Μάθημα 4

Ο Βίος των Αγίων Ευσταθίου, Θεοπίστης, Αγαπίου και Θεοκτίστου

Ο Βίος των Αγίων Ευσταθίου, Θεοπίστης, Αγαπίου και Θεοκτίστου


Η ἱστορία – συναξάρι αὐτῆς τῆς οἰκογένειας εἶναι μυθιστορηματικὴ στὴν πλοκὴ τῶν περιπετειῶν, ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι πραγματική. Ὁ Εὐστάθιος ἦταν στρατηγὸς τοῦ βασιλέως Τραϊανοῦ, ὁ ὁποῖος βασίλεψε στη Ρώμη μέχρι το 98 μ.Χ. Ἦταν ἀρχικὰ εἰδωλολάτρης καὶ αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ εἶχαν τὰ ὀνόματα Πλακίδας καὶ Τατιανή. Παρὰ τὸ ὅτι ἦταν εἰδωλολάτρες, ὅμως, εἶχαν ἀγαθὴ προαίρεση καὶ οἱ δύο καὶ στολίζονταν μὲ ἀσυνήθιστες ἀρετές, ὅπως τὴν ἐγκράτεια, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἐλεημοσύνη. Εἶχαν καὶ δυὸ μικροὺς γιούς.
 Ὁ Πλακίδας ἦταν σπουδαῖος στρατηγὸς τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, φημισμένος γιὰ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ στρατοῦ. Ὅταν δὲν εἶχαν πολέμους συνήθιζε νὰ ἀσκεῖ τοὺς στρατιῶτες του μὲ τὸ κυνήγι ἄγριων ζώων στα δάση καὶ σ' αὐτὲς τὶς κυνηγετικὲς ἐκστρατεῖες συμμετεῖχε καὶ ὁ ἴδιος.
 Σὲ μία τέτοια κυνηγετικὴ ἐκστρατεία βγῆκε μπροστά στοὺς στρατιῶτες ἕνα ἐλάφι μεγαλόσωμο, τὸ ὁποῖο ἄρχισαν πολλοὶ ἱππεῖς νὰ τὸ καταδιώκουν, ἀλλὰ ἀπέκαμαν κι αὐτοὶ καὶ τὰ ἄλογά τους καὶ σταμάτησαν. Ὁ ἀνδρεῖος, ὅμως, στρατηγός, σαν μαγνητισμένος ἀπὸ τὸ θήραμα, γιατὶ τὸ ἐλάφι φεύγοντας γύριζε συχνὰ τὸ κεφάλι καὶ τὸν κοίταζε στὰ μάτια, συνέχισε να το κυνηγά μέχρι ποὺ σταμάτησε σ' ἕνα χαντάκι, ὅπου τὸ ἐλάφι πήδησε καὶ στάθηκε ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἐνῶ τὸ ἄλογο δὲν μποροῦσε νὰ πηδήξει. Γύρισε τότε τὸ ἐλάφι καὶ τὸν κοίταξε ἤρεμο και τότε ὁ Πλακίδας εἶδε μὲ ἔκπληξη ἀνάμεσα στὰ δύο κέρατα τοῦ ζώου ἕναν σταυρὸ ποὺ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο, μὲ τὸν ἐσταυρωμένο Χριστὸ πάνω του κι ἀπὸ κεῖ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει:

– Γιατί, Πλακίδα, μὲ διώκεις; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ποὺ δὲν Μὲ ξέρεις, ἀλλὰ Μὲ τιμᾶς μὲ τὰ ἔργα σου· καὶ γιὰ σένα ἐμφανίστηκα πάνω σὲ τοῦτο τὸ ζῶο. Οἱ ἐλεημοσύνες σου εἶναι πάντοτε ἐνώπιόν Μου. Γι' αὐτὸ καὶ ἦρθα ὁ Ίδιος, γιὰ νὰ σὲ συλλάβω στὰ δίχτυα τῆς φιλανθρωπίας Μου. Δὲν εἶναι δίκαιο ἕνας ἄνθρωπος καλὸς σὰν ἐσένα νὰ μὴ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ λατρεύει τὰ κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα. Ἐγώ, γιὰ νὰ σώσω τὸν κόσμο, πῆρα ἀνθρώπου μορφὴ καὶ ἦρθα σ' αὐτόν.

 Ὅταν τ' ἄκουσε αὐτὰ ὁ στρατηγὸς ἔπεσε στὴ γῆ ἀπὸ τὸν τρόμο του καί, ὅταν συνῆλθε, ρώτησε:

– Τίνος εἶναι ἡ φωνὴ ποὺ ἀκούω;

– Μάθε, Πλακίδα, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ Οποῖος ἔχτισα τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ χώρισα τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ἔκανα αστέρια νά φέγγουν τη νύχτα, ἔκανα τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύχτες, τοὺς μῆνες καὶ τὰ ἔτη, ἔπλασα τὸν ἄνθρωπο ἐκ τοῦ μηδενὸς καὶ γιὰ τὴ σωτηρία του ἦρθα στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος, σταυρώθηκα καὶ ἐτάφην καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκα.

 Ὁ στρατηγὸς ἔπεσε πάλι καὶ προσκύνησε καὶ εἶπε:

 – Θα μου φανερώσεις ἐκεῖνα ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκες;

 Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ἀκούστηκε πάλι:

 – Εὐτυχὴς εἶσαι, Εὐστάθιε, γιατί δέχτηκες τὸ βάπτισμα καὶ νίκησες τη δύναμη τοῦ διαβόλου. Δὲν θὰ πάψει, ὅμως, νὰ σὲ πολεμεῖ καὶ νὰ σὲ βάζει σὲ πολλοὺς πειρασμούς, γιὰ νὰ βλαστημήσεις καὶ ν' ἀρνηθεῖς τὴν πίστη σου καὶ νὰ πέσεις στὴν αἰώνια κόλαση. Θα πάθεις ὅ,τι ἔπαθε καὶ ὁ Ἰώβ, ἀλλὰ στὸ τέλος θὰ νικήσεις.

 Ὁ Εὐστάθιος βέβαια κλονίστηκε μὲ τὸν λόγο ὅτι θὰ περάσει τοὺς πειρασμοὺς τοῦ Ἰὼβ καὶ παρακάλεσε, ἂν εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ δοκιμάσει αὐτοὺς τοὺς πειρασμούς. Ἂν, ὅμως, θέλει ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δοκιμάσει, ἂς τὸν δυναμώσει, γιὰ νὰ εἶναι στερεὸς στὴν πίστη του. Ὁ Θεὸς τοῦ ἀπάντησε:

 – Ἀνδρίζου, Εὐστάθιε, καὶ ἀγωνίζου ὑπὲρ τῶν καλῶν ἔργων. Ἡ Χάρη Μου θὰ συνοδεύει ἐσένα καὶ τὴ συνοδεία σου.

 Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Εὐστάθιος γύρισε σπίτι καὶ τὰ διηγήθηκε στη γυναῖκα του. Μετὰ ἀπὸ λιγες μέρες ἔπεσε ἐπιδημία καὶ πέθαναν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ τους, συγγενεῖς καὶ ὑπηρέτες. Τότε και κατάλαβαν ὅτι ἄρχισε ἡ πραγματοποίηση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ καὶ Τὸν εὐχαρίστησαν, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἰώβ. Σὲ λίγες μέρες ψόφησαν καὶ ὅλα τὰ ζῶα τους. Ὁ Εὐστάθιος καὶ ἡ Θεοπίστη ὑπέμειναν καὶ αὐτὴ τὴ συμφορὰ μὲ ἀταραξία. Καὶ μιὰ μέρα ποὺ ὅλη ἡ οἰκογένεια πῆγαν στὴν ἐξοχὴ γιὰ ἀναψυχὴ γύρισαν καὶ βρῆκαν τὸ σπίτι τους λεηλατημένο ἀπὸ κλέφτες ποὺ μπῆκαν κατὰ τὴν ἀπουσία τους. Ἔτσι συμπληρώθηκε ἡ πρώτη φάση τῶν συμφορῶν τοῦ Ἰὼβ καὶ βρέθηκαν ὁ Εὐστάθιος καὶ ἡ γυναῖκα του μὲ τὰ παιδιά τους πάμφτωχοι, στερημένοι ἀπ' ὅλα τὰ ἀγαθά τους. Τότε αποφάσισαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴ Ρώμη, γιὰ νὰ μὴ ντροπιάζονται στὴν κατάσταση ποὺ βρέθηκαν, καὶ προτίμησαν νὰ πᾶνε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου εἶναι καὶ ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, βρέθηκαν σὲ λίγες μέρες στὴν Αἴγυπτο καὶ ἀπὸ κεῖ μπῆκαν σὲ πλοῖο, γιὰ νὰ τοὺς πάει στὴν Παλαιστίνη.
 Ὅταν τὸ πλοῖο ἔφτασε στον προορισμό του, ὁ πλοίαρχος, ποὺ ἔβαλε στὸν νοῦ του να πάρει δική του τὴ Θεοπίστη, ποὺ ἦταν ὡραία γυναῖκα, ζήτησε πολὺ μεγάλο ναῦλο καὶ, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τόσα χρήματα, ἔκρινε σωστὸ νὰ κρατήσει τὴ γυναῖκα του. Ὁ Εὐστάθιος ἀντιστάθηκε καὶ ὁ πλοίαρχος διέταξε τοὺς ναῦτες νὰ τὸν πετάξουν μαζὶ μὲ τοὺς γιούς του στὴ θάλασσα. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅμως, κατόρθωσαν νὰ βγοῦν στὴ στεριὰ κολυμπῶντας.
 Κλαίγοντας γιὰ τὴ συμφορά του προχωρεῖ πρὸς τὸ ἄγνωστο ὁ Εὐστάθιος, σέρνοντας μαζί του καὶ τὰ παιδιά του. Στον δρόμο τους βρίσκουν ἕνα ποτάμι καὶ ἀφήνει τὸ ἕνα παιδὶ στὴ μιὰ ὄχθη, γιὰ νὰ περάσει τὸ ἄλλο στὴν ἄλλη μεριά. Τὴν ὥρα, ὅμως, ποὺ ἦταν στὴ μέση τοῦ ποταμοῦ, εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸ ἕνα παιδι νὰ τὸ ἁρπάζει ἕνα λιοντάρι καὶ τὸ ἄλλο ἕνας λύκος. Ἔτσι, μέσα σὲ μιὰ ἀπέραντη θλίψη, μὲ πόνο πατρικό καὶ μοναξιά, ὁ μακάριος Εὐστάθιος συνέχισε τὸν δρόμο του ξέροντας ὅτι ἔχασε για πάντα καὶ μὲ τὸν πιὸ ὀδυνηρὸ τρόπο τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του. Προσευχόταν μὲ πολὺ πόνο στὸν Θεὸ καὶ παραπονιόταν ὅτι τὰ δικά του βάσανα εἶναι περισσότερα ἀπὸ τοῦ Ἰώβ, γιατί ἐκεῖνος εἶχε τουλάχιστον τὴ γυναῖκα του γιὰ παρηγοριὰ καὶ κάποιους φίλους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν. Καὶ κατέληγε:

– Δός μου, Κύριε, ὑπομονὴ καὶ γενναιοκαρδία, γιὰ νὰ ὑποφέρω ὡς πιστὸς δοῦλος Σου τοὺς πειρασμούς.

 Ἔτσι περπατῶντας ἔφτασε σὲ κάποια πόλη ποὺ ὀνομαζόταν Βάδησος, ὅπως γράφει ὁ Συναξαριστής. Ἀπὸ τὴ συνέχεια μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι εἶναι τὸ παλαιότερο ὄνομα τῆς σύγχρονης Βηρυττοῦ, πρωτεύουσας τοῦ Λιβάνου. Ἐκεῖ ἔζησε δεκαπέντε χρόνια δουλεύοντας στὴν ἀρχὴ ὡς ἐργάτης γῆς καὶ μετὰ τὸ πρῶτο ἔτος ὡς ἀμπελοφύλακας.

 Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅμως, δὲν εἶχε ἐγκαταλείψει τὸν Εὐστάθιο. Τὰ παιδιά του, ποὺ τὰ θεωροῦσε φαγωμένα ἀπὸ τὰ θηρία, τὰ ἔσωσαν κάποιοι βοσκοὶ καὶ γεωργοί ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖ κοντὰ καὶ πάλεψαν μὲ τὰ θηρία, γιὰ νὰ τὰ σώσουν. Οὔτε τὴ γυναῖκα του πείραξε ὁ δόλιος πλοίαρχος, γιατὶ ἀρρώστησε μέσα στὸ πλοῖο καὶ ἀργότερα πέθανε. Ἔτσι ἔζησε ἡ Θεοπίστη ἄγνωστη μέσα σὲ ἀγνώστους σὲ κάποια πόλη τῆς Ἀνατολῆς, χωρὶς νὰ πάθει τίποτε ἀπ' ὅσα φοβόταν. Καὶ τὰ ἀγόρια του τὰ πῆραν κοντά τους οἱ γεωργοί ποὺ τὰ ἔσωσαν καὶ τὰ ἀνέθρεψαν ὡς ἄγνωστα ὀρφανά. Δεκαπέντε χρόνια μετά τη μεγάλη συμφορὰ ποὺ ἔπληξε τὴν οἰκογένεια τοῦ Εὐσταθίου, στην πόλη ὅπου ζοῦσε ἡ Θεοπίστη ξέσπασε ἐπανάσταση καὶ οἱ ἐπαναστάτες κυρίευσαν πόλεις καὶ φρούρια τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Τραϊανός, στη δύσκολη θέση που βρέθηκε, θυμήθηκε τὸν ἱκανὸ στρατηγὸ Πλακίδα ποὺ ἐξαφανίστηκε πρὶν ἀπὸ χρόνια καὶ ἔστειλε ἀνθρώπους του στις διάφορες πολιτείες, για νὰ τὸν βροῦν. Ἀπὸ αὐτούς, δυὸ παλιοί φίλοι τοῦ Εὐσταθίου, ὁ Ἀντίοχος καὶ ὁ Ἀκάκιος, γύριζαν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο ψάχνοντας γιὰ τὸν στρατηγό. Τέλος, ἔφτασαν στη Βηρυττό. Ὁ Εὐστάθιος τοὺς εἶδε νὰ περνοῦν καὶ συγκινημένος προσευχήθηκε:

– Κύριε, ὅπως εἶδα ἀνέλπιστα τοὺς δύο φίλους μου, δῶσε νὰ δῶ καὶ τὴ γυναῖκα μου. Τὰ παιδιά μου δὲν ἐλπίζω νὰ τὰ ξαναδῶ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο. Μακάρι νὰ τὰ ξαναδῶ στὴν Ἀνάσταση.

 Τότε ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ λέει:

 – Ἔχε θάρρος, Εὐστάθιε, γιατὶ καὶ τὶς πρῶτες τιμὲς θὰ ξαναποκτήσεις καὶ τὴ γυναῖκα σου θὰ δεῖς καί τὰ τέκνα σου καὶ στὴ μέλλουσα ζωὴ θα ἀπολαύσεις μεγαλύτερα ἀγαθὰ καὶ τ᾿ ὄνομά σου θὰ ὑμνεῖται σὲ γενεές γενεῶν.

 Τελικὰ οἱ δύο ἀπεσταλμένοι τοῦ Τραϊανοῦ συνάντησαν τὸν Εὐστάθιο καὶ τὸν ἀναγνώρισαν. Ὅταν βεβαιώθηκαν τελείως, τὸν ἔντυσαν μὲ τὴ στολὴ τοῦ στρατηγοῦ ποὺ ἔφεραν μαζί τους καὶ ἀναχώρησαν γιὰ τὴ Ρώμη. Ὁ Τραϊανός, ὅταν ἔμαθε ὅτι φτάνει ὁ στρατηγὸς Πλακίδας, βγῆκε ἀπὸ τὴν πόλη, γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσει καὶ ἔγινε μεγάλη γιορτὴ γιὰ τὴν ἐπιστροφή τοῦ γενναίου στρατηγοῦ.

 Αμέσως ὁ Εὐστάθιος ἄρχισε νὰ ὀργανώνει τὸν στρατὸ καί, ἐπειδὴ χρειαζόταν καὶ ἄλλους στρατιῶτες, πῆρε βασιλικὴ ἐντολὴ νὰ στρατολογήσει. Η στρατολογία ἔφτασε καὶ στὴν πόλη, ὅπου ζοῦσαν τα παιδιά του καὶ κατατάχτηκαν κι ἐκεῖνα στον ρωμαϊκό στρατό, ἀγνοῶντας βέβαια την ταυτότητα τοῦ στρατηγοῦ, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὸ ὅτι εἶναι ἀδέρφια μεταξύ τους. Μάλιστα, ἐπειδὴ ἦταν σεμνὰ καὶ φαινόταν εὐγενικῆς καταγωγῆς, τὰ πῆρε ὁ Εὐστάθιος στην προσωπική του ὑπηρεσία.
 Οἱ στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ Εὐσταθίου στέφθηκαν ἀπὸ ἐπιτυχία καὶ ὁ στρατὸς πέρασε τὸν ποταμὸ Χρύσπη κι ἔφτασε καὶ στὴν πόλη, ὅπου ζοῦσε ἡ Θεοπίστη. Ὁ Εὐστάθιος, μὴ γνωρίζοντας τίποτε, ἀλλὰ κατ' οἰκονομίαν Θεοῦ βέβαια, έκανε ἕδρα του τὸ σπίτι ἐκεῖνο, ὅπου ὑπηρετοῦσε ἡ Θεοπίστη καὶ ἔστησε τη σκηνή του στὸν κῆπο του.
 Τὰ δυὸ ἀδέρφια σε κάποια ὥρα ἀνάπαυσης ἄρχισαν νὰ διηγοῦνται τὸ ἕνα στὸ ἄλλο τὴν ἱστορία τους καὶ τότε κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἀδέρφια καὶ ἀγκαλιάστηκαν μὲ χαρὰ ἀπερίγραπτη. Τὴν ἐξιστόρηση τῆς ζωῆς τους, ὅμως, τὴν ἄκουσε ἡ μητέρα τους μέσα ἀπὸ τὸ μαγειρεῖο, ἀλλὰ δὲν πρόλαβε νὰ τοὺς μιλήσει. Κατάλαβε, βέβαια, πὼς αὐτὰ εἶναι τὰ παιδιά της καὶ τὴν ἄλλη μέρα πῆγε στὴ σκηνὴ τοῦ στρατηγοῦ νὰ τὰ βρεῖ. Βρῆκε μόνο του τὸν Εὐστάθιο, ἔνιωσε μεγάλη ταραχή μέσα της, ἀλλὰ δὲν τολμοῦσε νὰ ἐρευνήσει περισσότερο. Εἶπε μόνο:

 – Κύριε, ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ μὲ ἔφεραν ἐδῶ αἰχμάλωτη. Γι' αὐτό, σὲ παρακαλῶ, νὰ μὲ πᾶς ἐκεῖ.

 Συζητῶντας, ὅμως μαζί του καὶ παρατηρῶντας ἀπὸ κοντὰ τὸν Εὐστάθιο, ἔβλεπε ὅτι μοιάζει πολὺ μὲ τὸν ἄντρα της καί, ὅταν πείσθηκε, ἔπεσε στα πόδια του καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὰ πάντα.

 – Ἐσὺ εἶσαι ὁ στρατηγὸς Πλακίδας που πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ βαφτίστηκε, ἐγὼ εἶμαι ἡ Θεοπίστη ποὺ μὲ πῆρε αἰχμάλωτη ὁ πλοίαρχος, ἀλλὰ ἔμεινα ἀπείραχτη καὶ ἀμόλυντη μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

 Ὁ Εὐστάθιος, ὅταν τὰ ἄκουσε αυτά, ἔκραξε με δάκρυα στα μάτια:

– Δόξα Σοι, ὁ Θεός μου, δόξα Σοι. Ἐγὼ εἶμαι αὐτός ποὺ λές. 

Καὶ ἀγκαλιάστηκαν εὐτυχισμένοι.

  Ἡ Θεοπίστη μετὰ τὸν ρώτησε ποὺ ἦταν τὰ παιδιά τους.

– Τὰ παιδιά μας τὰ ἔφαγαν τὰ θηρία, ἀποκρίθηκε ὁ Εὐστάθιος.
 – Τὰ παιδιά μας ζοῦν καὶ τὰ ἔχεις κοντά σου, λέει τότε ἡ Θεοπίστη καὶ διηγήθηκε αὐτὰ ποὺ εἶχε ἀκούσει ἀπ' τὰ ἴδια.

 Τότε κάλεσε τοὺς δυὸ στρατιῶτες του ὁ Εὐστάθιος καί, ρωτῶντας τους, βεβαιώθηκε ὅτι αὐτὰ ἦταν τὰ παιδιά τους καὶ ἡ χαρὰ τῆς οἰκογένειας ποὺ ξαναβρέθηκε δὲν περιγράφεται. Ὅλο τὸ στράτευμα πανηγύριζε τὸ εὐτυχὲς γεγονὸς τῆς οἰκογένειας τοῦ στρατηγοῦ ἐπὶ μιὰ ἑβδομάδα.
 Ὁ Άγιος Εὐστάθιος δόξαζε ἀπ' τὴν καρδιά του τὸν Θεὸ κι ἔλεγε:

 – Σ' εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιατὶ δὲν μὲ ἄφησες νὰ πειράζομαι παντοτινὰ, ἀλλὰ μοῦ ἔδωσες ἀνάπαυση τῶν μεγάλων μου θλίψεων. Σὲ δοξάζω, γιατί ὅπως προεῖπες, ἔτσι καὶ ἔπραξες. Τώρα ποὺ εἶδα τὴ γυναῖκα μου καὶ τὰ παιδιά μου, παράλαβε την ψυχή μου.

 Μετὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς ἐκστρατείας ὁ Εὐστάθιος ξεκίνησε νὰ γυρίσει στη Ρώμη. Τότε, ὅμως, ἔτυχε νὰ πεθάνει ὁ Τραϊανὸς καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀδριανός, ποὺ ἔκανε ἄγριο διωγμὸ τῶν Χριστιανῶν. Ὅταν ἔμαθε ὁ Ἀδριανός ὅτι ἐπέστρεψε ὁ στρατηγὸς Πλακίδας καὶ ὅτι στὴν ἐκστρατεία ξαναβρήκε τη γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του, θέλησε νὰ κάνει μιὰ μεγάλη θυσία στὰ εἴδωλα καὶ κάλεσε καὶ τὸν Ἅγιο στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος. Τότε ὁ Εὐστάθιος ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσει στον βασιλιὰ ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ μόνο στὸν Χριστὸ θυσιάζει, Αὐτὸν δοξάζει καὶ Αὐτὸν θὰ εὐχαριστήσει γιὰ τὰ εὐτυχῆ γεγονότα τῆς ζωῆς του.

Τότε ὁ Ἀδριανὸς τὸν διέταξε νὰ ξεζωστεῖ τὴ στρατηγικὴ ζώνη καὶ νὰ σταθεῖ μπροστά του ὡς κατάδικος καὶ αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του. Στη συνέχεια προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει καί, ὅταν εἶδε ὅτι ἦταν ἀδύνατον, διέταξε νὰ τοὺς ρίξουν βορὰ σ' ἕνα ἄγριο λιοντάρι. Το λιοντάρι, ὅμως, ἔσκυψε τὸ κεφάλι μπροστά τους καὶ τοὺς προσκυνοῦσε. Ὕστερα διέταξε νὰ κατασκευάσουν ἕνα μεγάλο χάλκινο κατασκεύασμα σὰν τεράστιο βόδι, κούφιο ἀπό μέσα, καὶ νὰ τὸ πυρώσουν πολλὲς ὧρες, γιὰ νὰ κάψει πολὺ, καὶ νὰ ρίξουν μέσα σ' αὐτὸ τὴν οἰκογένεια τῶν ἁγίων.
 Οἱ Άγιοι Μάρτυρες, πρὶν τοὺς ρίξουν μέσα στὸ καμίνι, προσευχήθηκαν μὲ τέτοια λόγια:

– Κύριε τῶν δυνάμεων, ποὺ ἀξιωθήκαμε νὰ Σὲ δοῦμε, Ἐσὺ ἔκανες νὰ ξαναβρεθοῦμε ἀνέλπιστα. Ὅπως φύλαξες τὰ σώματα τῶν Τριῶν Παίδων στην κάμινο τοῦ Ναβουχοδονόσορα φύλαξε καὶ τὰ δικά μας. Καὶ δῶσε τὴν Χάρη Σου, Κύριε, στὰ λείψανά μας, ὅποιος μᾶς ἐπικαλεῖται νὰ ἔχει θέση στη Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ, ὅταν κινδυνεύει νὰ τὸν σώζεις.

 Τότε ἄκουσαν φωνὴ ἀπ' τὸν οὐρανὸ νὰ τοὺς λέει:

 – Θὰ γίνουν αὐτὰ ποὺ ζητεῖτε καὶ πολὺ περισσότερα, γιατὶ ὑποφέρατε μεγάλους πειρασμοὺς μὲ πολλὴ ὑπομονὴ καὶ γενναιότητα. Γι' αὐτὸ θὰ ἀπολαύσετε μεγάλη χαρὰ στὴν Οὐράνια πατρίδα καὶ θὰ πάρετε τὰ στεφάνια ποὺ σᾶς ἀξίζουν.

 Ἔτσι κλεισμένοι καὶ οἱ τέσσερις μέσα στὸ χάλκινο βόδι παρέδωσαν τις μακάριες ψυχές τους στον Κύριο τὸ ἔτος 126 μ.Χ.
 Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες διέταξε ὁ βασιλιὰς ν' ἀνοίξουν τὸ χάλκωμα καὶ εἶδε καὶ τοὺς τέσσερις ξαπλωμένους σὰν νὰ κοιμοῦνται καὶ οὔτε μια τρίχα τῶν μαλλιών τους δὲν ἦταν καμμένη. Ὅσοι ἦταν μπροστὰ φώναξαν μ' ἕνα στόμα «Μεγάλος ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν!». Ὁ Ἀδριανὸς καταντροπιασμένος ἔφυγε καὶ οἱ Χριστιανοὶ πῆραν τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων καὶ τὰ ἐνταφίασαν καὶ ἀργότερα ἀνήγειραν καὶ ναούς στ' ὄνομά τους. Τιμοῦμε τὴ μνήμη τους την 20η τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου.