Μάθημα 13

Ὁ λόγος τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Ὁ λόγος τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου


Ἀκούγοντας ἐμεῖς στὴν Πόλη τὴν πελώρια κραυγὴ ποὺ ἔμοιαζε μὲ βρόντο μεγάλο τῆς θάλασσας, ἀναρωτιόμασταν τί νὰ ἦταν ἄραγε. Σὲ λίγο μάθαμε σίγουρα ὅτι γιὰ τὴν ἐπαύριο ὁ ἀμιρὰς ἑτοίμαζε πόλεμο ἐναντίον τῆς Πόλεως ἀπὸ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης, ὅσο πιὸ σφοδρὸ μποροῦσε. Ἐμεῖς, βλέποντας τόσο μεγάλο πλῆθος ἀσεβῶν —ὅπως μοῦ φάνηκε ἐμένα, ἦταν περίπου πεντακόσιοι πρὸς ἕναν, σὲ σχέση μὲ μᾶς—, ὅλες τὶς ἐλπίδες μας τὶς κρεμάσαμε στὸν Θεό. Διέταξε, λοιπόν, ὁ αὐτοκράτωρ τοὺς ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς καὶ μοναχούς, γυναῖκες καὶ παιδιά, μαζὶ μὲ τὶς ἅγιες καὶ σεπτὲς εἰκόνες καὶ τὰ ἅγια λείψανα, νὰ περιφέρονται μὲ δάκρυα στὰ τείχη τῆς Πόλεως καὶ νὰ ψάλλουν τὸ «Κύριε ἐλέησον», καὶ νὰ ἱκετεύουν τὸν Θεὸ νὰ μὴ μᾶς παραδώσει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας στὰ χέρια ἐχθρῶν ἀνόμων καὶ ἀποστατῶν καὶ πονηρότατων σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, ἀλλὰ νὰ μᾶς λυπηθεῖ, ὡς κληρονόμους τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ κλάματα ἐνθάρρυνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ ἀντισταθοῦν γενναῖα στὸν ἐχθρὸ τὴν ὥρα τῆς συμπλοκῆς. Ἐπὶσῆς, καὶ ὁ αὐτοκράτωρ στὸ ἴδιο ὀδυνηρὸ βράδυ τῆς Δευτέρας, ἀφοῦ μάζεψε τοὺς πάντες, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενους, δήμαρχους, ἐκατόνταρχους, πρόκριτους καὶ στρατιῶτες, τοὺς εἶπε τὰ ἑξῆς:


«Εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοί, καὶ γενναιότατοι συστρατιῶτες, καὶ ὅλος ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, ξέρετε καλὰ πὼς ἔφτασε ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἐχθρός της πίστης μας θέλει μὲ κάθε τέχνασμα καὶ τρόπο νὰ μᾶς στενοχωρήσει περισσότερο καὶ νὰ μᾶς κάνει πόλεμο σφοδρό, μὲ μεγάλες συγκρούσεις καὶ συρράξεις ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα, γιὰ νὰ κατορθώσει καὶ νὰ χύσει τὸ δηλητήριό του, σὰν φίδι, καὶ νὰ μᾶς καταπιεῖ σὰν ἀνήμερο λιοντάρι. Σᾶς λέω, λοιπὸν, νὰ σταθεῖτε ἀντρειωμένοι καὶ γενναιόψυχοι, ὅπως κάνατε πάντοτε ὡς τώρα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστης. Σᾶς παραδίνω τὴν ἐκλαμπρότατη καὶ φημισμένη αὐτὴ πόλη, πατρίδα σας καὶ βασίλισσα τῶν πόλεων. Ξέρετε καλά, ἀδέρφια, ὅτι γιὰ τέσσερις λόγους ὀφείλουμε ὅλοι νὰ προτιμήσουμε τὸν θάνατο παρὰ τὴ ζωή: πρῶτον, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβειά μας· δεύτερον, γιὰ τὴν πατρίδα· τρίτον, γιὰ τὸν βασιλέα καὶ τὸν Χριστὸ· καὶ τέταρτον, γιὰ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους. Λοιπὸν, ἀδέρφια, ἂν ὀφείλουμε νὰ ἀγωνιστοῦμε μέχρι θανάτου γιὰ ἕναν καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς τέσσερις αὐτοὺς λόγους, πολὺ περισσότερο γιὰ ὅλους μαζί, ὅπως προφανῶς κατανοεῖτε. Ἂν γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας παραχωρήσει ὁ Θεὸς τὴ νίκη στοὺς ἀσεβεῖς, θὰ διακινδυνεύσουμε ὑπὲρ τῆς πίστεως τῆς ἁγίας ποὺ μᾶς παραχώρησε ὁ Χριστὸς μὲ τὸ αἷμα Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαιότερο ἀπ' ὅλα. Τί θὰ ὠφεληθεῖ κανεὶς ἂν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ χάσει τὴν ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε ἔτσι μιὰ περίφημη πατρίδα καί, ἀκόμη, τὴν ἐλευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε τὴν ἄλλοτε περιφανῆ καὶ σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη καὶ ἐξουθενωμένη βασιλεία, ἡ ὁποία γίνεται ἕρμαιο τοῦ ἀσεβοῦς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τὶς προσφιλεῖς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά μας καὶ τοὺς συγγενεῖς μας. Ὁ ἀλιτήριος αὐτὸς ἀμιρὰς ἔχει πενῆντα ἑφτὰ ἡμέρες ἀφ' ὅτου ἦρθε, καὶ μᾶς πολιορκεῖ καὶ μᾶς πολεμάει νυχθημερόν, μὲ κάθε τέχνασμα καὶ μὲ ὅλη του τὴν ἰσχύ. Χάρη στὸν παντεπόπτη Χριστὸ καὶ Κύριό μας, διώχτηκε ντροπιασμένος κακὴν κακῶς πολλὲς φορὲς ὡς τώρα ἀπὸ τὰ τείχη. Μὴ δειλιάσετε καὶ τώρα, ἀδερφοί, ἐπειδὴ τὸ τεῖχος ἔπεσε σὲ μερικὰ μέρη ἀπὸ τὰ βλήματα καὶ τὶς ἐκπυρσοκροτήσεις των τηλεβόλων, γιατί, ὅπως καὶ ἐσεῖς βλέπετε, ὅπως μπορούσαμε τὸ διορθώσαμε. Ἐμεῖς κάθε ἐλπίδα μας τὴ στηρίζουμε στὴν ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ἔχουν πλῆθος ὅπλα καὶ στρατὸ καὶ ἱππικό, ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε πίστη στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα καί, δεύτερον, στὰ χέρια μας καὶ τὴ δύναμή μας, ποὺ μᾶς χάρισε ἡ θεία πρόνοια. Ξέρω ὅτι αὐτὸ τὸ ἀναρίθμητο μπουλούκι τῶν ἐχθρῶν, καθὼς εἶναι ἡ συνήθειά τους, θὰ βαδίσει ἐναντίον μας μὲ βαναυσότητα καὶ μὲ ἔπαρση, μὲ πολὺ θράσος καὶ βία, γιὰ νὰ μᾶς συνθλίψουν, λόγῳ τοῦ ὀλιγάριθμου τῆς παράταξής μας, καὶ νὰ μᾶς καταπονήσουν μὲ τὴν κούραση, καὶ μὲ φωνὲς πολλὲς καὶ ἰσχυρὲς νὰ μᾶς φοβίσουν. Τὶς φλυαρίες τους αὐτὲς τὶς ξέρετε καλὰ καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε γι' αὐτές. Καὶ σὲ λίγη ὥρα θὰ τὰ κάνουν ὅλα αὐτά, καὶ θὰ πετάξουν πάνω μας σὰν ἄμμο τῆς θάλασσας ἀναρίθμητες πέτρες, βέλη καὶ βλήματα. Ἐλπίζω νὰ μὴ μᾶς βλάψουν μὲ αὐτά, γιατί βλέποντάς σας χαίρομαι πολὺ καὶ τρέφω τὴ σκέψη μου μὲ ἐλπίδες σὰν κι αὐτή, δηλαδὴ πώς, ἂν καὶ εἴμαστε λίγοι, εἴμαστε ὡστόσο πολὺ ἐπιδέξιοι, ἐπιτήδειοι, ρωμαλέοι, δυνατοί, ἱκανοὶ γιὰ μεγάλα ἔργα, καὶ καλὰ προπαρασκευασμένοι. Μὲ τὶς ἀσπίδες σας καλύπτετε καλὰ τὰ κεφάλια σας στὶς συμπλοκὲς καὶ τὶς συρράξεις. Τὸ δεξί σας χέρι, ποὺ κρατάει τὴ ρομφαία, νὰ εἶναι πάντοτε μακρύ. Οἱ περικεφαλαῖες σας, οἱ θώρακες καὶ ἡ σιδερὲνια πανοπλία σας εἶναι πολὺ ἱκανά, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα σας ὅπλα, καὶ στὴ συμπλοκὴ θὰ σᾶς ἐξυπηρετήσουν πολύ. Οἱ ἀντίπαλοι οὔτε ἔχουν τέτοια οὔτε γνωρίζουν νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν. Ἐσεῖς εἴσαστε, ἐπίσης, προστατευμένοι πίσω ἀπὸ τὰ τείχη, καὶ οἱ ἀπροστάτευτοι δύσκολα προχωροῦν. Γι' αὐτὸ γίνετε μαχητὲς ἕτοιμοι, ἰσχυροὶ καὶ μεγαλόψυχοι, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μιμηθεῖτε τοὺς λίγους ἐλέφαντες τῶν ἀρχαίων Καρχηδονίων, ποὺ μόνο μὲ τὴ φωνὴ καὶ τὴν ὄψη τους ἔτρεψαν σὲ φυγὴ μέγα πλῆθος ρωμαϊκοῦ ἱππικοῦ. Καὶ ἂν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ τρέψουν σὲ φυγὴ ζῶα χωρὶς λογική, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε κύριοι τῶν ζώων· αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται νὰ μᾶς ἀντιπαραταχθοῦν σὰν ζῶα χωρὶς λογική, εἶναι χειρότεροι ἀπ' αὐτά. Τὰ δόρατά μας, οἱ ρομφαῖες μας, τὰ τόξα μας καὶ τὰ ἀκόντιά μας θὰ στραφοῦν ἐναντίον τους. Καὶ φανταστεῖτε πὼς παίρνετε μέρος σὲ κυνήγι ἀγριόχοιρων, γιὰ νὰ καταλάβουν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι δὲν ἀντιμάχονται μὲ ζῶα χωρὶς λογική, ὅπως εἶναι αὐτοί, ἀλλὰ μὲ ἄρχοντες, καὶ ἀφέντες τους, καὶ ἀπογόνους τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ρωμαίων. Ξέρετε καλὰ πὼς ὁ ἀσεβέστατος αὐτὸς ἀμιρὰς καὶ ἐχθρὸς τῆς ἁγίας μας πίστης, χωρὶς καμιὰ δικαιολογημένη αἰτία, καταπάτησε τὴν εἰρήνη ποὺ εἴχαμε καὶ ἀθέτησε τοὺς πολλούς του ὅρκους χωρὶς νὰ λογαριάζει τίποτε· φτάνοντας ξαφνικὰ ἐδῶ ἔστησε ὀχυρὸ στὸ στενὸ τοῦ Ἀσωμάτου, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ μᾶς βλάπτει κάθε μέρα. Τὰ χωράφια μας, τοὺς κήπους μας, τὰ οἰκογενειακά μας καταφύγια, τὰ σπίτια μας τὰ ἔχει κιόλας πυρπολήσει. Τοὺς ἀδερφούς μας τοὺς Χριστιανούς, ὅσους βρῆκε, τοὺς θανάτωσε καὶ τοὺς αἰχμαλώτισε. Διέλυσε τὴ φιλία μας καὶ ἔπιασε φιλίες μὲ τοὺς κατοίκους τοῦ Γαλατᾶ, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ γνωρίζοντας καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν μῦθο τοῦ παιδιοῦ τοῦ γεωργοῦ, ποὺ ἔψηνε σαλιγκάρια καὶ εἶπε "ὦ ἀνόητα ζῶα" καὶ τὰ λοιπά. Ἦρθε λοιπόν, ἀδερφοί, καὶ μᾶς ἀπέκλεισε, καὶ κάθε μέρα ἔχει ἀνοιχτὸ τὸ ἀχανὲς στόμα του, γιὰ νὰ βρεῖ εὐκαιρία νὰ μᾶς καταπιεῖ, ἐμᾶς καὶ τὴν Πόλη ποὺ ἔκτισε ὁ τρισμακάριστος καὶ μέγας βασιλεὺς Κωνσταντῖνος, καὶ τὴν ἀφιέρωσε στὴν πάναγνη καὶ ἀειπάρθενη Δέσποινά μας, τὴ Θεοτόκο· καὶ τὴ χάρισε σ' Ἐκείνη, ὥστε νὰ εἶναι Κυρία τῆς Πόλεως, ἀλλὰ καὶ σύμμαχός Της καὶ σκέπη τῆς πατρίδας μας καὶ καταφύγιο τῶν χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰ ὅλων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα ὅλων ποὺ ζοῦν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο. Καὶ αὐτὸς ὁ ἀσεβέστατος τὴν ἄλλοτε περιφανῆ καὶ ζωηρὴ σὰν ρόδο τοῦ ἀγροῦ Πόλη θέλει νὰ τὴν ὑπαγάγει ὑπὸ τὴν ἐξουσία του. Ἀφοῦ ἡ αὐτοκρατορία μας ὑποδούλωσε, μπορῶ νὰ πῶ, σχεδὸν ὅλη τὴν ὑφήλιο, καὶ ὑπόταξε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της τὸν Πόντο, τὴν Ἀρμενία, τὴν Περσία, τὴν Παφλαγονία, Ἀμαζόνες καὶ Καππαδοκία, Γαλατία καὶ Μηδία, Κολχοὺς καὶ Ἴβηρες, Βοσποριανοὺς καὶ Ἀλβανούς, Συρία καὶ Κιλικία καὶ Μεσοποταμία, Φοινίκη καὶ Παλαιστίνη, Ἀραβία καὶ Ἰουδαία, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθες, Μακεδονία καὶ Θεσσαλία, Ἑλλάδα, Βοιωτία καὶ Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανία, Ἀχαΐα καὶ Πελοπόννησο, Ἤπειρο καὶ Ἰλλυρικό, τοὺς Λυχνίτες κοντὰ στὴν Ἀδριατική, Ἰταλία, Τοσκάνη, Κέλτες καὶ Κελτογαλάτες, Ἰβηρία ὡς τὰ Γάδειρα, Λιβύη καὶ Μαυριτανία καὶ Μαυρουσία, Αἰθιοπία, Βελέδες Σκούδη, Νουμιδία καὶ Ἀφρικὴ καὶ Αἴγυπτο, Τώρα σκέφτεται αὐτὸς νὰ μᾶς ὑποδουλώσει, καὶ τὴν Πόλη ποὺ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο νὰ τὴν ὑποτάξει σὲ ζυγὸ καὶ δουλεία, καὶ τὶς ἅγιες ἐκκλησίες μας, ὅπου προσκυνοῦνταν ἡ Ἁγία Τριάδα καὶ δοξολογοῦνταν ὁ Θεός, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἀκούγονταν νὰ ὑμνοῦν τὴ Θεία καὶ ἔνσαρκη πρόνοια τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, Θέλει νὰ τὶς κάνει προσκύνημα τῆς δικῆς του βλασφημίας καὶ τοῦ ἀνόητου ψευδοπροφήτη του Μωάμεθ, καὶ στάβλο γιὰ ἄλογα καὶ καμῆλες. Λοιπόν, ἀδερφοὶ καὶ συμμαχητές, θυμηθεῖτε ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μνημονεύουν τὴ δόξα σας καὶ τὴν ἐλευθεροφροσύνη σας αἰώνια».


Στράφηκε τότε στοὺς Ἑνετούς, ποὺ στέκονταν πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τοὺς εἶπε: 

«Εὐγενεῖς Ἑνετοί, ἀγαπημένοι ἀδερφοὶ μᾶς ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ, ἄνδρες ἰσχυροὶ καὶ δυνατοὶ στρατιῶτες καὶ δόκιμοι στοὺς πολέμους, ἐσεῖς ποὺ μὲ τὶς ἀστραφτερές σας ρομφαῖες θανατώσατε πολλὲς φορὲς πλῆθος Ἀγαρηνῶν, καὶ τὸ αἷμα τους ἔτρεξε ἀπὸ τὰ χέρια σας σὰν ποτάμι, σᾶς παρακαλῶ σήμερα τὴν πόλη τούτη, ποὺ βρίσκεται σὲ τόση συμφορὰ πολέμου, νὰ τὴν ὑπερασπιστεῖτε ὁλόψυχα. Γνωρίζετε πὼς πάντα τὴν εἴχατε δεύτερη πατρίδα σας καὶ μητέρα σας. Σᾶς λέω λοιπὸν ἄλλη μιὰ φορά, καὶ σᾶς παρακαλῶ, αὐτὴ τὴν ὥρα νὰ ἐνεργήσετε ὡς φίλοι τῆς πίστης, ὁμόθρησκοι καὶ ἀδερφοί». 


Κατόπιν, γυρίζοντας πρὸς τὰ ἀριστερά, λέει στοὺς Γενουάτες: 

«Ω Γενουάτες, ἀδερφοὶ ἐντιμότατοι, ἄντρες πολεμιστὲς καὶ μεγαλόκαρδοι καὶ φημισμένοι, ξέρετε καλὰ καὶ καταλαβαίνετε ὅτι ἡ δυστυχισμένη αὐτὴ πόλη δὲν ἦταν πάντοτε μόνο δική μου, ἀλλὰ καὶ δική σας, γιὰ πολλὲς αἰτίες. Ἐσεῖς μᾶς βοηθήσατε πολλὲς φορὲς πρόθυμα, καὶ μὲ τὴ δική σας συνδρομὴ σώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς ἐχθρούς. Τώρα πάλι ἔφτασε ὁ καιρὸς νὰ δείξετε, βοηθῶντας την, τὴν ἀγάπη σᾶς ἐν Χριστῷ, τὴν ἀνδρεία σας καὶ τὴ γενναιότητά σας». 


Καὶ γενικά, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς ὅλους, εἶπε: 

«Δὲν ἔχω καιρὸ νὰ πῶ περισσότερα· μοναχὰ τὸ ταπεινωμένο σκῆπτρο μου τὸ ἀναθέτω στὰ χέρια σας, γιὰ νὰ τὸ διαφυλάξετε μὲ προθυμία. Σᾶς παρακαλῶ ἀκόμα, καὶ ζητῶ τὴν ἀγάπη σας, νὰ εἶστε πειθαρχικοὶ στοὺς στρατηγούς σας, τοὺς δημάρχους καὶ τοὺς ἐκατόνταρχους, ὁ καθένας κατὰ τὴν τάξη του, τὴ θέση του καὶ τὴν ὑπηρεσία του. Νὰ ξέρετε τοῦτο: ἂν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σας φυλάξετε τὶς ἐντολές μου, ἐλπίζω στὸν Θεὸ ὅτι θὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὴν παροῦσα δίκαιη ἀπειλή του. Δεύτερον, σᾶς περιμένει στὸν οὐρανὸ τὸ ἀδαμάντινο στεφάνι, καὶ ἡ μνήμη σας θὰ εἶναι αἰώνια καὶ ἄξια στὸν κόσμο». 


Μὲ αὐτὰ τελείωσε τὴ δημηγορία του, εὐχαριστῶντας μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς τὸν Θεό, ἐνῷ ὅλοι, μὲ ἕνα στόμα, τοῦ ἀποκρίνονταν μὲ δάκρυα λέγοντας: «θὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πατρίδα μας». Τὰ ἄκουσε ὁ αὐτοκράτωρ καί, ἀφοῦ τοὺς εὐχαρίστησε θερμά, ὑποσχόμενος πολλὲς δωρεές, τοὺς εἶπε τέλος: 

«Λοιπόν, ἀδερφοὶ καὶ συμμαχητές, νὰ εἴσαστε ἕτοιμοι τὸ πρωί. Μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν ἀρετὴ ποὺ μᾶς δώρισε ὁ Θεὸς καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὴν ὁποία ἀναθέτουμε "τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μας". θὰ κάνουμε τὸν ἐχθρὸ νὰ φύγει κακὴν κακῶς καὶ ντροπιασμένος ἀπὸ ἐδῶ». 


Μόλις τ' ἄκουσαν οἱ δυστυχεῖς Ρωμαῖοι, ἔκαναν καρδιὰ λιονταριοῦ καί, ἀφοῦ συχωρέθηκαν μεταξύ τους, ζητοῦσαν νὰ συνασπιστοῦν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο, χωρὶς νὰ θυμοῦνται οὔτε ἀγαπημένα παιδιὰ οὔτε γυναῖκες οὔτε περιουσία, παρὰ μόνο ἤθελαν νὰ πεθάνουν, γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τὴν πατρίδα. Ὁ καθένας ξαναγύριζε στὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὁριστεῖ, καὶ φρουροῦσαν ἄγρυπνα τὰ τείχη. Ὁ αὐτοκράτορας πῆγε καὶ προσευχήθηκε στὸν πάνσεπτο Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ μετάλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, πρᾶγμα ποὺ ἔκαναν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐκείνη τὴ νύχτα. Κατόπιν ἦρθε στὰ ἀνάκτορα καί, ἀφοῦ ἔμεινε λίγο, ζήτησε συγχώρηση ἀπ' ὅλους. Ποιός θὰ διηγηθεῖ τοὺς κλαυθμοὺς καὶ τοὺς θρήνους ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὸ παλάτι; Ἀκόμα καὶ ἂν ἦταν ἀπὸ ξύλο ἢ ἀπὸ πέτρα, δὲν μποροῦσε νὰ μὴ θρηνήσει.