Μάθημα 12

Ο Βίος των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης

Ο Βίος των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης


Η Αγία Μάρτυς Ιουλίττα, καταγόταν από το Ικόνιο και ζούσε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στο 296 μ.Χ. Όταν έμαθε ότι διατάχθηκε άγριος διωγμός κατά των Χριστιανών, πήρε το νήπιό της, που ονομαζόταν Κήρυκος, και εγκαταστάθηκε στη Σελεύκεια της Συρίας, αλλά η κατάσταση εκεί ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη και πολλοί Χριστιανοί φονεύονται. Γι' αυτό και αναχωρεί για την Ταρσό της Κιλικίας (γενέτειρα του Αποστόλου Παύλου), αλλά και εκεί δεν κατορθώνει να διαφύγει την προσοχή των διωκτών. Συλλαμβάνεται μαζί με το παιδί της και οδηγείται ενώπιον του σκληρόκαρδου ειδωλολάτρη επάρχου Αλεξάνδρου, ο οποίος προσπαθεί με υποσχέσεις και κολακευτικά λόγια να την πείσει να αρνηθεί τον Χριστό και να προσκυνήσει τα ψεύτικα είδωλα. Η Ιουλίττα παραμένει όμως σταθερή και αμετάβλητη. Απορρίπτει περιφρονητικά τις υποσχέσεις και ομολογεί ευθαρσώς την πίστη της στον αληθινό Θεό. Αναμένει με αγωνία το μαρτύριο και ενθαρρύνεται από την αδιάλειπτη προσευχή της. Στρέφει τα μάτια της στον ουρανό και ατενίζει την αιωνιότητα με ελπίδα. Ο τύραννος Αλέξανδρος, βλέποντας την ακλόνητη πίστη και την άκαμπτη θέληση της Αγίας, που του δήλωσε με παρρησία: «Ποτέ δεν πρόκειται να αρνηθώ την πίστη μου, έστω και αν με αποκεφαλίσεις, με κάψεις στη φωτιά ή με παραδώσεις ως τροφή στα θηρία», κυριεύτηκε τόσο πολύ από θυμό και αγανάκτηση, ώστε διέταξε να αποσπάσουν με τη βία τον μικρό Κήρυκο από τη στοργική αγκαλιά της. Στη συνέχεια άρχισαν να τη μαστιγώνουν ανελέητα, αλλά η ένδοξη Μάρτυς του Χριστού Ιουλίττα υπομένει αγόγγυστα το μαστίγωμα και αντλεί δύναμη από τον Αρχηγό της πίστεώς μας, τον Ιησού Χριστό.

Ο τρίχρονος Κήρυκος κλαίει διαρκώς και ζητάει απεγνωσμένα τη μητέρα του, την οποία βλέπει να μαστιγώνεται αλύπητα. Ο έπαρχος παίρνει τότε στα χέρια το παιδί και προσπαθεί να το ηρεμήσει. Του λέει να αφήσει τη μητέρα του και να ζήσει ευτυχισμένο μαζί του, αφού θα του προσφέρει πολλά δώρα και θα το κάνει κληρονόμο της περιουσίας του. Το ευλογημένο νήπιο ομολογεί με παρρησία τη χριστιανική του ταυτότητα και απαντά στον έπαρχο: «Εγώ τον Χριστό μου αγαπώ», ενώ στην προσπάθειά του να γλιτώσει από αυτόν, δίνει μία κλωτσιά στην κοιλιά του ειδωλολάτρη επάρχου. Τότε εκείνος εξαγριώθηκε τόσο πολύ, ώστε πέταξε το παιδί με μανία και αγριότητα στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, με αποτέλεσμα να συντριβεί το μικρό σώμα και το κεφάλι του νηπίου. Το αγνό αίμα του γέμισε τα σκαλοπάτια, αλλά αγίασε τη μαρτυρική γη της Ταρσού, ενώ η ψυχή του μικρόσωμου αθλητή της πίστεως γέμισε τον ουρανό με άφθαστη αγαλλίαση. Η θαρραλέα μητέρα παρακολουθεί με πόνο και θλίψη τα γεγονότα, αλλά ευφραίνεται, γιατί ο μονάκριβος γιος της αξιώθηκε του μαρτυρίου και από εδώ και στο εξής θα χαίρεται μέσα στην ομορφιά του Παραδείσου. Μετά τον ακαριαίο θάνατο του Κηρύκου, η Καλλιμάρτυς του Χριστού Ιουλίττα υποβάλλεται σε νέα βασανιστήρια, αλλά και πάλι υπομένει καρτερικά και προσεύχεται για τη συγχώρηση των βασανιστών της. Η επιμονή της στην αγάπη του Χριστού εξοργίζει τόσο πολύ τον ειδωλολάτρη έπαρχο, ώστε αποφασίζει να την οδηγήσει στον τόπο της εκτελέσεως και να την αποκεφαλίσει. Της έβαλαν μάλιστα και χαλινάρι στο στόμα και την οδήγησαν με τη βία στον τόπο, όπου θα αποκεφαλιζόταν. Η Αγία ζητά από τους δημίους της πριν το επίγειο τέλος της να προσευχηθεί στον Πανάγαθο Θεό.

Μετά τον αποκεφαλισμό της το ιερό λείψανο της Αγίας ρίχθηκε στον τόπο, όπου βρισκόταν το λείψανο και του τρίχρονου γιου της, του Κηρύκου. Την επόμενη νύχτα οι δύο υπηρέτριες ήρθαν και παρέλαβαν κρυφά τα ιερά λείψανα και τα τοποθέτησαν σε σπήλαιο έξω από την πόλη της Ταρσού. Μετά τους διωγμούς η μία υπηρέτρια αποκάλυψε τα ιερά λείψανα των ενδόξων μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, τα οποία σήμερα είναι τεθησαυρισμένα σε διάφορες Ιερές Μονές, όπως στην Ιερά Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται η κάρα του Αγίου Κηρύκου και στην Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται τμήμα της αριστερής χειρός και του δεξιού ποδός του τρίχρονου νηπίου. Η μνήμη τους τελείται την 15η Ιουλίου.