Μάθημα 7

Ο Βίος των Αγίων

Βαβύλας, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ τρία παιδιά:

Ο Βίος των Αγίων


Ὁ Άγιος Βαβύλας μαρτύρησε το 283 μ.Χ., ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῶν Ρωμαίων Νουμεριανό. Ὡς Επίσκοπος Ἀντιοχείας ἐμπόδισε τὸν ἀσεβῆ αὐτοκράτορα νὰ μολύνει τὸν μικρὸ ναὸ τῆς Δάφνης, προαστίου τῆς Ἀντιόχειας, μετὰ ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς θυσίες ποὺ εἶχε κάνει στὰ εἴδωλα. Ὁ Νουμεριανός συνέλαβε τὸν Επίσκοπο Βαβύλα καί, ἀφοῦ τὸν ἀπείλησε, τὸν ρώτησε κι ἔμαθε πολλὰ γιὰ τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ μάταια, γιατὶ συνέχισε νὰ παροτρύνει τὸν Επίσκοπο νὰ θυσιάσει στα εἴδωλα, νὰ τὸν κολακεύει καὶ νὰ τοῦ ὑπόσχεται ἀνταμοιβὲς, ἂν ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό.
 Ἡ γενναία ἀντίσταση τοῦ Αγίου Βαβύλα σὲ ὅλους τοὺς φοβερισμοὺς τελικὰ ἐξαγρίωσε τὸν ἀσεβέστατο Νουμεριανὸ καὶ ἄρχισε τὰ βασανιστήρια στὸν ἡρωικὸ Επίσκοπο. Διέταξε ἕναν ἄρχοντα, τὸν Βικτωρίνο, νὰ βάλει σίδερα στὸν λαιμὸ τοῦ Ἁγίου καὶ δεμένο μὲ ἁλυσίδες, ὡς κακοῦργο, νὰ τὸν περιφέρει στη χώρα, για νὰ τὸν χλευάσει καὶ νὰ τὸν ἐξευτελίσει. Ὁ Μάρτυς, ὅμως, ὄχι μόνο δεν ντρεπόταν γι᾿ αὐτὴν τὴ διαπόμπευση καὶ τὶς ἁλυσίδες ποὺ φοροῦσε, ἀλλὰ αἰσθανόταν καὶ ἰδιαίτερη τιμὴ νὰ τοῦ δίνεται, ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔπασχε γιὰ τὸν Χριστό.


 Ὑπῆρχαν τότε καὶ τρία μικρὰ ἀδέρφια που πήγαιναν κοντὰ στὸν Επίσκοπο καὶ διδάσκονταν ἀπ' αὐτὸν τὴν ἀληθινὴ πίστη. Αὐτὰ τὰ εὐλογημένα αδέρφια δὲν ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν πνευματικό τους πατέρα, ὅταν αὐτὸς μπῆκε στο μαρτύριο μὲ τὶς ἁλυσίδες στὸ λαιμό καὶ τὴ διαπόμπευση, ἀλλὰ τὸν συνόδευαν πηγαίνοντας ἀπὸ πίσω του. Ὁ Ἅγιος τὰ ἔβλεπε καὶ μὲ τὴ φώτιση του Ἁγίου Πνεύματος καταλάβαινε τὸ μαρτυρικό φρόνημά τους. Γι' αὐτὸ εἶπε στὸν τύραννο, ἂν θέλει, να δοκιμάσει σ' αὐτὰ τὰ παιδιὰ τὴ δύναμη τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ὁ βασιλιὰς ἔφερε τὰ παιδιὰ μπροστά του καὶ τὰ ρώτησε ἂν ἔχουν μητέρα. Τὰ παιδιὰ ἀπάντησαν ὅτι ἔχουν μητέρα, ἔχουν ὅμως καὶ δάσκαλο καὶ πνευματικό τους πατέρα τὸν Επίσκοπο ποὺ τὰ ἐκπαιδεύει στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἀληθινὴ πίστη.
 Τότε ἔφερε μπροστά του τη μητέρα τῶν παιδιῶν καὶ τὴ ρώτησε πῶς ὀνομάζεται καὶ ἂν εἶναι μητέρα τῶν τριῶν αὐτῶν παιδιῶν. Ἐκείνη ἀπάντησε ὅτι ὀνομάζεται Χριστοδούλη καὶ ὅτι τὰ παιδιὰ αὐτὰ εἶναι δικά της, τὰ ἔχει ὅμως ἀφιερώσει στὸν Θεὸ μέσω τοῦ διδασκάλου τους, Επισκόπου Βαβύλα. Καὶ κατέληξε: 

«Εἶμαι βεβαία ὅτι θὰ παρασταθεῖ ὁ διδάσκαλος μαζὶ μ' αὐτὰ τὰ παιδιὰ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». 

 Τότε ὁ βασιλιὰς διέταξε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ δείρουν ἀλύπητα αὐτὴν τὴ γυναῖκα μὲ σκληρὰ χτυπήματα στὸ πρόσωπο, γιατὶ τόλμησε νὰ μιλήσει μὲ τόσο θάρρος στὸν βασιλιά. Τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν μπροστὰ στὸ μαρτύριο τῆς μητέρας τους ἀγανάκτησαν καὶ φώναζαν ὅτι ὁ βασιλιὰς τρελάθηκε, ἀφοῦ χτυπάει τη μητέρα τους ποὺ τοῦ εἶπε τὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖνος ἀγρίεψε πάλι ἀκούγοντας τὴ διαμαρτυρία τῶν παιδιῶν καὶ διέταξε νὰ δώσουν δώδεκα ραβδισμοὺς στὸ πρῶτο, ἐννέα στὸ δεύτερο καὶ ἑπτὰ στὸ τρίτο, ὅσα ἦταν καὶ τὰ χρόνια τῆς ἡλικίας τους.
 Τότε ἔφερε πάλι ἀπὸ τὴ φυλακή μπροστά του τὸν Άγιο Βαβύλα καὶ τοῦ λέει:

 «Ἀφανίστηκε ἡ καύχησή σου γιὰ τὰ παιδιά, γιατὶ εἶναι ἕτοιμα νὰ θυσιάσουν στοὺς θεούς». 

 Ὁ Μάρτυρας Επίσκοπος, ὅμως, ποὺ εἶχε τὴν πληροφορία του ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ λέει: 

 «Ψεύδεσαι μάταια, βασιλιά. Τα πρόβατα τῆς δικῆς μου ποίμνης εἶναι ἀρνιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν θὰ ἀκολουθήσουν ἄλλον ποιμένα. Εὐκολότερο εἶναι νὰ πείσεις τὰ ἀρνιὰ ν' ἀφήσουν τὴ μητέρα τους καὶ ν' ἀκολουθήσουν ἕναν λύκο, παρὰ τὰ δικά μου πρόβατα ν' ἀφήσουν τὴ μάνδρα μου καὶ νὰ πᾶνε σὲ ἄλλη».

 Ἐξοργισμένος ὁ τύραννος διέταξε νὰ τὸν κρεμάσουν ἀπὸ ἕνα ξύλο καὶ ἀντίκρυ, σ' ἕνα ἄλλο ξύλο, νὰ κρεμάσουν τὰ παιδιὰ καὶ μὲ σιδερένια νύχια νὰ τοὺς ξεσχίζουν τις σάρκες. Θεία δύναμη ἐνίσχυε τοὺς Μάρτυρες καὶ φαινόντουσαν ἤρεμοι καὶ πρόσχαροι. Τότε κάποιοι ἀπὸ τοὺς προεστῶτες πλησίασαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν συμβούλεψαν νὰ μὴν ἐπιμένει στὴν ἀντίσταση καὶ γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ ζωὴ αὐτῶν τῶν παιδιῶν, ποὺ βασανίζονταν μαζί του καὶ ἐξ αἰτίας του. Ὁ Μάρτυρας, ὅμως, ὄχι μόνο δὲν τοὺς ἄκουσε, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔλεγξε γιὰ τὴν τύφλωσή τους, ποὺ τοὺς φέρνει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς κάνει νὰ εἶναι προσκολλημένοι στὰ μάταια καὶ περαστικά πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἀκολουθῶντας δουλικὰ τὸ παράδειγμα καὶ τὴν προσταγὴ τοῦ Νουμεριανοῦ. 

«Εγώ», ἔλεγε, «μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐλαφρύνομαι ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ γίνομαι προθυμότερος νὰ δεχτῶ καὶ ἄλλες τιμωρίες».

 Τὰ παιδιά, ποὺ κρεμασμένα καταξαίνονταν, εἶχαν τὰ πρόσωπά τους χαρωπά καὶ στραμμένα πρὸς τὸν διδάσκαλό τους καὶ μὲ τὰ χείλη τους ἤλεγχαν τὸν βασιλιά, ποὺ εἶχε τόση ἀσέβεια καὶ σκληρότητα ὥστε νὰ ἀτιμάζει ἕνα σεβάσμιο καὶ ἱερὸ πρόσωπο, ὅπως ὁ Επίσκοπος καὶ διδάσκαλός τους. Τότε ὁ Νουμεριανός κατέβασε τοὺς Μάρτυρες ἀπὸ τὰ ξύλα καὶ τὸν μὲν Βαβύλα τὸν ἔκλεισε πάλι στη φυλακή, τὰ παιδιά, ὅμως, τὰ πῆρε κοντά του, τα κολάκευε ὅτι εἶναι γενναῖα παιδιὰ καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε τιμὲς καὶ χρήματα, ἂν ἀφήσουν τη χριστιανική τους πίστη καὶ θυσιάσουν στοὺς θεούς. Τὰ παιδιὰ ἀπάντησαν μὲ σοφία καὶ γενναιότητα στα δόλια καὶ πανούργα λόγια τοῦ βασιλέως καὶ διεκήρυξαν μὲ θάρρος ὅτι οὔτε ὁ Νουμεριανὸς οὔτε ἄλλος τύραννος θα μπορέσει ποτὲ νὰ τοὺς ἀποσπάσει ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Επισκόπου Βαβύλα, ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ στὸν Χριστό.


 Ὁ Βαβύλας μέσα στὴ φυλακὴ ἔπαιρνε θεϊκὴ πληροφορία γιὰ τὶς ἀπαντήσεις τῶν μικρῶν μαθητῶν καὶ συμμαρτύρων του καὶ ἔλεγε με μεγάλη ἐσωτερικὴ ἱκανοποίηση: 

«Ὦ μακάριοι κι ἀγαπημένοι μου παῖδες, ἡ χαρὰ ποὺ μοῦ προκαλεῖτε μὲ τὴ γενναία ὁμολογία σας εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων μου γιὰ τὴ διδασκαλία ποὺ σᾶς ἔκανα. Τώρα τρυγῶ τοὺς καρποὺς τῶν ἔργων μου. Εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ γίνω δάσκαλος τέτοιων παιδιῶν, ποὺ εἶναι τροπαιοφόροι καὶ τέλειοι στὶς ἀρετές». 

 Πάλι ὁ τύραννος ἔφερε μπροστά του τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ λέει ὅτι αὐτὰ τὰ παιδιὰ φαίνεται πὼς εἶναι δικά σου, ἐπειδὴ σου μοιάζουν στη γνώμη.
 Ὁ Επίσκοπος ἀπάντησε ὅτι εἶναι μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ δικά του στὸ πνεῦμα, ἀλλὰ ὄχι καὶ στὴ σάρκα. Ὁ τύραννος τότε ἔκανε ἀκόμη μια προσπάθεια να μεταπείσει τὸν Μάρτυρα: 

«Γιατί δὲν θυσιάζεις στοὺς θεούς, γιὰ νὰ γλυτώσεις κι ἐσὺ ἀπὸ τὰ βάσανα, νὰ ἡσυχάσουμε κι ἐμεῖς; Ἐπειδὴ σὲ ταλαιπωρήσαμε, σκληρύνθηκε ἡ καρδιά σου καὶ σὲ κυρίεψε τὸ πεῖσμα. Ἂν θυσιάσεις, ὅμως, στοὺς θεοὺς θὰ σὲ ἀνταμείψουμε πλούσια με βασιλικές δωρεές. Ἐσὺ ἔπρεπε ὡς δάσκαλος νὰ συμβουλεύεις καὶ τὰ παιδιὰ νὰ θυσιάσουν, γιὰ νὰ μὴν χάνουν τὰ νιάτα τους καὶ τη ζωή τους».

 Ὁ Ἅγιος, ὅμως, τοῦ ἀπάντησε αὐστηρά: 

«Φαίνεται, βασιλιά, ὅτι ἄφησες τοὺς πολέμους πρὸς τοὺς βαρβάρους ποὺ ἐπιδιώκουν νὰ ἀφανίσουν ἐσένα καὶ τὸ βασίλειό σου καὶ βάλθηκες να βασανίζεις τοὺς Χριστιανούς, γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖς τὴν ἀπανθρωπιά καὶ τὴν ἀγριότητά σου». 

 Σ' αὐτὸν τὸν ἔλεγχο δὲν ἄντεξε ὁ Νουμεριανὸς καὶ διέταξε να θανατώσουν τοὺς Μάρτυρες. Τοὺς πῆραν, λοιπόν, οἱ ὑπηρέτες καὶ τοὺς ὁδηγοῦσαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Οἱ Μάρτυρες ἔτρεχαν μὲ πρόσωπα χαρούμενα, σὰν νὰ πήγαιναν σε γάμο ἢ σὲ πανηγύρι, καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ μὲ εὐχαριστίες καὶ μὲ ἄσματα.
Βλέποντας ὁ Επίσκοπος τὴν προθυμία ποὺ εἶχαν τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ μαρτύριο τὰ παρέδωσε στους δημίους νὰ τὰ ἀποκεφαλίσουν πρῶτα. Βλέποντάς τα κατασφαγμένα ὁ ἐπίσκοπος ἔλεγε: 

«Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἃ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός». 

 Ἔπειτα μὲ χαρὰ καὶ εὐχαριστία ἔγειρε κι αὐτὸς τὸ κεφάλι κι ἀποκεφαλίστηκε. Ἦταν η 4η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 283 μ.Χ. Πρὶν νὰ ἀποκεφαλιστεί ζήτησε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸ μαρτύριο νὰ τὸν θάψουν μὲ τὶς ἁλυσίδες, γιὰ νὰ δείξει ὅτι αὐτὲς οἱ ἁλυσίδες χάριν τοῦ Χριστοῦ εἶναι δόξα καὶ τιμὴ γιὰ τὸν Μάρτυρα.
  Ἔτσι ὁ Επίσκοπος Ἀντιοχείας Βαβύλας μαζὶ μὲ τὰ τρία γενναῖα Χριστιανόπουλα δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ τώρα ὁ Θεὸς τοὺς ἀντιδοξάζει στὴ βασιλεία Του, ὅπου προσεύχονται καὶ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία.