
Μάθημα 19
Οι δύο ληστές…ή πιο σωστά ο ένας
Οι δύο ληστές…ή πιο σωστά ο ένας
Ληστές τους ονομάτισαν. Τι άραγε να είχαν κάνει; Ή πιο σωστά, υπήρχε κάτι που δεν έκαναν; Θα λήστεψαν, θα σκότωσαν, θα… Ληστές τους είπε ο λαός κι αυτό θα πει πως ήταν πιο κακούργοι απ' τους κακούργους. Δικάστηκαν όχι με το Χριστό μαζί. Κι όλοι οι δικαστές συμφώνησαν πως τόσα ήταν τα εγκλήματά τους, που έλεος δε θα 'πρεπε να βρουν.
– Η τιμωρία τους να 'ναι παράδειγμα γι' αυτούς που θα 'θελαν να κάνουν έγκλημα. Να φοβηθούν όσοι σκεφτούνε από δω κι εμπρός να κλέψουν, να σκοτώσουνε.
– Ναι, μη τους λυπηθούμε. Κανένα ελαφρυντικό. Γι' αυτό:
– Απάνω σε σταυρό να σταυρωθούνε!
Έτσι το δικαστήριο αποφάσισε. Και οι δυο, λοιπόν, ληστές πήραν στον ώμο το σταυρό τους και ανέβηκαν στο Γολγοθά. Το βλέμμα τους ήτανε σκληρό, καθώς κοιτούσαν τους ανθρώπους, που δίχως λύπηση τούς κοίταζαν κι αυτοί.
-Κακούργοι, δολοφόνοι, πόσες ψυχές σκοτώσατε; Πόσα ορφανά εκάνατε! Σπίτια και σπίτια κλείσαν εξ αιτίας σας.
Κατάρες απ' το πλήθος άκουγαν οι δυο ληστές. Η μια πομπή ήτανε οι φρουροί με τους κακούργους. Η άλλη ήταν ο Σωτήρας μας, που πήγαινε να σταυρωθεί. Οι δυο, γιατί δώσανε θάνατο στους άλλους τους ανθρώπους. Ο Τρίτος, γιατί έδωσε Ζωή και Φως. Ο Τρίτος, ο Χριστός, κοιτούσε όλο αγάπη αυτούς που θέλαν το δικό Του θάνατο. Οι δυο είχανε κάνει ό,τι μπορούσανε το πένθος να σκορπίσουν και το χαλασμό. Ο Τρίτος έδινε ξανά στον άνθρωπο τη θέση του την πρώτη. Να ξαναγίνουν οι άνθρωποι γιοι και θυγατέρες του Θεού.
Οι τρεις σταυροί στηθήκανε γερά στη γη κι απάνω σταυρωθήκανε. Αυτός που έφτιαξε τα σύμπαντα και Κύριος του σύμπαντος εις τους αιώνες είναι, εκεί στη μέση. Απ' τη μια μεριά ο ένας ο ληστής, από τα δεξιά ο άλλος. Οι πόνοι αφόρητοι και για τους τρεις. Μα των ληστών τα μάτια διάπλατα αντίκριζαν το θάνατο με τρόμο. Ο Τρίτος, ο Χριστός, παρακαλάει τον Πατέρα Του να συγχωρήσει, ναι, να δώσει άφεση παρακαλεί, σ' αυτούς που Τον σταυρώνουνε.
– «Δεν ξέρουνε τι κάνουνε» θα πει.

Οι πόνοι δυναμώνουνε και δεν κρατιέται πια ο ένας ο ληστής. Γυρνά, κοιτάζει αγριεμένος τον Χριστό.
– Αν είσαι ο Χριστός, έλα λοιπόν, τι κάθεσαι! Σώσε τον Εαυτό Σου και εμάς.
Έτσι είπε και είχε έχθρα η φωνή του. Αχ και να γινόταν να σωζότανε. Θα δεις πώς θα εκδικιότανε όλους αυτούς που τώρα τον σταυρώσαν.
Κι ο άλλος ο ληστής το ίδιο πόναγε απ' τα καρφιά. Μα πιότερο τον πόναγε εκείνο το καρφί που είχε στην καρδιά. Ξέρεις ποιο λέω; Είναι εκείνο το καρφί, που όταν κάνεις κάτι που δεν πρέπει, κάτι που ο Θεός δε θα ήθελε να το έχεις καμωμένο, να, όταν δηλαδή την αμαρτία κάνεις, έρχεται και σε τυραννά.
Λοιπόν, εκείνος ο ληστής το είδε καθαρά πως λάθος τη ζωή του είχε πάρει. Είδε εκείνη τη στιγμή τους σκοτωμούς και τις κλεψιές που έκανε. Μετάνιωσε! Πώς κι έγινε ληστής;
Σαν άκουσε λοιπόν να λέει ο σύντροφος του τέτοιες κουβέντες στον Χριστό, τους πόνους ξέχασε.
– Μα δε φοβάσαι ούτε τον Θεό; του είπε αγριεμένα.
Αυτός δεν έκανε κακό κανένα. Ενώ εσύ κι εγώ πληρώνουμε για αυτά που τόσο δίκαια μας κατηγόρησαν πως κάναμε – για σκέψου αλήθεια πόσα κάναμε! Αυτά είπε ο ένας ο ληστής και γύρισε με κόπο το κεφάλι του, κοίταξε τον Χριστό μας. Με χαμηλή, όλο μετάνοια φωνή, Τον παρακάλεσε.
– Κύριε, μη με ξεχάσεις, όταν έρθεις στη Βασιλεία Σου.
Πόσο παράξενα αντηχούν τα λόγια του ληστή! Γιατί; Ποια να ήταν τούτη η Βασιλεία; Τι ήξερε τούτος ο φονιάς για το μυστήριο που είναι η Βασιλεία;
Πόσο παράξενα αντηχούν τα λόγια του ληστή. Πού το ήξερε πως είναι ο Χριστός αθώος; Να 'τη η μετάνοια. Ανοίγει άλλους δρόμους, δρόμους που η Χάρη του Θεού φωτίζει, εκείνα που αφώτιστα είναι έξω απ' τα μυστήρια. Είναι γι' αυτούς που δεν μετάνοιωσαν αμπαρωμένες, κλειδωμένες πόρτες.
Κι ο Ιησούς, που είδε τη μετάνοια στα μάτια του ληστή, στα μάτια μα και στην καρδιά του είδε τούτη την μετάνοια, το υποσχέθηκε.
– Σου λέω αλήθεια πως σήμερα κιόλας θα είσαι μαζί Μου στον Παράδεισο».
Που πάει να πει: Τώρα που γνώρισες για Μένα την Αλήθεια, μπορεί να ζεις με Μένα. Γιατί Παράδεισος είναι να ζει κανείς μαζί Μου.
Λουκ. κγ' 27-46
Προηγούμενη ενότητα
Επόμενη ενότητα