Μάθημα 11

Ο άσωτος

Ο άσωτος


Βλέπεις ετούτον τον ξενομερίτη που βόσκει τα γουρούνια; Ναι, αυτόν με τα σκισμένα βρωμισμένα ρούχα, με το κορμί το τόσο αδύνατο που φαίνονται τα κόκαλά του; Το βλέμμα του θολό, το στομάχι του πονάει από την πείνα. Πρόσεξες πώς εξεγέλασε τους υπηρέτες και κρυφοέφαγε το φαγητό των χοίρων, γιατί όχι γι' αυτόν, μα για τους χοίρους είναι τα χαρούπια;

 Λοιπόν, αυτός ο δούλος ήταν αρχοντόπουλο. Πατέρα είχε κι αδελφό και πλούτο κι όλα τα καλά, όσα μπορεί ο ανθρώπινος ο νους να βάλει. Μια μέρα, το μερίδιο από το βιος το πατρικό ο ίδιος εζήτησε να πάρει κι «όχι» δεν είπε ο καλός πατέρας του. Το παλικάρι, χωρίς να το καλοσκεφτεί, πήρε τον πλούτο του μαζί και ξεκινά μόνο του να πάει μακριά στην ξενιτιά. Κι εκεί ο άμυαλος ξόδεψε ασυλλόγιστα ό,τι είχε και δεν είχε. Κι έπεσε πείνα κείνους τους καιρούς, πείνα που δεν τη βάζει ο νους. Και το ίδιο το αρχοντόπουλο, ο γιος ο άσωτος, στερήθηκε και το ψωμί. Κι έγινε δούλος, που δουλειά του ήτανε γουρούνια να βοσκάει. Και βρέθηκε αυτό το καλομαθημένο να κλέβει, ναι, να κλέβει ξυλοκέρατα, για να συντηρηθεί. Και κάποια μέρα, εκεί που απελπισμένος ήτανε, ήρθε στα συγκαλά του.
 Θυμήθηκε το σπιτικό που εγκατέλειψε, πόση αγάπη είχε ο πατέρας του γι' αυτόν, πόσο κουτά κι ανόητα εξόδεψε το έχειν του. 

«Μα τι ζητώ εγώ μόνος μου σ' αυτή την ξένη γη;» εμονολόγησε. 

«Οι υπηρέτες μας στο σπίτι μου το πατρικό καλοπερνάν κι εγώ από την πείνα χάνομαι. Θα σηκωθώ, λοιπόν, θα πάω πίσω στον πατέρα μου, θα πέσω στα πόδια του και θα του πω: Πατέρα μου, πρώτα στον ουρανό και μπροστά σε σένα αμάρτησα. Δεν το αξίζω να ονομάζομαι παιδί σου. Μόνο σαν έναν δούλο πάρε με, που θα υπηρετώ το σπιτικό σου».

 Όπως το σκέφτηκε εκείνη την ευλογημένη ώρα, έτσι έκανε.
 Από μακριά τον είδε ο πατέρας να 'ρχεται και πρώτος έτρεξε αυτός στο γιο τον άσωτο. Αγκάλιασε σφιχτά το παλικάρι, το γέμισε φιλιά. Κι ο γιος με δάκρυα, συγγνώμη ζήταγε απ' τον ουρανό και στον πατέρα έλεγε πως 
δεν τ' αξίζει να ονομαστεί παιδί του.

 Και ο πατέρας διέταξε τους δούλους τη φορεσιά την πρώτη την ολόχρυση να φέρουν και να ντύσουν το παιδί του. 

«Και δαχτυλίδι να του βάλετε στο δάχτυλο, παπούτσια φέρτε του και το μοσχάρι το καλύτερο να σφάξετε, να φάμε όλοι να ευχαριστηθούμε. Τρανή γιορτή έχει το σπιτικό μου σήμερα. Ο ίδιος μου ο γιος πεθαμένος ήτανε κι αναστήθηκε! Βρέθηκε το παιδί μου το χαμένο!».
 Ετούτη την παραβολή είπε ο Ιησούς στον κόσμο, που μαγεμένος άκουγε. Κι ήθελε να τους δείξει πώς καταντάει ο άνθρωπος, τούτο το αρχοντόπουλο, σαν φύγει μακριά απ' τον Πατέρα, τον Θεό.

 Μα κι άλλο ήθελε να δείξει. Το τι χαρά έχουν οι ουρανοί σαν πει ο κάθε άνθρωπος -γιατί ο καθένας μας είναι αμαρτωλός- τη λέξη: «Ήμαρτον! Μετάνοιωσα!». Μα τι χαρά έχουν οι ουρανοί!

Λουκ. ιε', 11



Προηγούμενο μάθημα

Μάθημα 10