ Ἐλπίς, δέκα ἐτῶν καὶ μικρότερη εἶναι ἡ Ἀγάπη, ἐννέα ἐτῶν. Ἔφερε ὕστερα πρώτη τὴν Πίστη καὶ τὴν παρακινοῦσε νὰ θυσιάσει στὴν Ἄρτεμη. Ἡ Πίστη, ὅμως, ἔδειξε με θάρρος τὴν περιφρόνησή της πρὸς τὴν εἰδωλολατρική θρησκεία:

– Δὲν φτάνει ποὺ εἶστε ἐσεῖς τυφλωμένοι ἀπ' τὸν σατανᾶ, ἀλλὰ ἀναγκάζετε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ σᾶς ἀκολουθοῦν στὴν ἀπώλεια. Ποιός γνωστικὸς ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἀληθινό Θεό, τὸν Ποιητή οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ νὰ πιστεύει γιὰ θεοὺς αὐτοὺς ποὺ κατασκευάζουν οἱ ἄνθρωποι; Κάνε ὅ,τι θέλεις. Προτιμότερο εἶναι νὰ πάθει κανεὶς ἄπειρα βάσανα, παρὰ νὰ πέσει σὲ τόση ἀγνωσία.
Ὁ τύραννος ἐξεμάνη ἀπὸ τὸν θυμό του μπροστὰ στὸ τόσο θάρρος τῆς μικρῆς μάρτυρος καὶ διατάσσει νὰ τὴ γυμνώσουν καὶ νὰ τὴ ραβδίσουν ἀλύπητα. Ἐκεῖ φάνηκε ἡ ἀνδρεία τῆς Μάρτυρος· ἐνῶ δερνόταν ἄσπλαχνα, φαινόταν πρόσχαρη καὶ παρὰ τὰ χτυπήματα δὲν φαινόταν καμιὰ πληγὴ στὸ σῶμα της. Διέταξε τότε νὰ τῆς κόψουν τοὺς δύο μαστοὺς καὶ τότε εἶδαν καὶ τὸ δεύτερο θαῦμα: ἀντὶ νὰ ρεύσει αἷμα, ἔρρευσε γάλα χωρὶς νὰ νιώσει κανέναν πόνο ἡ Μάρτυς. Ἀπογοητευμένος ὁ τύραννος διατάσσει νὰ τὴ ρίξουν σὲ πυρακτωμένη σχάρα, γιὰ νὰ καεῖ· ἡ Μάρτυς, ὅμως, φαινόταν σὰν νὰ ἀναπαυόταν σὲ δροσερὸ λιβάδι.
Ἔξαλλος ἀπὸ τὸν θυμὸ καὶ τὴ ντροπὴ γιὰ τὴν ἧττα του ὁ τύραννος διατάσσει νὰ τὴ ρίξουν σὲ πυρακτωμένο τηγάνι, ὅπου ἡ μάρτυς φαινόταν πάλι ἀτάραχη. Κι ἐπειδὴ δὲν εὕρισκε ἄλλη ὀδυνηρή τιμωρία ὁ τύραννος, ἔβγαλε τὴν ἀπόφαση τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ της. Αὐτή, μόλις τὸ ἄκουσε, γέμισε χαρά μέσα της καὶ μήνυσε στὴ μητέρα της νὰ εὔχεται καὶ οἱ ἄλλες ἀδελφές της νὰ τελειώσουν τὸ στάδιο τοῦ μαρτυρίου καὶ νὰ ὑπομείνουν ὡς τὸ τέλος τὴν ὁμολογία τῆς πίστης τους στὸν Χριστό.
Ὅταν πῆραν τό μήνυμα ἡ μητέρα καὶ οἱ ἀδερφές ἔτρεξαν νὰ τὴν ἀποχαιρετίσουν. Καὶ ἀφοῦ τήν εἶδαν καὶ ἄκουσαν τὶς συμβουλές της, πῆραν περισσότερο θάρρος καὶ τὴν παρακάλεσαν νὰ δεηθεῖ στὸν Δεσπότη Χριστὸ νὰ τὶς ἀξιώσει κι αὐτὲς νὰ βαδίσουν σταθερὰ τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Ἡ Αγία Σοφία εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ, γιατὶ τὴν ἀξίωσε νὰ δεῖ τὸν καρπὸ τῆς κοιλιᾶς της θυσία ἄμωμο στον Πλάστη τους καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ τὴν ἀξιώσει να γίνει μητέρα τριῶν μαρτύρων καὶ ὄχι μιᾶς.
Τὴν ὥρα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κατεβάσει ὁ δήμιος τὸ σπαθὶ στὸ κεφάλι τῆς Μάρτυρος, ἡ Αγία Σοφία ζήτησε λίγη προθεσμία, γιὰ νὰ πεῖ τὰ τελευταῖα λόγια πρὸς τὴν κόρη της.
– Ἐγώ, τῆς ἔλεγε, πόνεσα νὰ σὲ γεννήσω καὶ κόπιασα νὰ σὲ φέρω σ' αὐτὴν τὴν ἡλικία. Τώρα ἀνταμείβομαι διπλὰ γιὰ τοὺς πόνους καὶ τοὺς κόπους μου. Ὅπως μὲ τίμησες μὲ τὴν ὑπομονή σου στο μαρτύριο ἔτσι νὰ πᾶς στὸν Νυμφίο σου, λουσμένη στὰ μαρτυρικὰ αἵματα, τὰ ὁποῖα ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι τὰ εὐωδέστερα κρίνα.

Μ' αὐτὰ τὰ λόγια ἡ Μάρτυς Πίστις ἔκλινε τὸ κεφάλι στον δήμιο καὶ ἀποκεφαλίστηκε.
Μετὰ τὴν τελείωση τῆς Πίστεως ὁ τύραννος ἔφερε μπροστά του τὴν Ἐλπίδα κι ἄρχισε νὰ τῆς μιλεῖ ἥμερα καὶ δῆθεν στοργικά.
– Δέξου, τέκνο μου, νὰ προσκυνήσεις τὴ μεγάλη Ἀρτέμιδα.
Ἡ Ἐλπίς, ὅμως, τοῦ ἀπάντησε μὲ ἀπροσδόκητη γενναιότητα:
– Δὲν βεβαιώθηκες ὅτι ἐκείνη ποὺ βασάνισες καὶ σκότωσες ἦταν γνήσια ἀδερφή μου; Ὅπως δοκίμασες καὶ κατάλαβες τὴ γνώμη ἐκείνης ἔτσι νὰ γνωρίσεις καὶ τὴ δική μου. Δὲν ὑπάρχει τίποτε, οὔτε χαρμόσυνο οὔτε λυπηρὸ ποὺ θὰ μπορέσει νὰ μοῦ ἀλλάξει γνώμη.
Μὲ πολὺ θυμὸ τότε ὁ τύραννος διατάσσει νὰ τὴ γυμνώσουν καὶ νὰ τὴ μαστιγώσουν. Ἐπειδή, ὅμως, πολὺ ἄνετα ὑπέμενε ἡ δεκάχρονη μάρτυς τὸ μαστίγωμα, τὴν ἔριξε σὲ πυρακτωμένο καμίνι, ὅπου ὁ Θεὸς πάλι τὴ φύλαξε καὶ ἡ φωτιὰ οὔτε τὴν ἄγγιξε. Τότε διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ νὰ τὴν ξεσχίζουν μὲ σιδερένια νύχια. Τὴν ὥρα ποὺ τὴν ξέσχιζαν, τὸ πρόσωπό της άστραψε σὰν τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα της ἔβγαινε μιὰ ὑπέροχη εὐωδία. Μάλιστα, μὲ ἤρεμο πρόσωπο ἔλεγε πρὸς τὸν τύραννο:
– Νομίζεις, ταλαίπωρε, πώς μὲ τὰ βάσανα θὰ κάμψεις τὴ δύναμη τῆς ὑπομονῆς μου; Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ θὰ σὲ ἀποδείξω ἀδύνατο καὶ νικημένο στὸν πόλεμο ποὺ ἄνοιξες μ' ἕνα ἀνήλικο κορίτσι, ποὺ δὲν εἶχε ἄλλη βοήθεια ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δύναμη ἐξ ὕψους.
Ὁ ἀναίσθητος τύραννος ἐλπίζει ἀκόμη καὶ διατάσσει νὰ ρίξουν τὸ κοριτσάκι σ' ἕνα καζάνι χάλκινο γεμᾶτο ρετσίνι καὶ πίσσα ποὺ κόχλαζαν. Τὸ καζάνι, ὅμως, ἔλιωσε ἀπ' τὴ φωτιὰ καὶ χύθηκαν ἔξω οἱ πίσσες καὶ κατέκαψαν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες δημίους. Ἀπελπισμένος ὁ τύραννος ἔβγαλε καὶ γιὰ τὴ μακαρία Ἐλπίδα τὴν ἀπόφαση θανάτωσης, ποὺ ἡ Μάρτυς δέχτηκε μὲ χαρά. Ὅταν τὴν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης εἶδε τὸ λείψανο τῆς ἀδερφῆς της κὶ ἔπεσε πάνω του μὲ πόθο καὶ τὸ φιλοῦσε μὲ χαρὰ, γιατὶ σὲ λίγο ἐπρόκειτο νὰ τὴν ἀνταμώσει μέσα στὴ μεγάλη χαρὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ.
Ἀφοῦ ἀποκεφάλισε καὶ τὴν Ἐλπίδα αἰσθάνθηκε μεγάλη λύπη ὁ τύραννος, γιατὶ ὡς ἐκείνην τὴν ὥρα εἶχε νικηθεῖ ἀπὸ μικρὰ καὶ ἀδύναμα κοριτσάκια. Ἔφερε, λοιπόν, μπροστά του τὴν ἐννιάχρονη Αγάπη καὶ ἄρχισε κι αὐτὴ νὰ τὴν κολακεύει καὶ νὰ τὴν καλοπιάνει, γιὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Η μακαρία Αγάπη, ὅμως, τοῦ ἀπάντησε ἀγέρωχα:
– Μὴ σὲ πλανᾶ ἡ ἡλικία μου καὶ μὴν ἐλπίζεις ὅτι θὰ μὲ καταφέρεις μὲ τὶς κολακεῖες σου. Θὰ μὲ δοκιμάσεις καὶ θὰ δεῖς ὅτι κὶ ἐγὼ εἶμαι κλωνάρι ἐκείνης τῆς ρίζας, ὅπως καὶ οἱ ἀδερφές μου ποὺ τὶς δοκίμασες καὶ σὲ ἔκαναν περιγέλαστο. Δὲν θὰ φανῶ κατώτερή τους στὴν ἀνδρεῖα, ἀλλὰ θὰ ὑπομείνω μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ μου τόσο περισσότερο ὅσο εἶμαι μικρότερη ἀπ' αὐτές.
Λυσσασμένος ἀπὸ τὴν ὀργή του ὁ τύραννος διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ νὰ τὴν μαστίζουν με λουριά δυνατὰ ποὺ τυλίγονταν γύρω στὸ κορμάκι της καὶ ἐξάρθρωναν τὰ μέλη της μὲ τὸ σφίξιμο. Μὲ τὴν ἴδια δύναμη, ὅμως, ποὺ βοήθησε τὶς αδερφές της βοήθησε κι αὐτὴν ὁ Χριστὸς καὶ γι' αὐτὸ δὲν αἰσθανόταν τοὺς πόνους ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Δοκίμασαν πάλι τὸ καμίνι, ποὺ τὸ ἔκαψαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Ἔδειξε τὸ πυρακτωμένο καμίνι στὴ μακάρια μικρὴ Ἀγάπη καὶ τῆς εἶπε ὁ κριτής:
– Πὲς μόνο ἕνα λόγο, πὼς εἶναι μεγάλη ἡ Ἄρτεμις, καὶ εἶσαι ἐλεύθερη νὰ πᾶς ὅπου θέλεις.
– Μὴ γένοιτο νὰ μολύνω τὴ γλῶσσα μου μὲ τέτοιον λόγο. Αὐτὴ ἡ γλῶσσα πρέπει να προφέρει μὲ καθαρότητα τὸ φοβερὸ ὄνομα τοῦ Ποιητοῦ κι ὄχι τὸ ἀκάθαρτο ὄνομα τῶν δαιμόνων.
Τότε διέταξε νὰ τὴ ρίξουν στὸ καμίνι, ἀλλὰ αὐτή, μόλις τὸ ἄκουσε, πήδηξε μόνη της μέσα. Μὲ τὴν εἴσοδο τῆς Ἀγάπης στὸ καμίνι σκόρπισε ἡ φωτιὰ κι ἔκαψε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς δημίους κι ἔκαψε σ' ἕνα μέρος κι αὐτὸν τὸν δικαστή, ἀλλὰ μέσα στὸ καμίνι ἡ μάρτυς στεκόταν ἀβλαβής. Τότε ὁ τύραννος ἔστειλε ὑπηρέτες νὰ τὴ βγάλουν, γιὰ νὰ τῆς κάνει ἄλλο βασανιστήριο. Αὐτοὶ ποὺ πῆγαν, ὅμως, νὰ τὴν πιάσουν εἶδαν γύρω της λευκοφορεμένους νεανίες μὲ ἀστράπτουσα ὡραιότητα καὶ ὅσοι ἀπ' τοὺς ὑπηρέτες ἅπλωσαν το χέρι τους, γιὰ νὰ πιάσουν τὴν Ἁγία, ἔπαθαν παράλυση.
Ὁ πωρωμένος τύραννος δὲν συνετίστηκε ἀπὸ τὰ καταπληκτικὰ θαύματα ποὺ εἶδε, ἀλλὰ διέταξε να καρφώνουν τὸ σῶμα τῆς μάρτυρος μὲ μυτερά καρφιά. Ὁ Κύριος, ὅμως, ποὺ τὴ φύλαξε σώα ἀπὸ τὰ ἄλλα βάσανα, τὴ φύλαξε κι ἀπ' αὐτὸ καὶ δὲν φαινόταν οὔτε ἕνα τραῦμα ἐπάνω της. Επιτέλους ἀπελπίστηκε ὁ τύραννος καὶ μὲ τὴν ἐννιάχρονη μικρή, ἀλλὰ γενναία, Μάρτυρα κι ἔβγαλε καὶ γι' αὐτὴν τὴν ἀπόφαση τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ. Μὲ χαρὰ καὶ δοξολογίες πρὸς τὸν Θεὸ ἄκουσε καὶ ἡ μικρὴ τὴν ἀπόφαση:
– Σ' εὐχαριστῶ, Ἁγία Τριάς, γιατὶ μὲ ἀξίωσες κι ἐμένα να μπῶ στὸν οὐράνιο Νυμφῶνα σου σὰν τὶς Παρθενομάρτυρες ἀδερφές μου. Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, δῶσε νὰ ζήσει ἡ μητέρα μας μετὰ τὸν θάνατό μου, γιὰ νὰ φροντίσει γιὰ τὴν ταφή μας.

Καὶ ἡ μητέρα της, ἡ Αγία Σοφία, βλέποντάς την νὰ πηγαίνει σὰν ἀρνὶ πρὸς τὴ σφαγὴ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ποὺ τὴ δυνάμωσε στὸ μαρτύριο κι ἔλεγε σ' αὐτήν:
– Πήγαινε, παιδί μου, πρὸς τὸν Νυμφίο σου Χριστό, στὴν παντοτινὴ χαρά σου, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Βλέπω τοὺς Αγγέλους νὰ χαίρονται. Μακάρια εἶμαι ἐγὼ ποὺ μὲ τρεῖς θυγατέρες μου δόξασα τὸν Θεὸ καὶ τὶς προσέφερα ὡς δῶρα πολύτιμα στὴ Βασιλεία Του.
Ἔτσι ἔκλινε καὶ ἡ Ἀγάπη τὸ κεφαλάκι της καὶ τῆς τὸ ἔκοψε ὁ δήμιος. Μάζεψε ἡ μακαρία Σοφία τὰ λείψανα τῶν τριῶν θυγατέρων της καὶ τὰ φρόντισε μὲ τὴ βοήθεια καὶ ἄλλων Χριστιανῶν ποὺ ἔτρεξαν κοντά της. Οἱ δικαστὲς καὶ οἱ δήμιοι ἐξαφανίστηκαν καταντροπιασμένοι καὶ δὲν ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν Αγία Σοφία. Έτσι μπόρεσε νὰ κηδεύσει τὶς θυγατέρες της. Μετέφερε καὶ ἀπέθεσε τὰ λείψανά τους μέσα σὲ Εκκλησία ποὺ εἶχε χτίσει ἡ ἴδια προηγουμένως. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς εἶχαν τὰ λείψανα ὡς θησαυρὸ καὶ ἀπολάμβαναν καθημερινά θεραπεῖες ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ' αὐτά.
Τρεῖς ἡμέρες ἔζησε ἡ μαρτυρικὴ μητέρα μετὰ τὴν κήδευση τῶν θυγατέρων της. Ύστερα ἦρθε κι ἔπεσε πάνω στὸ κιβώτιο τῶν θείων λειψάνων καὶ ἔλεγε:
– Ὦ, βλαστήματα τῆς γαστρός μου, δεχτεῖτε τὴ μητέρα σας ἐκεῖ ποὺ βρίσκεστε.
Αὐτὰ εἶπε κι ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ὅπως ἦταν πεσμένη πάνω στὰ λείψανα παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της. Οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἦταν ἐκεῖ κατέθεσαν καὶ τὸ δικό της σῶμα μαζὶ μὲ τὰ σώματα τῶν τριῶν θυγατέρων της, γιὰ νὰ εἶναι καὶ στὸν θάνατο μαζὶ ὅπως ἦταν καὶ στὴ ζωὴ ἑνωμένες μὲ ἕνα φρόνημα. Ἔτσι ενωμένες πάλι στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ χαίρονται αἰώνια μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους ἀγάπησαν καὶ γιὰ τὸν Ὁποῖον θυσιάστηκαν.

Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα