
Μάθημα 13
Ο Βίος του Αγίου Μάρκου Κυριακόπουλου του Κρητικού
Ο Βίος του Αγίου Μάρκου Κυριακόπουλου του Κρητικού

Ο Μάρκος Κυριακόπουλος ήταν ένα ωραίο κρητικόπουλο και στα δεκαπέντε του χρόνια, λόγω της συμπεριφορὰς τοῦ πατέρα του, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του καὶ τὸν πῆρε ἕνας πλούσιος Τοῦρκος γενίτσαρος καὶ τὸν ἀνέτρεφε στο σπίτι του στη Σμύρνη. Ἐκεῖ, παρασύρθηκε τὸ παιδὶ καὶ ἀρνήθηκε τὴν πίστη του κι ἀπὸ Χριστιανὸς ἔγινε μωαμεθανός.
Περισσότερο ἀπό δύο χρόνια ἔμεινε στὴν ψεύτικη πίστη τῶν Τούρκων ὁ Μᾶρκος καὶ κάποια ὥρα ἡ φώτιση τοῦ Θεοῦ τὸν ἔφερε σὲ συναίσθηση τῆς πράξης του κι ἔπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ἔφυγε, λοιπόν, ἀπὸ τὴ Σμύρνη καὶ πῆγε στὴν πατρίδα του, την Κρήτη, ὅπου δήλωνε φανερὰ τὴν μετάνοιά του καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ τὴν Κρήτη ἔφυγε καὶ πῆγε στὴν Τήνο κι ἀπὸ ἐκεῖ βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη καὶ παντοῦ δήλωνε τὴ μετάνοιά του. Στην Κωνσταντινούπολη παρουσιάστηκε στὸν Πατριάρχη, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ὁ σοφὸς κι ἐνάρετος Μελέτιος Συρίγος. Σ' αὐτὸν ἐξομολογήθηκε ὁ Μᾶρκος καὶ τοῦ φανέρωσε τὸν μεγάλο του πόθο, νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό.
Ὁ Πατριάρχης Μελέτιος, βλέποντας τὴ σταθερή του ἀπόφαση καὶ φοβούμενος μήπως ἕνα μαρτύριο προκαλέσει κανένα ξεσηκωμὸ τῶν ραγιάδων, ἔδωσε τὶς ἀπαραίτητες καὶ σοφὲς συμβουλές στον νεαρὸ Μᾶρκο καὶ τὸν προέτρεψε νὰ πάει πάλι στη Σμύρνη κι ἐκεῖ νὰ κηρύξει τὴν ἀφοσίωσή του στὴν ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ χωρὶς νὰ φοβηθεῖ κανέναν.
Ἔφυγε τότε ὁ Μᾶρκος καὶ βρέθηκε στη Σμύρνη. Ἐκεῖ, μπῆκε σὲ μία Εκκλησία καὶ ὅλη τὴ νύχτα γονατιστὸς προσευχόταν, κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια κι ὕστερα ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἔβγαλε τὰ τούρκικα ροῦχα καὶ τὶς ἁλυσίδες ποὺ φοροῦσε ἀπὸ κάτω, γιὰ νὰ ἐντείνει τὸν ἀγῶνα του καὶ χάρισε τὸν σταυρὸ ποὺ κρυφὰ εἶχε κρεμάσει στον λαιμό του σ' ἕναν Χριστιανό λέγοντας:
«Κρατῆστε τὸν σταυρό μου, γιὰ νὰ μὴν τὸν μαγαρίσουν οἱ ἄπιστοι».
Παρουσιάστηκε ἔτσι σὲ γνωστούς Τούρκους τῆς Σμύρνης ποὺ τὸν θυμοῦνταν ὡς Μουσταφά, ὅπως ἦταν τ' ὄνομα ποὺ τοῦ ἔδωσαν, ὅταν τούρκεψε. Αὐτοὶ ἔδειξαν τὴν ἔκπληξή τους, ποὺ τὸν ἔβλεπαν νὰ μὴ φορεῖ πιὰ τὰ τούρκικα ροῦχα κι ὁ Μᾶρκος τοὺς ἀποκρίθηκε πὼς δὲν εἶναι πιὰ ὁ Μουσταφά, ἀλλὰ ξανάγινε ὁ Μᾶρκος ὁ Χριστιανός. Καὶ τοὺς εἶπε πολλὰ ἐξευτελίζοντας τὴν πίστη τῶν Τούρκων.
Τότε ἀπὸ τὶς φωνές μαζεύτηκαν πολλοὶ καὶ βλέποντας πώς, ἐνῶ εἶχε γίνει κάποτε Τοῦρκος τώρα ἔγινε πάλι Χριστιανός, ἔπεσαν ἐπάνω του, τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στον δικαστή τους. Τὸν κατηγοροῦσαν πὼς ἦταν Τοῦρκος καὶ τώρα ἔγινε Ρωμαῖος καὶ βρίζει τὴν πίστη τους. Τότε Ρωμαίους ἔλεγαν τὸν λαὸ τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ εἶχαν τὴν Ορθόδοξη Χριστιανικὴ πίστη καὶ ὡς μητρικὴ γλῶσσα τὴν ἑλληνική. Ὁ δικαστὴς τὸν ρώτησε:
«Τοῦρκος εἶσαι ἢ Ρωμαῖος;»
Κι ὁ μακάριος Μᾶρκος τοῦ ἀπάντησε:
«Χριστιανὸς ἤμουν καὶ πάλι Χριστιανὸς εἶμαι. Τὸν Χριστό μου προσκυνῶ καὶ λατρεύω ὡς ἀληθινό Θεό, τη δὲ δική σας πίστη τὴν ἀρνοῦμαι καὶ τὴν ἀποστρέφομαι».
Αὐτὴ ἡ γενναία ἀπάντηση τοῦ Μάρτυρα ἐξαγρίωσε τὸν κριτὴ καὶ διέταξε νὰ τὸν δείρουν ἀλύπητα καὶ νὰ τὸν βάλουν στη φυλακή, ὅπου να συνεχίσουν νὰ τὸν βασανίζουν, μήπως καὶ μετανοήσει. Ὁ Μᾶρκος, ὅμως, ὅσο τὸν βασάνιζαν, τόσο δυνατότερος γινόταν στὴν ἀπόφασή του να πεθάνει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ βασανιστήρια τὰ θεωροῦσε ἀπόλαυση. Μέσα στη φυλακὴ πῆγαν Τοῦρκοι καὶ τοῦ ὑποσχέθηκαν πὼς θὰ τοῦ δώσουν πλούτη καὶ τιμές, ἂν ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Καὶ ἄλλοι, Ἑβραῖοι κι Εγγλέζοι, τὸν συμβούλευαν νὰ ὑποκριθεῖ πως μετάνοιωσε κι ὕστερα νὰ ἐξαφανιστεῖ. Οἱ ἀποκρίσεις, ὅμως, τοῦ Μάρκου εἶχαν τόση δύναμη, ποὺ ὅλοι τὰ ἔχαναν.
Σάββατο πρωὶ τὸν ἐπισκέφθηκε ἕνας Γάλλος καὶ τὸν ρώτησε πὼς εἶναι. Ὁ Μᾶρκος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ὅλη νύχτα βασανιζόταν, κοιμήθηκε, ὅμως, γιὰ μισὴ ὥρα καὶ μέσα στὸν ὕπνο του ἄκουσε ὅτι σὲ δύο ὧρες θὰ ἐρχόταν νὰ τὸν πάρουν καὶ ὅτι δὲν θὰ τὸν κάψουν, ὅπως τὸν εἶχαν ἀπειλήσει, ἀλλὰ θὰ τὸν σκοτώσουν μὲ χτύπημα στὸν λαιμό. Αὐτὸς ὁ Γάλλος τοῦ εἶχε φέρει κάτι γιὰ νὰ τὸν δροσίσει, ἀλλὰ ὁ Μᾶρκος δὲν τὸ δέχτηκε. Τοῦ ζήτησε μόνο νὰ τοῦ φέρει ἕνα κομποσχοίνι καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ προσεύχεται γι' αὐτὸν στὸν Παράδεισο.
Ὅταν πέρασαν δυὸ ὧρες, ἀκριβῶς ὅπως τὸ εἶχε ἀκούσει στὸν ὕπνο του ὁ Μάρτυρας, ἦρθαν πολλοὶ Τοῦρκοι νὰ τὸν πάρουν, γιὰ νὰ τὸν πᾶνε στὸν καδή, δηλαδὴ στὸν Τοῦρκο δικαστή. Τοῦ εἶπαν νὰ φορέσει τὰ καλά του ροῦχα, ἀλλὰ ὁ Μάρτυρας δὲν τὸ δέχτηκε.
«Δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ροῦχα» τοὺς εἶπε, ἐπειδὴ ἤξερε πὼς πηγαίνει στο μαρτύριο. Στον δρόμο ποὺ πήγαινε ξυπόλητος, καὶ μὲ τὰ χέρια δεμένα πίσω, εἶχε χαρούμενο πρόσωπο, καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ συναντοῦσε τοὺς προσκυνοῦσε λέγοντας:
«Συγχωρᾶτε με, ἀφεντικά μου Χριστιανοί, γιὰ τὸ σφάλμα ποὺ ἔκανα ὅταν δὲν ἤξερα τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστης μας».
Συνεχῶς ἔλεγε τὸ «Κύριε ἐλέησον» καὶ, ὅταν συναντοῦσε κανέναν Τοῦρκο, ἔκλαιγε γι' αὐτόν. Ἄλλοτε σιγόψελνε ἢ ἀπήγγελλε τὸ «Πιστεύω».
Ὅταν ἔφτασε μπροστὰ στὸν καδή, ἐκεῖνος θέλησε πάλι νὰ δοκιμάσει μήπως καὶ τὸν πείσει μὲ καλοπιάσματα καὶ φοβέρες. Ὁ Μᾶρκος τοῦ ἀπάντησε:
«Ἐγὼ Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω. Κι ὅταν τούρκεψα, σᾶς ὁρκίζομαι πὼς δὲν ἤξερα τί ἔκανα· ἀλλὰ τώρα ποὺ μὲ φώτισε ὁ Θεός, βλέπω τὸ μεγαλεῖο τῆς ἅγιας πίστης μας καὶ τὴν ἀλήθεια της καὶ εἶμαι ἀποφασισμένος πέρα για πέρα νὰ πεθάνω γι' αὐτήν. Οὔτε καὶ φοβᾶμαι κανέναν, ἀφοῦ ἦρθα γυρεύοντας νὰ πεθάνω· κάνε, λοιπόν, ὅ,τι σοῦ ἀρέσει».
Ὁ καδὴς ἤλπιζε ἀκόμη ὅτι θὰ κλονίσουν τὸν Μάρτυρα οἱ ἀπειλὲς γιὰ βασανιστήρια καὶ τοῦ ἔδειξε ἕνα σκοινί λέγοντας:
«Αὐτὸ εἶναι ἑτοιμασμένο γιὰ σένα».
Ὁ γενναῖος Μάρτυρας τότε τοῦ ἀπάντησε:
«Ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ σκοινί, αὐτὸς εἶναι ὁ λαιμός μου. Διέταξε νὰ μοῦ τὸ περάσουν τώρα καὶ θὰ σοῦ χρωστῶ χάρη, γιατὶ δὲν ἔχω χέρια ελεύθερα νὰ τὸ περάσω μοναχός μου».
Ὁ καδὴς τότε ἀπελπίστηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν σκοτώσει γρήγορα, γιατὶ ὁ Μᾶρκος συγκέντρωνε πάνω του τὴ συμπάθεια καὶ τὸν θαυμασμὸ ἀκόμα καὶ ἀνάμεσα στοὺς Τούρκους. Στην τελευταία αὐτὴ στιγμὴ τὸν πλησίασε ὁ χότζας καὶ τὸν συμβούλεψε να γίνει πάλι Τοῦρκος καὶ θὰ τοῦ δώσουν ἀμέσως 3.000 γρόσια. Ὁ Μάρτυρας ἀποκρίθηκε:
«Ἂν ἤξερες τὰ πλούτη τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ μοῦ πρόσφερες τόσο μικρὴ τιμή, μιᾶς καὶ ἀξίζει περισσότερο ἕνας καὶ μόνο Χριστιανὸς παρὰ ὁ κόσμος ὅλος».
Τότε βγῆκε ἡ τελικὴ ἀπόφαση καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Προηγουμένως, ἕνας Τοῦρκος τοῦ ἔδωσε ἕνα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο μὲ μιὰ μαγκούρα καὶ ὁ Ἅγιος βάφτηκε ἀπὸ αἷμα. Ἔτσι, μέσα στὰ αἵματα, τὸν πήγαιναν καὶ στὸν δρόμο. Ὅταν ἔφτασαν μπροστὰ στὸ μαγαζὶ ἑνὸς ράφτη συμπατριώτη του ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὸν εἶδε μέσα στὰ αἵματα, ἔβαλε τὰ κλάματα καὶ τοῦ φώναζε:
«Μᾶρκο, πατριωτάκι μου, νὰ προσεύχεσαι για μένα!» «Αὐτὸ θὰ κάνω γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς μας» ἀπάντησε ὁ Μάρτυρας καὶ συνέχισε: «Μὰ ἐσεῖς κλαῖτε, ἀντὶ νὰ χαίρεστε;»
Προχωρῶντας πιο πέρα ἔφτασε μπροστὰ σ' ἕνα σπίτι ποὺ ἔμεναν Φράγκοι καὶ δυὸ Φράγκισσες βγῆκαν στὸ παράθυρο κλαίγοντας καὶ φωνάζοντας
«Έλεος!».
Τότε ὁ Μᾶρκος σήκωσε τὰ μάτια καὶ εἶπε:
«Γιατὶ κλαῖτε κυράδες; Δὲν βλέπετε ὅτι πηγαίνω στον Παράδεισο;»
Ὅταν ἔφτασε στον τόπο τοῦ μαρτυρίου ἄλλαξε ἡ ὄψη του, φωτίστηκε τὸ πρόσωπό του κι ἔγινε τόσο ὄμορφος ποὺ ὅλοι θαύμασαν, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀκόμα. Ὁ δήμιος, μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι, τὸν διέταξε νὰ πέσει κάτω κι ἐκεῖνος ἔπεσε πρόθυμα. Τρεῖς φορὲς γύρισε γύρω του ὁ δήμιος λέγοντας:
«Ἔχεις καιρὸ ἀκόμα νὰ μετανοιώσεις».
Κι ὁ Μάρτυρας απάντησε:
«Ἂν πρὶν ἤμουν ἀποφασισμένος νὰ πεθάνω, τώρα εἶμαι περισσότερο παρὰ ποτέ!».
Τότε τοῦ ἔδωσε τρεῖς σπαθιές στο πρόσωπο καὶ μ᾿ ἕνα μαχαίρι τοῦ ἔκοψε τὸν λαιμό. Καὶ ἀνέβηκε ἡ μακαρία ψυχή του στὸν οὐρανὸ στεφανωμένη μὲ τὸν στέφανο τῆς νίκης. Το τίμιο λείψανο τὸ πῆραν οἱ Χριστιανοὶ μὲ πολλὲς δυσκολίες καί, ἀφοῦ πλήρωσαν πολλὰ στοὺς Τούρκους, τὸ ἔθαψαν στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Ἦταν τὸ ἔτος 1642 μ.Χ.
Ἄνθρωποι ποὺ βρέθηκαν κοντὰ στὸ μαρτύριο εἶδαν φωτιὲς νὰ κατεβαίνουν ἀπ' τὸν οὐρανό. Ἄλλοι, ποὺ εἶχαν τουρκέψει, ξαναγύρισαν στη χριστιανικὴ πίστη παρακινημένοι ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Μάρκου. Στὸν τάφο τοῦ Μάρτυρα γίνονταν πολλὰ θαύματα.
Τὴν περιγραφὴ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Μελέτιος Συρίγος καὶ περιέχεται στο Νέο Μαρτυρολόγιο τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο «Αλ. καὶ Ε. Παπαδημητρίου». Ἡ δ᾽ ἔκδοση ἔγινε μὲ ἐπιστασία τοῦ Β. Πάσχου.
Πολλὲς καὶ ἀξιόπιστες πληροφορίες γιὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Αγίου Μάρκου Κυριακόπουλου ἔχουμε ἀπὸ μιὰ λεπτομερῆ ἔκθεση ἑνὸς ἀποστολικοῦ ἐπιτηρητῇ τοῦ Βατικανού στη Σμύρνη, ὁ ὁποῖος παρακολούθησε, όπως φαίνεται, ἀπὸ πολὺ κοντὰ τὰ γεγονότα.
Ὡς ἡμέρα μνήμης τοῦ μαρτυρίου ὁρίζεται ἀπὸ τὸν ὅσιο Νικόδημο ή 14η τοῦ Μαΐου. Ὁ παπικὸς ἀξιωματούχος δίνει ἡμερομηνία 23 Μαΐου, παραμονὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Στὸ Μηναῖο τοῦ Μαΐου δὲν περιλαμβάνεται μνήμη του Μάρτυρος.
Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα