Μάθημα 4 

Ο Αδάμ και η Εύα διώχνονται από τον Παράδεισο 

Ο Αδάμ και η Εύα διώχνονται από τον Παράδεισο


Καί εἶπε ὁ Θεός στο φίδι:

«Μιά καί τό 'κανες αὐτό, νά εἶσαι καταραμένο ἀνάμεσα σ᾿ ὅλα τά ζῶα τῆς γῆς. Θά σέρνεσαι μέ τό στῆθος καί τήν κοιλιά σου καί χῶμα θά τρῶς ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου. Θα βάλω ἔχθρα ἀνάμεσα σ᾿ ἐσένα καί στή γυναίκα καί ἀνάμεσα στούς ἀπογόνους σου καί στούς ἀπογόνους της. ῾Ο Ἄνθρωπος θά σοῦ πατήσει το κεφάλι καί σύ θά Τόν πληγώσεις στη φτέρνα».

Καί στή γυναίκα εἶπε:

«Θά πολλαπλασιάσω τίς λύπες σου καί τό στεναγμό σου. Μέσα σε λύπες θά γεννᾶς παιδιά, θά ἔχεις ἀνάγκη τόν ἄντρα σου καί ἐκεῖνος θά εἶναι ὁ ἀφέντης σου».


Καί στόν ἄντρα εἶπε:

«Επειδή ἄκουσες τά λόγια τῆς γυναίκας σου καί ἔφαγες ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό, καταραμένη νά εἶναι ἡ γῆ, καθώς θά τή δουλεύεις. Μέσα σε λύπες θὰ τρῶς ἀπό τά προϊόντα της όλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου. Θα βλασταίνει ἀγκάθια καί τριβόλια μπροστά σου καί θὰ τρῶς τό χορτάρι τοῦ ἀγροῦ. Μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θά τρῶς τό ψωμί σου, ωσότου, πεθαίνοντας, γυρίσεις στο χῶμα ἀπ᾿ ὅπου σέ πῆρα καί σ' έπλασα. Γιατί εἶσαι χῶμα καί στό χῶμα θά καταλήξεις».

Ο Θεός έκανε τότε χιτῶνες ἀπό πετσί γιά τόν ἄντρα καί τή γυναίκα καί τούς ἔντυσε μ' αὐτούς. Καί εἶπε ὕστερα:

«Νά, ὁ ἄνθρωπος ἔγινε σάν ἐμᾶς καί ξέρει τί εἶναι καλό καί τί είναι κακό. Λοιπόν, ποτέ δέ θ᾽ ἁπλώσει το χέρι του καί δέ θά φάει ἀπό τό Δέντρο της Ζωής, γιά νά ζήσει αἰώνια».

Ὕστερα ὁ Θεός έδιωξε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν κῆπο τῆς ᾿Εδέμ, γιά νά δουλεύει τό χῶμα ἀπ᾿ ὅπου εἶχε πλαστεί.

Τόν ἔβγαλε μακριά καί τόν ἐγκατάστησε ἀπέναντι ἀπό τόν Παράδεισο. Και ἔβαλε τά Χερουβείμ καί τό στριφογυριστό σπαθί τό πύρινο να φυλάνε τό δρόμο τοῦ Δέντρου τῆς Ζωῆς.