Μάθημα 5

Ο Βίος του Αγίου Πλάτωνα

Ο Βίος του Αγίου Πλάτωνα


Ὁ Άγιος Μάρτυς Πλάτων ἦταν ἀπὸ τὴν Άγκυρα τῆς Γαλατίας κι έζησε κατὰ τὰ τέλη του 3ου αἰῶνος. ἐποχὴ διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν. Εἶχε γονεῖς εὐγενεῖς καὶ ὀρθοδόξους καὶ τοῦ ἔδωσαν σπουδαία ἀνατροφὴ καὶ μόρφωση, ὥστε ἡ βιοτή του ἔδειχνε ἕναν συνετὸ καὶ σοφότατο νέο.
 Ὁ Πλάτων ἔβλεπε με μεγάλη θλίψη καὶ ἀγανάκτηση τὰ βασανιστήρια, στα οποία υπέβαλλαν οἱ εἰδωλολάτρες τοὺς Χριστιανούς κι έκανε έργο του νὰ τοὺς στηρίζει, ξοδεύοντας χωρὶς νὰ λυπᾶται τὰ χρήματά του, γιὰ νὰ βοηθεῖ τοὺς πτωχούς.
 Ἐπειδὴ μὲ τὸν ἐνθουσιασμὸ ποὺ εἶχε ὁμολογοῦσε φανερὰ τὴ χριστιανική του πίστη συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἐπίτροπο Αγριππίνο. Ο Αγριππίνος προσπάθησε με ήπιο τρόπο νὰ τὸν φέρει στην ειδωλολατρία, ἐξευτελίζοντας τη χριστιανική πίστη.

-«Πῶς ὅλος ὁ κόσμος φυλάττει την πατροπαράδοτη πίστη καὶ μόνος εσύ ἀτιμάζεις τοὺς θεοὺς καὶ προσκυνάς ἕναν Θεὸ σταυρωμένο; Πες μου τὸ ὄνομά σου, τὸ ἀξίωμά σου καὶ τὴν πατρίδα σου».
 -«Πατρίδα μου καὶ πίστη καὶ ὄνομά μου εἶναι νὰ ονομάζομαι καὶ νὰ εἶμαι Χριστιανός. Οἱ γονεῖς μου μὲ ονόμασαν Πλάτωνα, εἶμαι ἀπὸ τὴν πόλη αὐτὴ καὶ εἶμαι δοῦλος Χριστοῦ, γιὰ τὸν Ὁποῖον εἶμαι πρόθυμος νὰ ὑπομείνω καὶ δεσμὰ καὶ βάσανα, ἀκόμα καὶ θάνατο».

 Ὁ Ἀγριππῖνος ἀκόμα ἤλπιζε νὰ κάμψει τὸ μαρτυρικὸ φρόνημά του καὶ συνέχιζε:

-«Ἐπειδὴ φαίνεσαι συνετὸς, ἄκουσέ με, γιατὶ ὅσα σοῦ λέω εἶναι ὠφέλιμα καὶ γι' αὐτὸ νὰ μὴν προτιμήσεις τὴν ἀτιμία ἀπὸ τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς, τὰ βασανιστήρια ἀντὶ τῆς δόξας. Γιατὶ ξέρεις τί προστάζει ὁ βασιλιὰς νὰ παθαίνουν οἱ Χριστιανοί».

-«Ξέρω, ἀλλὰ ὁ Χριστός μου εἶναι ἀσυγκρίτως δυνατότερος καὶ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς καὶ ἀπὸ τοὺς δαιμονικοὺς θεούς σας καὶ Αὐτὸς θὰ μὲ φροντίσει. Μάθε, λοιπόν, ὅτι οὔτε μὲ τὰ βασιλικά προστάγματα πείθομαι οὔτε τὶς συμβουλές σου ἀκούω. Ἑτοιμάσου νὰ μὲ πολεμήσεις όσο θέλεις».

 Βλέποντας ὁ τύραννος ὅτι δὲν πείθεται ὁ Πλάτων, ἄρχισε τὰ βασανιστήρια. Ἔβαλε καὶ τὸν κρέμασαν σὲ τέσσερα μέρη ἀπὸ τὰ ἄκρα του καὶ ἔτσι ἁπλωμένο τὸν ἔδερναν δεκαέξι βασανιστὲς ἀπὸ δύο-δύο, γιὰ νὰ ξεκουράζονται. Ὁ μακάριος Πλάτων ὑπέφερε θαρραλέος καὶ πρᾶος τὰ βασανιστήρια μὲ τὴ θεία δύναμη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ τόσα χτυπήματα δεν φαίνονταν πληγὲς καὶ σημάδια στὸ σῶμα του, ὥστε ἀκόμα καὶ ὁ τύραννος θαύμαζε. Γι' αὐτὸ τὸν ξεκρέμασε καὶ τὸν ἔκλεισε στη φυλακή. Μαζί του κατευθύνθηκαν στη φυλακὴ καὶ πολλοὶ ποὺ, παρακολουθῶντας τὸ μαρτύριο, πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἢ δυναμώθηκε ἡ πίστη ποὺ εἶχαν καὶ προτιμοῦσαν κι αὐτοὶ τὸ μαρτύριο ἀπὸ τὴ ζωή.
 Ὁ Μάρτυς Πλάτων μίλησε πρὸς αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ τοὺς εἶπε ὅτι τὰ παρόντα εἶναι λυπηρὰ, ἀλλὰ ὅταν κανεὶς συλλογίζεται τὰ αἰώνια καὶ ἀσύγκριτα ὡραῖα ἀγαθὰ, τότε θεωρεῖ ἕνα τίποτα ὅλα τὰ πρόσκαιρα. 

«Ἂν εἶναι τιμὴ νὰ βασανιστεῖ κανεὶς γιὰ τὴν πρόσκαιρη πατρίδα, πόση τιμὴ θὰ λάβει ὅποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν αἰώνια;»

Καὶ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοὺς ἔστειλε στὰ σπίτια τους καὶ μπῆκε μόνος στη φυλακή.
 Ἐκεῖ ὁ Μάρτυς ζήτησε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ στὸ μαρτύριό του καὶ ἐνισχύθηκε. Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες τὸν κάλεσε πάλι ὁ κριτὴς καὶ τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ δώσει τὴν ἀνιψιά του γιὰ γυναῖκα, ἂν δεχτεῖ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ μάρτυρας γέλασε, ὅταν τὸ ἄκουσε, καὶ γι' αὐτὸ ὁ τύραννος θύμωσε πολὺ καὶ διέταξε νὰ τὸν ξαπλώσουν ἐπάνω σὲ σιδερένιο κρεβάτι κι ἀπό κάτω ν' ἀνάψουν φωτιὰ ἐνῶ ἀπὸ πάνω νὰ τὸν δέρνουν μὲ βέργες, γιὰ νὰ πεθάνει μὲ πόνους μεγάλους. Ἐνῶ, ὅμως, αὐτοὶ ποὺ ἦταν μπροστὰ αἰσθάνονταν φόβο καὶ φρίκη, ὁ Μάρτυς φαινόταν σὰν νὰ ἦταν ξαπλωμένος σὲ δροσερὰ λιβάδια. Κάποιος ἀξιωματούχος ποὺ ἦταν κοντὰ τοῦ φώναξε: «Θυσίασε, ἄθλιε!». Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀπάντησε: 

«Ἐγὼ μόνο στον Χριστό μου θὰ κάνω θυσία, ὁ Ὁποῖος μπορεῖ νὰ μὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ χέρια σας». 

Ὁ ἀξιωματοῦχος ἄρχισε τότε νὰ βλασφημεῖ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ Ἅγιος τὸν ἔλεγξε. 

«Δεν ντρέπεστε, ἄθλιοι, νὰ λατρεύετε θεοὺς ποὺ εἶναι χειρότεροι ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, ἀναίσθητοι καὶ ἀφελεῖς;»

 Ὁ τύραννος ἐπέμενε ἀκόμα καὶ τοῦ εἶπε: 

«Πὲς μόνο ὅτι εἶναι μεγάλος θεὸς ὁ Ἀπόλλων καὶ τότε θὰ σὲ λευτερώσω καὶ θὰ σὲ κάνω φίλο μου».

 Ὁ Ἅγιος, ὅμως, τον κοίταξε αὐστηρὰ καὶ τοῦ εἶπε: 

«Ὁ Θεὸς νὰ μὴν τὸ δώσει ἀπὸ τὸ φόβο τῶν βασιλέων σου νὰ ἀρνηθῶ τὸν Δημιουργό μου, νὰ λυπηθῶ ἐδῶ τὸ σῶμα μου καὶ νὰ φλογίζομαι στὴν ἄλλη ζωὴ αἰώνια. Γιὰ μένα ζωὴ εἶναι τὸ νὰ πεθάνω γιὰ τὸν Χριστό. Γι' αὐτὸ καὶ σὺ ἄφησε τὸ σκοτάδι κι ἔλα στὴν ἀλήθεια».

 Ὁ τύραννος ἀγρίεψε πολὺ, ὅταν ἄκουσε τὸν Ἅγιο νὰ τὸν προκαλεῖ ν' ἀλλάξει τὴν πίστη του, καὶ πρόσταξε νὰ τὸν σηκώσουν ἀπὸ τὸ σιδερένιο κρεβάτι καὶ νὰ τὸν βάλουν σὲ ἄλλο βασανιστήριο. Ὁ Πλάτων σηκώθηκε χαρωπὸς καὶ ἀβλαβὴς καὶ μιὰ εὐωδία ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σῶμα του, ποὺ ἔκανε πολλοὺς νὰ ἐμψυχωθοῦν στὴν εὐσέβεια καὶ νὰ φωνάζουν «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν!».
 Ὁ τύραννος ἀκόμα δὲν μεταπείθεται, ἐπιμένει στὸν σατανικό σκοπό του καὶ λέει στον Μάρτυρα: 

    -«Ἂν δὲν θέλεις νὰ θυσιάσεις, τουλάχιστον βλασφήμησε μόνο τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἀμέσως θὰ ἐλευθερωθεῖς».
 -«Καρδιά διεστραμμένη, τὸν Δεσπότη καὶ Βασιλέα μου νὰ βλασφημήσω, ποὺ μοῦ χάρισε τὴ ζωὴ καὶ μὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Φύγε ἀπὸ μένα, ἐργάτη τῆς ἀνομίας».

 Θυμωμένος πολὺ ὁ τύραννος διέταξε να βάλουν στις μασχάλες του σφαίρες πυρακτωμένες. Ὁ Μάρτυς καιγόταν καὶ καπνοὶ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὴ μύτη του· ὅμως δὲν δείλιασε. Κάποιος τὸν συμβούλεψε νὰ θυσιάσει ἐπιτέλους στὰ εἴδωλα, γιατὶ δὲν θ᾽ ἀντέξει στὰ βασανιστήρια, ὁ Ἅγιος, ὅμως, τὸν περιφρόνησε κι ἔστρεψε τὰ μάτια του ἐπάνω ζητῶντας τὴ θεία βοήθεια: 

«Ἴδε, Κύριε, καὶ μὴ μακρύνῃς ἀπ' ἐμοῦ, διότι θλίψις ἐγγύς, ὅτι πῦρ καὶ σίδηρος τὴν ψυχήν μου διεμερίσαντο, ἀλλὰ σὺ εἶ Θεὸς μόνος ὁ ποιῶν θαύματα καὶ σοῦ ἐστι τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν».

 Αμέσως ἔγινε σεισμὸς δυνατὸς κι ὅλοι φοβήθηκαν. Ὁ Ἀγριππῖνος ἀσυγκίνητος ἀκόμη πρόσταξε νὰ τοῦ γδάρουν τις σάρκες του, αὐτὸς ὅμως καὶ ὅση ώρα τὸν ἔγδερναν ἔψελνε:

«Υπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου καὶ ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύος καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατεύθυνε τὰ διαβήματά μου». 

Πῆρε ἀκόμη μὲ τὰ χέρια του ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὶς σάρκες ποὺ τοῦ κόβανε καὶ τὸ πέταξε στὸ πρόσωπο τοῦ τυράννου λέγοντας:

«Πάρε, αἱμοβόρε σκύλε, καὶ φάε, ἀφοῦ ὀρέγεσαι ἀνθρώπινες σάρκες».

 Ὁ ἀναίσθητος Ἀγριππῖνος διέταξε τότε νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ τοῦ σχίζουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια κι, ἐπειδὴ ἀκόμα ἔμενε στέρεος στη θέλησή του ὁ Πλάτων, διέταξε νὰ τοῦ γδέρνουν τὸ δέρμα τοῦ προσώπου του, ὥσπου φάνηκαν οἱ φλέβες καὶ τὰ ὀστᾶ του. Καὶ συνέχιζε νὰ τὸν προκαλεῖ νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς του, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει καὶ λυπηθοῦν οἱ βασανιστές του, ποὺ τὸν ἀγαποῦν! Καὶ συνέχισε νὰ τὸν ἔχει κρεμασμένο καὶ νὰ τοῦ ξεσχίζουν καὶ τὰ πόδια μέχρι τοὺς ἀστραγάλους. Τοῦ ἔλεγε ἀκόμη πώς, ἐφόσον εἶναι συνώνυμος τοῦ φιλοσόφου Πλάτωνα, πρέπει νὰ τοῦ μοιάσει καὶ στὴ σοφία καὶ νὰ μὴν ἐπιμένει στὴν ἄρνησή του. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Μάρτυς ἔμενε ἀμετάθετος, τὸν φυλάκισε πάλι καὶ διέταξε νὰ τοῦ δίνουν λίγο ψωμὶ καὶ λίγο νερό, ἴσα μόνο γιὰ νὰ μὴν πεθάνει. Καὶ σὲ δεκαοκτώ ἡμέρες τὸν ἔφερε πάλι μπροστά του καὶ τὸν ρώτησε ἂν πιστεύει τὴν πίστη τοῦ βασιλέως. Ὁ γενναῖος Μάρτυς ἀπάντησε:

 «Η δική μου ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατός μου γι' Αὐτὸν εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο μου κέρδος».

 Τότε ἀποφάσισε ὁ Ἀγριππῖνος νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει κι ἐκεῖνος τὸ ἄκουσε μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση καὶ, λίγο πρὶν πέσει τὸ ξίφος τοῦ δημίου, εἶπε μὲ μεγάλη ἀγαλλίαση:

«Κύριε, εἰς χεῖρας Σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου».

 Καὶ τότε τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν ἡ 18η Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 296 μ.Χ.
 Κάποιοι ἀπ' αὐτοὺς ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸ μαρτύριο τοῦ Αγίου Πλάτωνος καὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸ παράδειγμά του πῆραν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τὶς πρέπουσες τιμές. Ἔτσι δόξασε ὁ Μεγαλομάρτυς νεαρὸς Πλάτων τὸν Χριστὸ καὶ ἀντεδοξάσθη ἀπ᾿ Αὐτόν.