Μάθημα 10

Ώρα για ιστορία! - Η προσευχή 

Ώρα για ιστορία !


Η προσευχή

Ο πατήρ Φιλόθεος ζούσε στο Άγιον Όρος κοντά σε έναν άγιο γέροντα. Έκανε υπακοή σε αυτόν και αγωνιζόταν να μένει στον δρόμο του Θεού με ταπείνωση, νηστεία και προσευχή.

Κοντά στο μοναστήρι υπήρχε ένας ελαιώνας. Κάθε χρόνο έκαναν εργασίες, φρόντιζαν τις ελιές και τις κλάδευαν. Και τα δέντρα έβγαζαν καρπούς. Όταν μαζεύονταν ξύλα και ξερά κλαδιά, τα έκαιγαν, ώστε να διατηρείται καθαρός ο ελαιώνας.

Κάποια φορά που είχαν μείνει ξερά κλαδιά, ο πατήρ Φιλόθεος ξεκίνησε με την ευχή του γέροντά του να τα μαζέψει και να τα κάψει.

Η μέρα ήταν πολύ ζεστή. Κι έτσι μέσα στην ησυχία μάζευε τα ξερά και τα έβαζε όλα σε ένα σημείο. Εργαζόταν και προσευχόταν. Έλεγε συνέχεια την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».

Η ώρα περνούσε, είχε μεσημεριάσει, κι εκείνος σιγά σιγά με υπομονή και προσευχή είχε μαζέψει σχεδόν ό,τι υπήρχε στον ελαιώνα. Τα είχε καθαρίσει όλα!

Σειρά τώρα είχε το κάψιμο όλων αυτών των κλαδιών. Χωρίς καθυστέρηση λοιπόν, άναψε με ασφάλεια τη φωτιά. Ξαφνικά όμως, κι ενώ ήδη είχε αρχίσει να καίει τα πρώτα ξύλα, σηκώθηκε δυνατός αέρας! Φυσούσε τόσο δυνατά, που η φωτιά μέσα σε λίγα λεπτά πήγε προς τα δέντρα. Οι ελιές άρχισαν η μια μετά την άλλη να τυλίγονται στις φλόγες.

Ο πατήρ Φιλόθεος τα έχασε, αιφνιδιάστηκε, γιατί λίγα λεπτά νωρίτερα τίποτα δεν έδειχνε ότι θα άρχιζε να φυσάει τόσο δυνατά. Ολομόναχος στην ερημιά έκανε τον σταυρό του και έτρεχε. Έτρεχε να προλάβει το κακό με ό,τι κλαδιά έβρισκε μπροστά του. Όμως οι δυνάμεις του ήταν λίγες μπροστά στη φωτιά που έκαιγε τα δέντρα. Μαύρα σύννεφα καπνού υψώνονταν προς τον ουρανό. Η μυρωδιά που ερχόταν από το καμένο δάσος καὶ οι πυκνοί καπνοί ανησύχησαν τους πατέρες στο μοναστήρι.


«Φωτιά στο δάσος! Φωτιά! Τρέξτε! Τρέξτε να τη σβήσουμε!»

φώναζαν, χτυπούσαν τις καμπάνες του μοναστηριού και έτρεχαν όλοι οι πατέρες, για να βοηθήσουν χωρίς δεύτερη σκέψη. Όμως η φωτιά είχε εξαπλωθεί τόσο, ώστε ήταν αδύνατο πια να την ελέγξουν! Ο ηλικιωμένος ηγούμενος του μοναστηριού κρατώντας το μπαστούνι του στο χέρι έτρεχε κι αυτός με τις λιγοστές του δυνάμεις ανήσυχος και ταραγμένος. Μέσα στον πανικό και στην αναστάτωση ο πατήρ Φιλόθεος τον πλησίασε και, στενοχωρημένος όπως ήταν, φώναζε μέσα από την καρδιά του:

«Γέροντα, ευλόγησον! Συγχώρησέ με, γέροντα! Δεν το ήθελα! Κατά λάθος...»

«Τι είναι αυτά που λες, Φιλόθεε; "Ευλόγησον"; Εσύ έκαψες τον ελαιώνα και μαζί κατέστρεψες σχεδόν όλο το δάσος... Τι "ευλόγησον" μου λες;»

«Γέροντα, δεν το ήθελα! Πιστέψτε με, ούτε που κατάλαβα πώς έγινε το κακό!» φώναζε με όλη του τη δύναμη και εκλιπαρούσε τον γέροντά του να τον συγχωρήσει. 

«Όλα έγιναν στάχτη! Τι να σώσουμε από εδώ τώρα πια;»

«Τα ανθρώπινα χέρια δεν φτάνουν... Μόνο ο Θεός μπορεί να μας γλιτώσει από αυτήν τη συμφορά. Γέροντα, να προσευχηθούμε μαζί. Μόνο η Χάρη του Θεού σώζει!»

Και ο γέροντας βλέποντας την πίστη και την ταπείνωση του πατρός Φιλόθεου συνήλθε από τη μεγάλη ταραχή και τον πανικό που τον είχε καταλάβει. Ξεκίνησε τότε, στην αρχή ψιθυριστά και στη συνέχεια πιο δυνατά και πιο δυνατά να ψέλνει. Μαζί του έψελνε και ο πατήρ Φιλόθεος. Όρθιοι και οι δύο μέσα στους καπνούς και στις στάχτες. Οι φωνές τους, δυνατές και σταθερές, έψελναν, έλεγαν προσευχές και παρακλήσεις. Τα χέρια τους υψώνονταν προς τον ουρανό και ικέτευαν από τη μια την Παναγία να φροντίσει εκείνη το περιβόλι Της και από την άλλη τον Άγιο Νικόλαο, που ευλαβούνταν στο μοναστήρι τους, για να έρθει προστάτης και βοηθός.


Τότε, έγινε το θαύμα! Ένα μεγάλο σύννεφο εμφανίστηκε ξαφνικά στον ουρανό. Ήρθε και στάθηκε ακριβώς πάνω από τη φωτιά και μέσα σε λίγα λεπτά άρχισε να ρίχνει βροχή, χοντρές σταγόνες νερού που έπεφταν ορμητικά πάνω στη φωτιά και τελικά έσβησαν τα πάντα.

Ο γέροντας μαζί με τον πατέρα Φιλόθεο έμεναν να κοιτούν έκπληκτοι το μεγάλο σύννεφο. Πόση ανακούφιση. Ένιωθαν και οι δύο τη διάθεση να δοξάσουν τον Θεό για τη σωτήρια επέμβασή Του.

Ο γέροντας, συγκλονισμένος από το θαύμα που έγινε αναγνώριζε πως ο Φιλόθεος, επειδή είχε ταπείνωση, ένιωσε την ανθρώπινη αδυναμία του και την ανάγκη να ζητήσει μαζί με τον γέροντά του τη βοήθεια του Θεού εκείνη τη δύσκολη ώρα. Αυτή η ταπείνωση προσέλκυσε την Χάρη του Θεού.

«Φιλόθεε, πόση δύναμη έχει αλήθεια η προσευχή! Εμείς οι άνθρωποι στη δύσκολη ώρα θα πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε με τις δυνάμεις που έχουμε, αλλά τις ελπίδες μας να τις αφήνουμε στον Θεό. Να Τον παρακαλούμε να μας βοηθάει και να δίνει Εκείνος λύση εκεί που οι δικές μας δυνάμεις δεν είναι αρκετές».

Πηγή : Ο παράδεισος αρχίζει εδώ 2


Προηγούμενη ενότητα

Η δύναμη της προσευχής!

Επόμενη ενότητα

Δραστηριότητες