
Μάθημα 8
Οἱ θρῦλοι τῆς Ἁγίας Σοφίας...
Οἱ θρῦλοι τῆς Ἁγίας Σοφίας...
Ἡ Ἁγία Σοφία εἶναι ἕνα μνημεῖο γεμᾶτο ἱστορία, ἀλλὰ καὶ θρύλους ποὺ ἔχουν διασωθεῖ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Παρακάτω παρουσιάζονται μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ γνωστοὺς θρύλους ποὺ σχετίζονται μὲ αὐτὸ τὸ ἐμβληματικὸ κτίσμα.
1. Ὁ Μαρμαρωμένος Βασιλιᾶς

Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διάσημους θρύλους τῆς Ἁγίας Σοφίας εἶναι αὐτὸς τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, κατὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1453, ἕνας Βυζαντινὸς αὐτοκράτορας, ὁ Ἰωάννης Βατάτζης, ὅταν πέθανε, ἕνας ἄγγελος τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔκρυψε μέσα σὲ μιὰ μυστικὴ σπηλιὰ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, ὁ βασιλιᾶς θὰ ξυπνήσει, θὰ πάρει τὸ σπαθί του καὶ θὰ διώξει τοὺς κατακτητές, ἐπαναφέροντας τὴ Βασιλεύουσα στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων.
2. Οἱ Κρυμμένοι Ἱερεῖς
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἅλωσης, τὴν ὥρα ποὺ οἱ Ὀθωμανοὶ εἰσέβαλαν στὸν ναό, κάποιοι ἱερεῖς τελοῦσαν λειτουργία. Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ στρατιῶτες πλησίασαν, ἕνας τοῖχος ἄνοιξε καὶ τοὺς κατάπιε. Λέγεται ὅτι παραμένουν κρυμμένοι ἐκεῖ μέσα καὶ, ὅταν ἡ Ἁγία Σοφία ἐπιστρέψει στὴ χριστιανοσύνη, οἱ ἱερεῖς θὰ συνεχίσουν τὴ λειτουργία ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ σταμάτησαν.
Περιγράψετε τὶς σκέψεις σας, ἀφοῦ διαβάσετε τό παρακάτω δημοσιευμένο κείμενο.
«Πρὶν μερικὰ χρόνια λοιπόν, λιγότερα ἀπὸ δεκαετία, ὑπηρετοῦσαν, ἀπ' τὴ μιὰ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἕβρου, στὰ σύνορα, ποὺ διαιροῦν τὴ Θράκη μας στὰ δύο, ἀντίστοιχα, Ἕλλην καὶ Τοῦρκος στρατηγός. Οἱ δύο ἄνδρες εἶχαν συνδεθεῖ μὲ στενὴ μεταξύ τους φιλία. Πολὺ περισσότερο ποὺ ὁ Τοῦρκος στρατηγὸς εἶχε σύζυγο Ἑλληνίδα.
Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρὸς νὰ μετατεθοῦν γιὰ ἄλλη ὑπηρεσία, προσκάλεσε ὁ Τοῦρκος τὸν Ἕλληνα συνάδελφό του. «Τόσον καιρό», τοῦ εἶπε, «περάσαμε ἀνέφελα μαζί. Οἱ διαφορὲς ποὺ ἔχουν οἱ δύο χῶρες μας, μεταξύ τους, δὲν ἐπηρέασαν τὴ φιλία μας. Ἀλλὰ κι ἐμεῖς οἱ Τοῦρκοι θεωροῦμε τὴ φιλία ἱερή. Θὰ ἤθελα αὔριο τὸ βράδυ νὰ σοῦ τὸ ἀποδείξω».
Τὴν ἑπόμενη, στὶς 10 ἀκριβῶς, ὁ Ἕλλην ἐπιβιβαζόταν στὸ ἰδιωτικὸ αὐτοκίνητο τοῦ Τούρκου. Νύχτα ἀφέγγαρη ἦταν. Ἐρημικοὶ οἱ δρόμοι. Ἀνοιχτὴ κι ἡ λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας πρὸς τὴν Πόλη. Κοντὰ μεσάνυχτα πρέπει νὰ πλησίασαν στὶς παρυφές της, ὕπνος βαθὺς εἶχε καθηλώσει στὰ κρεβάτια τοὺς κατοίκους της. Ἡσυχία στοὺς δρόμους.
Γρήγορος, ὁ ὁδηγὸς Τοῦρκος, μπῆκε, βγῆκε ἀπὸ στενά, ἀπὸ περιπεπλεγμένα σὰν κουβάρι καλντερίμια. Νύχτα ἀφέγγαρη. Ἔσβησε τὴ μηχανή, σταμάτησε μπροστὰ σὲ καγκελόπορτα μὲ γραφὲς στὰ Ἑλληνικά. Ὁ γοργὸς ρυθμός, ἡ ἀγωνία, ἡ περιέργεια, δὲν ἄφηναν στὸν Ἕλληνα περιθώρια νὰ ψάξει, οὔτε κἂν νὰ προβληματισθεῖ. Ἀκολουθοῦσε τὸν Τοῦρκο πειθήνια, σὰν αὐτόματο, χωρὶς φόβο, μὲ περίσσια ἐμπιστοσύνη. Οὔτε κἂν ποὺ τοῦ πέρασε ἀπ' τὸ μυαλό, πὼς μποροῦσαν νά 'ναὶ καὶ κακὲς οἱ προθέσεις του.
Στάθηκαν μπροστὰ σὲ διπλομανταλωμένη σιδερένια στενὴ θύρα. Ἔβγαλε κλειδὶ ἀπ' τὴν τσέπη του ὁ Τοῦρκος. Ξεκλείδωσε. Ἄνοιξε. Ὑπόγειο ἦταν. Μούχλα ἀνέδιναν οἱ τοῖχοι. Μούχλα καὶ κλεισούρα. Λησμονιά, καταχωνιασμένη στὰ ἔγκατα τῆς γῆς. Περπάτησαν κι οἱ δύο, σὲ διαδρόμους, χωρὶς νὰ σκοντάφτουν. Τοὺς βάραινε ἡ σιωπή, ἡ ἀναμονή. Ποῦ πήγαιναν, ἔτσι στὰ τυφλά; Ποὺ κατευθύνονταν; Ἀνάστροφα στὸ χρόνο. Σὲ ποιόν χρόνο; Τὸν ἀνθρώπινο ἢ τὸν Θεϊκό;
Ὁ Τοῦρκος ἤξερε. Ἀλλὰ δὲν ἤξερε ἀκόμη ὁ Ἕλληνας. Δὲν μποροῦσε νὰ δικαιολογήσει τὴν περιπλάνηση. Μὰ οὔτε καὶ πρόφταινε νὰ προβληματιστεῖ. Ἀκολουθοῦσε. Μὲ τὴν βεβαιότητα, πὼς ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδική. Πὼς δὲν θά 'χὲ τὴν εὐκαιρία, ποτὲ ξανά, νὰ τὴν ξαναζήσει. Ἀκολουθοῦσε. Ὀνειρευόταν ἄραγε; Ὑπνοβατοῦσε; Φτερωμένη ἡ φαντασία του, ἀνάπλαθε μονοπάτια, ποὺ μόνο σὲ ἐλαφρὺ ὕπνο βαδίζει κανείς. Ἕνα ἦταν σίγουρο: Δὲν θὰ ξανάβρισκε ποτὲ τὸν δρόμο. Δὲν θὰ τὸν ξανάβρισκε χωρὶς ὁδηγό.
Εἶχαν φτάσει στὸ τέρμα. Θύρα καὶ πάλι ἀρματωμένη μπροστά τους. Βαριὰ σιωπή. Ἡ σιγὴ τῆς ὕστατης ὥρας. Ποὺ ἦρθε νὰ διακόψει μόνο τὸ τρίξιμο τῆς κλειδαριᾶς. Τὸ γκρίνιασμα τοῦ σκουριασμένου σίδερου. Μισάνοιξε ἡ βαριὰ θύρα. Ἰσχνὸ φῶς στὸ ἐσωτερικό. Ὑπερκόσμιο. Μυστηριακό. Ὑπόγειο; Μπουντρούμι; Κενοτάφιο;
Καὶ τότε, τότε μόνον μίλησε ὁ Τοῦρκος: «Ἐσεῖς οἱ Ἕλληνες δὲν πιστεύετε στὸν θρῦλο τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ; Δὲν λέτε καὶ ξαναλέτε μεταξύ σας, πὼς βόλι ἐχθροῦ δὲν τὸν ἄγγιξε; Πὼς δὲν τὸν κατάπιε τὸ μανιασμένο πλῆθος τῶν πορθητῶν τῆς Πόλης; Ἀλλὰ πὼς τὸν τράβηξε ἡ Παναγιὰ στὴν ἀγκαλιά της, γιὰ νὰ τὸν κάνει Ἀθάνατο. Δὲν εἶστε βέβαιοι πὼς ΖΕΙ Ὁ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ; Δὲν εἶναι θρῦλος. Ψεύτικη ἐλπίδα. Ὀνειροφαντασία. Εἶναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Δὲς καὶ μόνος σου».
Στὸ πάτωμα, μισοανασηκωμένο στὸν ἕνα ἀγκῶνα ὁ Ἕλληνας εἶδε, εἶδε μὲ τὰ μάτια του, τὸν ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΑΣΗΚΩΜΕΝΟ. Ρῖγος τὸν διαπέρασε. Θόλωσαν ἀπ' τὰ δάκρυα τὰ μάτια του. Θαμπώθηκε ἡ ὅραση του. Ἔκανε τὸ σταυρό του. Μπροστά του, ἐκεῖ, σὲ ἀπόσταση ἀνάσας, τὸ ΘΑΥΜΑ. Κι ἦταν αὐτός, ὁ τυχερός, ποὺ εἶχε ἀξιωθεῖ νὰ τὸ ζήσει μὲ τὶς αἰσθήσεις του. Σὲ συγκεκριμένο χῶρο καὶ χρόνο.
Πηχτὴ ἡ σιωπή, σχεδόν, κοβόταν μὲ τὸ μαχαίρι. Μίλησε καὶ πάλι ὁ Τοῦρκος: «Πρὶν μερικὰ χρόνια κειτόταν στὸ ἔδαφος ὁ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἄρχισε σιγά-σιγά ν' ἀνασηκώνεται. Πᾶμε».
Ξανάκλεισαν τὴ θύρα. Τὴν ξανακλείδωσαν. Ἀντίστροφα βγῆκαν μέχρι τὴν αὐλὴ ἀπ' τὰ ὑπόγεια. Ξαναπέρασαν τὴν καγκελένια πόρτα. Δὲν ἄφησαν πίσω ἴχνη ἀπ' τὶς πατημασιές τους. Κανεὶς δὲν τοὺς εἶχε δεῖ. Μπῆκαν στὸ αὐτοκίνητο, πῆραν τὸν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Σιωπηλοί. Χωρὶς ν' ἀνταλλάξουν κουβέντα.
Δὲν εἶχε ἀκόμη ξημερώσει σὰν ἔφτασαν στὸν Ἕβρο. Προτοῦ ἀποχωρισθοῦν, φιλήθηκαν σταυρωτά. Τὸ ποτάμι κυλοῦσε ὁρμητικὰ πρὸς τὸ Αἰγαῖο. «Γυρίζει πίσω τὸ ποτάμι», μονολόγησε ὁ Ἕλλην στρατηγός. «Γυρίζει ὅταν τὸ θελήσει ὁ Θεός».
Ὑπηρέτησε ἀργότερα στὸ Κέντρο. Προτοῦ ἀποστρατευθεῖ θεώρησε ὑποχρέωση τοῦ ν' ἀποκαλύψει τὸ μεγάλο μυστικὸ στὴν προσωπικότητα ποὺ μᾶς τὸ ἐμπιστεύθηκε, κατονομάζοντας καὶ τὸν στρατηγό, κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς. Κάναμε καὶ μεὶς τὸ σταυρό μας μουρμουρίζοντας: Ἡ ΠΟΛΙΣ ΔΕΝ ΕΑΛΩ»!
Ὁ Στρατηγὸς ἀναφέρεται πὼς κοιμήθηκε τὸ 2001 καὶ τὴ μαρτυρία ἐπιβεβαίωσε ἡ ἀδελφή του Ἑλένη, ἡ ὁποία ἀνέφερε ἐπιπρόσθετα πὼς ὁ ἀδερφός της εἶχε δεῖ καὶ μιὰ ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλέα, ποὺ ἔγραφε τὸ ὄνομα «Ἰωάννης»!

Προηγούμενη ενότητα
Ἡ Ἁγία Σοφία: Ἕνα Ἀριστούργημα τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχιτεκτονικῆς
Επόμενη ενότητα