Μάθημα 6

Ὁ Νῶε καὶ ἡ Κιβωτός!

Ὁ Νῶε καὶ ἡ Κιβωτός!


Γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ἡ γενιά του Κάϊν (κακοὶ) καὶ ἡ γενιά του Σὴθ (καλοὶ) δὲν εἶχαν ἐπαφή. Ὅμως, κάποια στιγμή, οἱ θυγατέρες τῆς γενιᾶς του Κάϊν ἄρχισαν νὰ γίνονται γυναῖκες τῶν ἀνδρῶν της γενιάς του Σὴθ καὶ ἔτσι σιγά-σιγά οἱ δύο αὐτὲς γενιὲς ενώθηκαν καί ἔγιναν μία γενιά. Δυστυχῶς, ὁ κόσμος ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἕνωση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἦταν ἕνας κόσμος ἀμαρτωλότατος.

Μέ τό πέρασμα τοῦ καιροῦ, λοιπόν, ὁ Θεός εἶδε ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν γίνει πολύ ἁμαρτωλοί. Μονάχα τό κακό φώλιαζε στο μυαλό τους καί στήν καρδιά τους. Η δικαιοσύνη Του δέν μποροῦσε νά βαστάξει αὐτή τήν κατάσταση.



῎Ετσι, ὁ Θεός εἶπε στο Νῶε:

«Τό τέλος κάθε ἀνθρώπου πλησιάζει. Θα καταστρέψω κάθε ζωή πάνω στή γῆ, γιατί ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων πλήθυνε καί ἔφτασε στό ἀπροχώρητο».

῾Ο Νώε, σάν τά ἄκουσε αὐτά, ἔνιωσε βαθιά λύπη. Ἤξερε ὅμως ὅτι ὁ Θεός εἶχε δίκιο. 

Καί ὁ Θεός εἶπε:

«Ὅλοι ἐκεῖνοι θὰ καταστραφοῦν ὁλοσχερῶς. Σὺ ὅμως, ἐπειδὴ ἔζησες ὅλη τὴ ζωή σου μὲ ἀρετή, κατασκεύασε γιά τὸν ἑαυτό σου μία κιβωτὸ (δηλαδή ένα μεγάλο καράβι ἀπό ξύλο) ἀπὸ δοκάρια τετράγωνα, ὥστε νὰ προσαρμόζωνται μὲ ἀκρίβεια καὶ νὰ εἶναι ἡ κιβωτὸς στερεά· χώρισε τὴν κιβωτὸ σέ μικρὰ διαμερίσματα καὶ ἄλειψέ την ἀπὸ μέσα καὶ ἀπ' ἔξω μὲ ἀσφαλτόπισσαν»· ἔτσι δεν θὰ εἰσχωροῦν μέσα τὰ νερὰ καὶ στὸ ἐσωτερικὸ θὰ ἐξουδετερώνεται ἡ κακοσμία ἀπὸ τὰ ζῶα.  

Ἡ κιβωτός θά ἔπρεπε νά ἔχει μόνο ἕναν φεγγίτη καί μιά πόρτα στα πλάγια.

Κατά τά ἄλλα, θά ἔπρεπε νά εἶναι κλειστή καί θά εἶχε τρία πατώματα: τό ἰσόγειο, τὸν πρῶτο ὄροφο καὶ τὸν δεύτερο. Ὁ Θεὸς μάλιστα ἐξήγησε στὸν Νῶε ἀκριβῶς τὸ μέγεθος ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει ἡ κιβωτός.

Ο Θεός εξήγησε κατόπιν στον πιστό Νώε ὅτι θά ἔκανε κατακλυσμό, δηλαδή πολλή βροχή, που θα πλημμύριζε όλη τή γῆ καὶ θὰ πνιγόταν έτσι κάθε ζωντανή ύπαρξη. Ο Νώε ὅμως καί οἱ δικοί του θα γλίτωναν χάρη στην κιβωτό.


«Θὰ μπεῖς σ' αυτή», τοῦ εἶπε, «σύ και οι γιοί σου, ἡ γυναίκα σου και οι γυναῖκες τῶν παιδιῶν σου. Θά βάλεις ἐπίσης μέσα στην κιβωτό ἀπ' ὅλα τα ζώα ἕνα ζευγάρι, ἀρσενικό και θηλυκό. Μαζί θά ἔχεις καί τρόφιμα, ἀρκετά γιά σᾶς καί γιά τά ζῶα πού θα πάρετε μαζί σας. Ἐγὼ δέ, ὁ ἄπειρος στήν δύναμη καὶ τέλειος στήν δικαιοσύνη Θεός, νά· θὰ προκαλέσω ὁπωσδήποτε τὸν μοναδικὸ κατακλυσμό· θὰ ἑξαπολύσω νερά πολλὰ στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ὥστε νὰ καταστρέψω κάθε ζωντανό ὀργανισμό, ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό· κάθε ζωντανὸς ὀργανισμός, ποὺ ζῇ στὴν γῆ (ἄνθρωποι, τετράποδα ζῶα, ἑρπετά, πτηνά), θὰ πεθάνη».


Ο Νῶε, πού ή καρδιά του ήταν δοσμένη στό Θεό, ἔνιωσε μέσα του μεγάλη εὐγνωμοσύνη γι᾿ Αὐτόν. Κατάλαβε γι᾿ ἄλλη μιά φορά ὅτι ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τούς φίλους Του καί δέ θέλει το κακό του.

Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Νῶε ξεκίνησε νὰ κατασκευάζει τὴν κιβωτό. Ἡ κατασκευὴ τῆς κιβωτοῦ διήρκεσε 100 χρόνια! Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, τὰ νέα γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς κιβωτοῦ ἔφτασαν ὡς τὰ πέρατα τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Ὁ Νῶε ἐξηγοῦσε σὲ ὅλους ὅτι θὰ ἔρθει κατακλυσμὸς καὶ ὅλοι θὰ πεθάνουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Ὁ κατακλυσμὸς θὰ εἶναι τιμωρία Θεοῦ. Ὁ Κύριος ἔδωσε σὲ ὅλους πολὺ χρόνο (100 χρόνια), μήπως καὶ μετανοήσουν. Ἀλλά, δυστυχῶς, ὁ κόσμος ἦταν σκλάβος στὴν ἁμαρτία. Οὔτε κἂν οἱ ἐργάτες ποὺ δούλεψαν μὲ τὰ χέρια τους, γιὰ νὰ φτιαχτεῖ ἡ κιβωτός, πίστεψαν στὸν Θεὸ καὶ οὔτε μετανόησαν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους.


Οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι τὸν κορόϊδευαν καὶ γέλαγαν μαζί του, τὸν ἔβριζαν καὶ τὸν κακολογοῦσαν. Ὁ Νῶε, ὅμως, εἶχε πίστη στὸν Κύριο καὶ δὲν στεναχωριόταν, ἀλλὰ συνέχιζε τὸ ἔργο του.




Ὅταν ἡ κιβωτὸς ὁλοκληρώθηκε, ὁ Νῶε ξεκίνησε νὰ φορτώνει τὰ τρόφιμα, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Θεός, καὶ τὰ ζῶα ἄρχισαν νὰ ἔρχονται δυό-δυό, άρσενικό καί θηλυκό, πρὸς τὴν κιβωτὸ μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Θεοῦ.





Και τότε ο Θεός είπε στο Νώε:

«Έμπα στην κιβωτό μαζί μέ τούς δικούς σου. Μετά ἀπό μιά βδομάδα θα ρίξω βροχή πάνω στη γη, που θα διαρκέσει σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Κάθε ζωντανή ύπαρξη που έφτιαξα, θὰ τὴν ἐξαφανίσω ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς».

Ὁ Κύριος πάλι δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ Νῶε. Ὄχι ἀμέσως, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες θὰ ἄρχιζε νὰ βρέχει. Σὲ αὐτὲς τὶς ἑπτὰ ἡμέρες λιακάδας κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ ὀλιγοπιστήσει (να χάσει την πίστη του) καὶ νὰ πεῖ «Μὰ τί ἔκανα ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια;». Ἀλλὰ ὁ Νῶε εἶχε ἀκλόνητη πίστη στὸν Θεό!

Ὁ Νῶε, λοιπόν, ἔκαμε ὅ,τι τὸν πρόσταξε ὁ Κύριος. Μπῆκε στὴν κιβωτὸ μαζὶ μὲ τοὺς γιοὺς τοῦ Σήμ, Χὰμ καὶ Ἰάφεθ, μὲ τὴ γυναῖκα του καὶ μὲ τὶς γυναῖκες τῶν παιδιῶν του. Ἡ πόρτα τῆς κιβωτοῦ ἔκλεισε ἀπὸ ἔξω (ὄχι ἀπὸ μέσα!!!). Τὴν ἀσφάλισε ὁ Θεὸς ὁ Ἴδιος στέλνοντας Ἄγγελό Του.

Ὅταν βρέθηκαν ὅλοι μέσα , ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί ἄρχισε νά βρέχει ραγδαία

Ἡ βροχὴ αὐτὴ βάσταξε σαράντα ἡμέρες καί σαράντα νύχτες καί ἡ κιβωτός ἔπλεε πάνω στά νερά...


Ο Νῶε ἦταν πολύ ἡλικιωμένος, 600 χρονών, ὅταν ἔγινε ὁ κατακλυσμός στή γῆ.