
Μάθημα 1
Ο Βίος του Αγίου Μάμαντος - Μέρος Α΄
Ο Βίος του Αγίου Μάμαντος - Μέρος Α΄
Ὁ Άγιος Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Μάμας γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Θεόδοτο καὶ τὴ Ρουφίνα, στὴ Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας. Ὁ πατέρας του ἦταν βοσκός, ἀλλὰ κρατοῦσε ἀπό γενιὰ ποὺ εἶχε τὸ ἀξίωμα καὶ τὸ προνόμιο τῶν πατρικίων. Οἱ γονεῖς τοῦ Μάρτυρος, μὲ τὸ νὰ εἶναι εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ νὰ κηρύττουν φανερὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἐποχὴ μάλιστα διωγμῶν (ἦταν τό ἔτος 260 μ.Χ.), δέχτηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μὲ τὸν παρακάτω τρόπο.


Τὸ κήρυγμα τῆς χριστιανικῆς πίστης, ποὺ μὲ θάρρος ὁμολογοῦσαν οἱ γονεῖς τοῦ Ἁγίου, ἔφτασε καὶ στ' αὐτιὰ τοῦ ἡγεμόνα τῆς Γάγγρας Ἀλεξάνδρου, ποὺ μὲ ἐντολὴ τοῦ βασιλιὰ καταδίωκε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς ὑποχρέωνε μὲ βασανισμούς να θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Διέταξε, λοιπόν, ὁ Ἀλέξανδρος νὰ συλλάβουν καὶ νὰ φέρουν μπροστά του τὸ μαρτυρικὸ ζεῦγος καὶ πίεζε τὸν Θεόδοτο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ μακάριος Θεόδοτος οὔτε ν' ἀκούσει ἤθελε τέτοια πρόταση. Ὁ Ἀλέξανδρος ἤθελε νὰ τιμωρήσει τὸ ζεῦγος, ἀλλὰ τὸ ἀξίωμα τῶν πατρικίων ποὺ κατεῖχαν τὸν ἐμπόδιζε, γιατὶ ὅσοι εἶχαν ρωμαϊκὰ ἀξιώματα δὲν δικάζονταν, παρὰ μόνο μὲ ἄδεια τοῦ βασιλιά. Γι' αὐτὸ ἔστειλε τοὺς Μάρτυρες στον προϊστάμενό του ἄρχοντα τῆς Καππαδοκίας, Φαῦστο. Ὁ Φαῦστος, ποὺ ἦταν κι αὐτὸς ἕνας σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος ἡγεμόνας, μόλις έφτασαν, τοὺς ἔκλεισε στη φυλακὴ καὶ τοὺς δύο, ἂν καὶ ἡ Ρουφίνα ἦταν ἔγκυος έτοιμόγεννη. Κυοφοροῦσε ἡ μακαρία τὸν μέγα Μάμα.
Μέσα στη φυλακὴ ὁ Θεόδοτος ἀναλογίστηκε τὰ βασανιστήρια ποὺ τὸν περιμένουν καὶ φοβήθηκε την ἀσθένεια τῆς σάρκας, μήπως λιποψυχήσει· γι' αὐτὸ εὐχαρίστησε τὸν Χριστὸ ποὺ τὸν ἀξίωσε γιὰ τ' ὄνομά Του νὰ βρεθεῖ μέσα στὴ σκοτεινὴ φυλακή. Τὸν παρακάλεσε, ὅμως, νὰ τὸν πάρει κοντά Του πρὶν νὰ γευτεῖ τὴ δοκιμασία τῶν βασανιστηρίων. Καὶ ὁ Χριστὸς ἀμέσως ἄκουσε τὴν δέησή του καὶ ὁ Θεόδοτος παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του μέσα στο δεσμωτήριο. Τὴν ἴδια μέρα γέννησε ἡ Ρουφίνα τὸν γιό της μέσα στὴ φυλακὴ καί, ἐπειδὴ ἦταν τελείως ἀβοήθητη καὶ ἡ ἴδια, ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὴν πάρει, ὅπως ἔκανε μὲ τὸν ἄντρα της, καὶ πέθανε κι αὐτή. Ἔτσι, ὅταν μπῆκαν οἱ φύλακες μέσα στο δεσμωτήριο, βρῆκαν τὸ βρέφος ἀνάμεσα στα πτώματα τῶν γονιῶν του. Ὁ Θεός, ὅμως, δὲν στέρησε τὴν πρόνοιά του ἀπὸ τοὺς Αγίους Του· ἔστειλε ἕναν Άγγελο μὲ τὴ μορφὴ νεανίσκου σὲ μία εὐσεβῆ κι εὐγενῆ γυναῖκα, ποὺ τὴν ὀνομαζαν Ἀμμία Ματρώνα, καὶ τὴν διέταξε να μεταβεί στη φυλακὴ, γιὰ νὰ φροντίσει τὴ μαρτυρικὴ οἰκογένεια.
Ἡ Ἀμμία, ὅπως τὴν φώναζαν, πῆγε στὴ φυλακή, πῆρε τὰ δύο λείψανα καὶ τὰ ἐνταφίασε στὴν αὐλή της. Ἀνέλαβε, μάλιστα, νὰ ἀναθρέψει τὸ βρέφος σὰν δικό της, γιατὶ αὐτὴ δὲν εἶχε παιδί. Αὐτὸ μεγάλωνε καὶ φώναζε τὴν Ἀμμία, τὴ θετή του μητέρα «μάμα», ἔκφραση εύκολη καὶ συνηθισμένη στα νήπια. Ἀπ' αὐτὸ τὸν ὀνόμασαν κι αὐτὸν Μάμα καὶ μ' αὐτὸ τὸ ὄνομα ἔγινε γνωστὸς καὶ μάλιστα μέγας. Στὴν ἡλικία τῶν πέντε χρόνων ἡ Ἀμμία ἔστειλε τὸν μικρὸ Μάμαντα στὸ σχολεῖο, γιὰ νὰ μάθει καὶ γράμματα· ἄλλωστε αὐτὴ ἦταν πλούσια καὶ εὐγενὴς καὶ τῆς ἦταν εύκολο. Ὁ Μάμας στὸ σχολεῖο ἔδειχνε μεγάλη πρόοδο καὶ ξεπέρασε τοὺς συμμαθητές του στις γνώσεις καὶ στὸ ἦθος. Μάλιστα τοὺς μιλοῦσε μὲ θέρμη καὶ τοὺς μετέδιδε τὴν εὐσέβεια τῆς Ἀμμίας, ποὺ ἦταν κι αὐτὴ θερμή Χριστιανή. Έτσι κι αὐτοὶ τὸν εἶχαν σαν δάσκαλό τους.

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ βασιλιὰς τῆς Ρώμης ἔγινε ὁ Αὐρηλιανός, σκληρός διώκτης τῶν Χριστιανῶν, κι ἐκβίαζε ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἀκόμα καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ὑπολογίζοντας στὴν παιδική ἀφέλεια καὶ τὸν φόβο τους. Τὰ ἄλλα παιδιὰ πείθονταν ἀπὸ τὸν τύραννο καὶ ὑπέκυπταν στὴ βία. Οι συμμαθητές τοῦ Μάμαντα, ὅμως, μιμοῦνταν τὴ γενναιότητά του καὶ δὲν δέχονταν νὰ θυσιάσουν. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ συμμαθητῆ τους εἶχαν καὶ τὴν καθημερινή διδασκαλία τῆς θετῆς του μητέρας, τῆς Ἀμμίας. Μάθαιναν νὰ σέβονται τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, Δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος, καὶ σ᾿ Αὐτὸν νὰ προσφέρουν τη λατρεία τους, ἐνῶ τοὺς ψεύτικους θεοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν νὰ τοὺς ἀποστρέφονται μὲ πολλὴ ἀπέχθεια καὶ ὅσα διηγοῦνται γι᾽ αὐτοὺς νὰ τὰ θεωροῦν φαντασίες καὶ παραμύθια.
Ὅταν ὁ Μάμας ἦλθε στην ηλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν, πέθανε καὶ ἡ θετή του μητέρα, Αμμία, κι ἔμεινε πάλι ὁλομόναχος, κληρονομῶντας τὴ μεγάλη περιουσία της ὡς νόμιμος κληρονόμος της. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἡγεμόνας τῆς Καισάρειας ἔγινε ἕνας ὀνόματι Δημόκριτος, φανατικός εἰδωλολάτρης καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Αὐτός, ὅταν πληροφορήθηκε γιὰ τὴ δράση τοῦ νεαροῦ Μάμαντος, ὅτι δὲν λατρεύει τὰ εἴδωλα καὶ εἶναι Χριστιανός καί μάλιστα διδάσκει καὶ παρακινεῖ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ περιφρονοῦν τοὺς εἰδωλολατρικούς θεούς, διέταξε ἀμέσως νὰ τὸν φέρουν μπροστά του. Πρῶτα τὸν ρώτησε ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ δὲν θυσιάζει στοὺς θεοὺς καὶ παρακινεῖ καὶ τοὺς συμμαθητές του νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Καὶ ὁ σοφὸς νεαρὸς Μάμας τοῦ ἀπάντησε:
«Πολὺ σᾶς κατηγορῶ, ἄρχοντα, γιατὶ ξεχάσατε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λατρεύετε τοὺς δαίμονες καὶ τὰ εἴδωλα τὰ κωφὰ καὶ ἄλαλα. Γι' αὐτὸ οὔτε ἐγὼ θὰ ἀρνηθῶ ποτὲ τὸν Χριστὸ, οὔτε θὰ ἀμελήσω νὰ καθοδηγῶ καὶ τοὺς συνομηλίκους μου στὴν πίστη αὐτή».
Ὁ Δημόκριτος ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία τοῦ δεκαπεντάχρονου αγοριού, κατάλαβε ὅτι δὲν θὰ τὸ ἔπειθε μὲ κανέναν τρόπο καὶ διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν βωμὸ τοῦ Σεράπιδος καὶ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ θυσιάσει. Ὁ Μάμας, ὅμως, ὄχι μόνο αντέδρασε στὴ βία, ἀλλὰ μὲ θάρρος εἶπε στὸν Δημόκριτο:
«Δὲν ἔχεις δικαίωμα νὰ ἀπειλεῖς ἐμένα, ποὺ ἀνατράφηκα ἀπὸ τὴν εὐγενέστατη Ἀμμία καὶ εἶμαι ὁ κληρονόμος της».
Τότε ὁ Δημόκριτος, σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, τὸν ἔστειλε σιδεροδέσμιο στον Αὐρηλιανό, γιὰ νὰ δικαστεῖ ἀπ' αὐτόν. Τὸν συνόδεψε μάλιστα καὶ λεπτομερὴς ἀναφορὰ γιὰ τὶς κατηγορίες ποὺ τὸν βαρύνουν. Ὁ βασιλιάς, ὅταν τὸν ἔφεραν ἐμπρός του, διάβασε τὴν ἀναφορὰ τοῦ Δημόκριτου καὶ ἄρχισε νὰ πιέζει τὸν Μάμα ἄλλοτε μὲ ἀπειλὲς καὶ ἄλλοτε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες. Τοῦ ἔλεγε ὅτι, ἂν θυσιάσει στὸν Σέραπι, θὰ τὸν κρατήσει κοντά του στὰ ἀνάκτορα καὶ θὰ τὸν ἀναθρέψει σὰν βασιλόπουλο. Ὁ Μάμας, ὅμως, οὔτε ἀπειλὲς φοβόταν, οὔτε ἀπὸ ὑποσχέσεις θέλγονταν.
«Μὴ γένοιτο, βασιλεῦ, νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὸν Χριστό μου καὶ νὰ τιμήσω τὰ εἴδωλα. Θαυμάζω πῶς γίνατε τόσο ἀναίσθητοι καὶ καταδέχεστε νὰ τιμᾶτε καὶ νὰ προσκυνᾶτε αὐτὰ τὰ χειροποίητα ξόανα. Μάθε ὅτι, ἂν μὲ τιμωρεῖς καὶ μὲ βασανίζεις, μὲ εὐεργετεῖς, γιατὶ θὰ πάω γρηγορότερα κοντὰ στὸν Χριστό μου· ὥστε οἱ τιμωρίες σου γιὰ μένα νά εἶναι κέρδος».
Τότε ὁ βασιλιὰς διέταξε να δείρουν σκληρὰ τὸ παιδὶ κι ἔτσι ἄρχισαν τὰ σκληρὰ μαρτύρια, σχίζονταν οἱ σάρκες του καὶ τὸ αἷμα κοκκίνιζε τό ἔδαφος. Ὁ βασιλιάς τοῦ ἔλεγε:
«Πὲς μόνο μὲ τὰ χείλη σου πώς θυσιάζεις καὶ θὰ λευτερωθεῖς».
Ἀλλὰ ὁ Μάμας ἀποκρινόταν:
«Οὐδέποτε θὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστό μου, ὅσα βασανιστήρια κι ἂν ἐπινοήσεις ἐναντίον μου, γιατὶ μ' αὐτὰ μοῦ Τὸν κάνεις πιὸ ἀγαπητό. Παρακαλῶ νὰ μὴν κουραστοῦν τὰ χέρια τῶν δημίων μου, γιατὶ μοῦ προξενοῦν μεγάλα ἀγαθά».
Μετὰ ἀπ' αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Αὐρηλιανὸς ἐπινόησε ἄλλο μαρτύριο γιὰ τὸν Μάμαντα: διέταξε νὰ τὸν γυμνώσουν καὶ νὰ τὸν καῖνε μὲ λαμπάδες σ' ὅλο του τὸ σῶμα, ὥσπου νὰ λιώσει τὸ δέρμα του. Ἔτσι ἄρχισαν οἱ φλόγες νὰ καῖνε τὸν μάρτυρα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἔμενε ατάραχος καὶ συνέβη τοῦτο τὸ παράξενοι: οἱ φλόγες ἔγλειφαν τὸ σῶμα του, ἀλλὰ δὲν τὸ κατέκαιαν, σὰν νὰ τὸ σέβονταν. Αὐτό, ἀντὶ νὰ συνετίσει τὸν θηριόψυχο βασιλιά, τὸν ἐξαγρίωσε περισσότερο καὶ διέταξε νὰ δέρνουν τὸν μάρτυρα καὶ νὰ τὸν χτυποῦν μὲ πέτρες. Τα χτυπήματα, ὅμως, δὲν προξενοῦσαν βλάβη στὸ σῶμα του κι αὐτὸς ἔμενε ατάραχος καὶ γελαστὸς μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ὁ τύραννος, βλέποντας ὅτι ὁ μάρτυρας νικᾶ ὅλα τὰ βασανιστήρια καὶ μένει ἀπείραχτος, διέταξε νὰ δέσουν ἀπ' τὸν λαιμό του μια σφαῖρα ἀπὸ μόλυβδο καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα. Στὸν δρόμο ποὺ πήγαιναν τὸν Μάρτυρα πρὸς τὴ θάλασσα οἱ στρατιῶτες, ἐμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους ἕνας Άγγελος φοβερός, ποὺ ἔκανε τοὺς στρατιῶτες νὰ τρομάξουν καὶ νὰ φύγουν. Τότε ὁ Άγγελος εἶπε στὸν Μάρτυρα νὰ μεταβεῖ στὸ ὄρος τῆς Καισάρειας καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ. Ὁ Μάμας πῆγε στὸ ὄρος, ἔχτισε ἕναν ναὸ, γιὰ νὰ προσεύχεται, καὶ φρόντιζε για την τροφή του. Ὁ Θεός του ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὰ ζῶα. Έτσι, έρχόταν κατὰ θαυμαστὸ τρόπο ἄγρια ζῶα, κατσίκια, ἐλάφια κ.α. καὶ τὰ ἄρμεγε. Ἀπὸ τὸ γάλα αὐτὸ ἔπηξε τυριά κι ἕνα μέρος τὸ κρατοῦσε γιὰ τὴν τροφή του, τὸ ὑπόλοιπο ὅμως κατέβαινε στην Καισάρεια καὶ τὸ μοίραζε στοὺς φτωχούς.
Η συνέχεια στο επόμενο μάθημα...

Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα