
Μάθημα 16
Όλο το χωριό στο πόδι
Όλο το χωριό στο πόδι

— Πώς χάθηκε το παιδί δεν μπορώ να καταλάβω!
— Καλόβολο και ήσυχο. Δεύτερη κουβέντα δεν του έλεγε η μάνα του…
— Αλλιώτικο παιδί… Και σου αποκρινόταν σαν μεγάλος κι όχι σαν μωρό τριών χρόνων!
— Έμπαινε στην εκκλησιά κι έπαιρνε αράδα όλες τις εικόνες για να τις ασπαστεί…
— Έκανε και μετάνοιες το ψυχαλάκι.
Η παπαδιά γυρνούσε όλη την ώρα σαν σκιά και τόπο δεν είχε να σταθεί. Γύρευε με τ' αυτιά της ν' ακούσει λάλημα του πετεινού που θα σήμαινε το τέλος εκείνης της βασανιστικής νύχτας. Με το φως της μέρας όλα θα ήταν αλλιώτικα. Θα μπορούσαν να τρέξουν, να ψάξουν, να δουν που βρισκόταν το παιδί τους.
— Ξέρεις τι θα πει πίστη, παπαδιά; της ψιθύρισε ο παπάς μια στιγμή που την ξεμονάχιασε αλάργα από τους άλλους. Πίστη θα πει εμπιστοσύνη στον Θεό κι εσύ φοβούμαι πως δεν έχεις.
Κι όμως η παπαδιά είχε πίστη. Μ' αυτή μπόρεσε κι άντεξε και στάθηκε στα πόδια της έξι ολόκληρες μέρες, πέντε ατελείωτες νύχτες δίχως τον μικρό της Δαβίδ.
Τα χείλη της στέγνωσαν από τις προσευχές, έκαιγαν τα γόνατά της απ' τις μετάνοιες, βούλιαξαν τα μάτια της μέσα στις βαθιές τους κόγχες γυρεύοντας τα δάκρυα που είχανε πια στερέψει.
— Σκέφτηκα να πάμε να κάνουμε εσπερινό στο ξωκλήσι του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου, της είπε το Σάββατο το πρωί ο παπα-Χριστόδουλος. Να διαβάσουμε στον Άγιο μια παράκληση για το παιδί μας κι αύριο, πρώτα ο Θεός, εκεί να λειτουργήσουμε.
Η Θεοδώρα δεν απάντησε σε τούτο που άκουσε.
— Θυμάσαι, παπαδιά, είπε ξανά σε λίγο ο παπάς, όταν ερχότανε στην Εκκλησιά ο Δαβίδ πήγαινε και καθότανε μπροστά στην εικόνα του Αϊ-Γιάννη, εκεί στο τέμπλο, για να τον βλέπει.
— Είχε μιαν αλλιώτικη αγάπη για τον Αϊ-Γιάννη, είπε η παπαδιά.
— Ίσως να ήτανε τα φτερά του Αγίου που κοιτούσε και θαύμαζε, είπε σε λιγάκι ξέπνοα.
— Μακάρι μ' εκείνα τα φτερά να τον σκεπάζει, ευχήθηκε στα βάθη της καρδιάς του ο παπάς κι ευθύς έσκυψε το κεφάλι μη και φανερωθούν τα μάτια του τα δακρυσμένα.
— Σήμερα θα βγείτε να ψάξετε; ρώτησε την ώρα εκείνη με λαχτάρα η μάνα.
— Πού αλλού να ψάξουμε; Το μάθανε όλα τα χωριά. Από την Αταλάντη μέχρι την Ιτέα και τη Θήβα, απ' τη Λιβαδειά μέχρι τη Λαμία κι όλοι γυρεύουνε κι όλοι έχουν το νου τους μη δούνε το παιδί.
— Κι εμείς, παπά, δεν θα το γυρέψουμε το παιδί μας;
— Θα το γυρέψουμε, Θεοδώρα, μα όχι γυρίζοντας τα δάση, τα βουνά και τις θάλασσες. Θα το γυρέψουμε στη μοναδική μεριά που στα σίγουρα έχει τρυπώσει κι αυτή η μεριά δεν είναι άλλη από την αγκάλη του Θεού.
— Τι θες να πεις; τον ρώτησε ξαφνιασμένη. Η αγκαλιά του Θεού χωρεί και τον Παράδεισο και τη γη, είπε και σαν χαμένη κάρφωσε το τρομαγμένο βλέμμα της στα χείλη του προσμένοντας απάντηση.
— Όπου και να είναι εσύ να είσαι ήσυχη. Τι θα πει γη και Παράδεισος, ψέλλισε ο παπάς. Το μόνο που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι την αγκαλιά Του να την κρατούμε ζεστή με την προσευχή μας, είπε και βγαίνοντας από το σπίτι κατηφόρισε αργά για την εκκλησιά.
Το γιόμα χτύπησε η καμπάνα του χωριού για το κάλεσμα. Το 'χε πει σ' όλους ο παπάς πως θα έκανε εσπερινό στο ξωκλήσι του Αϊ-Γιάννη και πως όποιος ήθελε να πάει μαζί θα έπρεπε με την καμπάνα να 'ρθει στη σύναξη.
Με τον ήχο της καμπάνας μαζεύτηκαν στην αυλή της Εκκλησιάς τσούρμο όλα τα παιδιά του χωριού, καμιά δεκαριά γυναίκες κι απ' τους άντρες μόνο ο γερο-Μηνάς ο ψάλτης και δυο-τρεις άλλοι.
Όταν ο παπάς φόρτωσε στο μικρό του γαϊδουράκι τ' απαραίτητα κίνησαν όλοι μαζί για το ξωκλήσι. Είχανε περίπου μια ώρα δρόμο. Μέσα από πεύκα και πλατάνια περνούσε το μονοπάτι που φιδωτά σκαρφάλωνε στους πρόποδες του Χλωμού και οδηγούσε στο Εκκλησάκι.
Αμίλητοι βαδίζανε σ' όλο το δρόμο. Μπροστά πήγαινε ο παπα-Χριστόδουλος με το κεφάλι του σκυφτό, τραβώντας πίσω του το γαϊδουράκι από το σκοινί του. Πιο πίσω πήγαινε ο γερο-Μηνάς και οι άντρες. Στο κατόπι βουβές ανέβαιναν οι γυναίκες κρατώντας στα χέρια τους κεριά που είχανε μοναχές τους πλάσει. Στην πλάτη τους είχανε φορτωμένο το ταγάρι με το λιβάνι και το λάδι. Τέλος, σπαρμένα στο μονοπάτι ακολουθούσαν τα παιδιά δίχως κι εκείνα να βγάλουν άχνα σ' όλο το δρόμο.
Για να δούνε το Εκκλησάκι που ήταν κρυμμένο μέσα στα πεύκα έπρεπε να πλησιάσουνε κοντά, πολύ κοντά. Τότε εκείνο άξαφνα ξεπεταγότανε μπροστά τους πίσω από μια στροφή του μονοπατιού, ανάμεσα από μια συστάδα δέντρων.
Έτσι ξεπρόβαλλε και τούτη την ώρα. Ολόασπρο και φωτεινό φάνταζε στου ήλιου το φως.
— Η πόρτα είναι ανοιχτή, είπε ξαφνιασμένος ο γερο-Μηνάς. Και ο παπα-Χριστόδουλος το είχε μόλις δει κι έψαχνε με το βλέμμα του να καταλάβει πως γίνηκε αυτό. Άφηκε από τη χούφτα του να πέσει καταγής το σκοινί του ζώου και μ' αργή περπατησιά άρχισε να πλησιάζει το ξωκλήσι. Από πίσω του, αθόρυβα κινήθηκαν όλοι και πατώντας στα χνάρια του πλησίασαν στο Εκκλησάκι.
Πρώτος ο παπάς στάθηκε στην ανοιχτή την πόρτα και κοίταξε μέσα.
— Θεέ μου, μουρμούρισε σαν χαμένος και μια πλημμύρα δακρύων γεμίσανε τα μάτια του. Δίχως να γυρίσει, σήκωσε στο πλάι ψηλά το χέρι του κι έκαμε νόημα στους άλλους να σιμώσουνε σιγά.
Όλοι πλησίασαν στην πόρτα και κοίταξαν παραξενεμένοι μέσα.
Βλέπουνε τότε μπροστά στο τέμπλο, κάτω από την εικόνα του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου να κάθεται γονατιστός ο μικρός Δαβίδ. Φορεμένος το άσπρο του νυχτικό, ξυπόλητος, με τα χεράκια του σταυρωμένα πάνω στα πόδια του να κοιτάζει ακίνητος την εικόνα του Αϊ-Γιάννη.

Λεξιλόγιο Μαθήματος:
Προδρόμου, τέμπλο, γιόμα, πρόποδες, ταγάρι, ισοκράτησε.
Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα