Μάθημα 14

Πού είναι ο Δαβίδ;

Πού είναι ο Δαβίδ;


 Η ζέστη τα καλοκαιρινά βράδια θα ήταν ανυπόφορη στο χωριό, αν δεν ερχόταν από τη θάλασσα ένα δροσερό αεράκι.

— Ήθελα να 'ξερα, μουρμούρισε η Θεοδώρα την ώρα που πάλευε τα βλέφαρά της ν' ανοίξει, δεν αποσταίνουν ποτέ τα τριζόνια; Τρρρρρρρρ, τρρρρρρρρ, όλη τη νύχτα δεν μας άφησαν να κλείσουμε μάτι.

 Πίσω από τα βουνά της Εύβοιας άρχιζε αργά να γλυκοχαράζει η μέρα. Το λάλημα ενός πετεινού φερμένο από την άκρη του χωριού έφτασε στ' αυτιά της αντάμα με τα πρώτα τιτιβίσματα των χελιδονιών.

 Ακροπατώντας βγήκε σε λιγάκι από το δωμάτιο. Αθόρυβα πέρασε το μικρό διάδρομο και βρέθηκε στη διπλανή την κάμαρη. Γύρεψε εκεί, με το φως του καντηλιού που τρεμόπαιζε ψηλά απ' το εικονοστάσι, να δει τα παιδιά της που κοιμότανε στα χαμηλά τα μπάσια.

 Και είδε τα δυο μικρά της τα κορίτσια να κοιμούνται σαν αγγελούδια, σκεπασμένα ως τη μέση τους μ' ένα λευκό σεντόνι.

 Στην απέναντι μεριά του δωματίου κοιμότανε τ' αγόρια. Η Θεοδώρα πλησίασε κοντά.

 Μα τί να δει; Μόνο ο ένας κοιμόταν στη μεριά του κι ο άλλος ήταν άφαντος.

— Δαβίδ, ψιθύρισε ξαφνιασμένη ψαχουλεύοντας με τα μάτια τη γωνιά και το μαξιλάρι του. Δαβίδ, είπε ξανά και γύρισε κι έψαξε με το βλέμμα της βιαστικά το δωμάτιο. Μα το παιδί δεν ήταν εκεί.

 Έριξε μια ματιά στο παράθυρο και το είδε πιασμένο με το μάνταλο, όπως εκείνη το είχε σφαλίσει την προηγούμενη νύχτα.

 — Ζεστάθηκε, σκέφτηκε η μάνα και, για να δροσιστεί, θα πήγε να ξαπλώσει έξω, στο πεζούλι.

 Αθόρυβα άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην αυλή. Το πρώτο φως της μέρας είχε φωτίσει τον ουρανό.

 — «Δαβίδ», είπε σιγανά και κοίταξε τριγύρω στην αυλή γυρεύοντας το παιδί. «Δαβίδ», φώναξε πιο δυνατά και στάθηκε ακίνητη ν' αφουγκραστεί. Μα τίποτε δεν άκουσε. «Πού να πήγε ξημερώματα;», μονολόγησε και έκανε το σπίτι ένα γύρο.

 Περπάτησε και ως το κοτέτσι που ήταν στην άκρη του περιβολιού, κοίταξε και ψηλά στις μουριές που ο Δαβίδ ζήλευε να σκαρφαλώσει στα κλαδιά τους μα δεν τα 'φτανε, τον γύρεψε στον κήπο και στη στέρνα, άνοιξε και το πηγάδι και κοίταξε ως κάτω και ύστερα στα πιθάρια του λαδιού τον γύρεψε που ήταν στην αποθήκη, μα το παιδί δεν το βρήκε πουθενά.

— Καλημέρα, παπαδιά, ακούστηκε η φωνή του παπά απ' το κατώφλι του σπιτιού. Ζέστη έκανε κι απόψε. Σηκώθηκα το βράδυ κι άνοιξα το παραθύρι μας. Σκέπασα και τα παιδιά με το σεντόνι, γιατί τα φάγανε τα κουνούπια και ξυνότανε μέσα στον ύπνο τους.

— Σκέπασες και τον Δαβίδ; ρώτησε η παπαδιά κι ένιωσε τα πόδια της να κόβονται και το κορμί της να τρέμει ολάκερο.

—Όλα τα σκέπασα, της απάντησε.

— Παπα-Χριστόδουλε, ψέλλισε η Θεοδώρα και πλησίασε κοντά, το παιδί δεν είναι στο στρώμα του.

— Ποιο παιδί; ρώτησε ξαφνιασμένος ο παπάς

— Ο Δαβίδ, απάντησε η παπαδιά.

— Και πού είναι;

— Δεν ξέρω, μουρμούρισε με τα κάτασπρα χείλη της.

— Μα κοίταξες καλά στο σπίτι;

— Δεν είναι πουθενά.

— Ας κοιτάξουμε εδώ γύρω, είπε ο παπάς. Να δεις που θα ξύπνησε και θα βγήκε να δροσιστεί.

— Παντού κοίταξα μα δεν τον βρήκα, είπε σαν χαμένη η μάνα.

 — Τριών χρονών παιδί δεν έχει το θάρρος να φύγει μακριά! Κάπου έχει λουφάξει και θα τον πήρε ο ύπνος. Έλα, έλα να κοιτάξουμε μαζί. Πήγαινε και ως τη γέρικη ελιά με την κουφάλα. Μπορεί εκεί μέσα να κοιμάται.

 Η παπαδιά κατέβηκε στο λιοτόπι κι άρχισε φωνάζοντας τ' όνομά του να ψάχνει γύρω γύρω τις ελιές. Ο παπάς πήγε στη στέρνα και κοίταξε στο λιγοστό νερό που είχε κρατημένο μην κι έχει πέσει το παιδί, μα δεν είδε τίποτε. Οι δυο τους συναντήθηκαν και πάλι μπρος στην πόρτα του σπιτιού.

 — Τίποτε, ψέλλισε κατάχλωμη η μάνα.

— Εγώ στο λέω πως κάπου θα κρύφτηκε και θα τον πήρε ο ύπνος. Μην ανησυχείς! Δεν ξυπνάς και τα παιδιά; Αυτά ξέρουν τις κρυψώνες και τα παιχνίδια του και θα τον βρούνε αμέσως.

 Η μάνα έκανε όπως της είπε ο παπάς. Ξύπνησε τα παιδιά με τρόπο μη και τα τρομάξει και τα ρώτησε αν ξέρανε πού είχε πάει ο Δαβίδ.

 — Δεν ξέρουμε, απάντησαν νυσταγμένες οι αδερφές του.

 — Μπορεί να πήγε στο καλυβάκι που κάναμε χτες μαζί με τ' άλλα τα παιδιά κάτω στην αμμουδιά με αλμυρίκια και φοινικόφυλλα, είπε ο αδερφός του και πετάχτηκε από το στρώμα. Είχε μεγάλη χαρά ο Δαβίδ για το μικρό μας καλυβάκι.

— Καλά, τους είπε η μάνα. Έχει στο πανέρι ψωμί. Βάλτε και μέλι και φάτε. Εμείς δεν θ' αργήσουμε, είπε και κάνοντας νόημα με τα μάτια στον παπά βγήκανε έξω από το σπίτι.

— Θα μιλήσω και του Γιώργη να 'ρθει μαζί μου, είπε ο παπάς. Θα πάμε ως κάτω στη θάλασσα. Ένας άνθρωπος μονάχος του δεν μπορεί να ψάξει όλον τον τόπο.

— Εγώ πάω στην Ελένη που το σπίτι της είναι στη δημοσιά μη και είδε τίποτε, μη κι άκουσε κάτι. Πέρασαν χθες το απόγευμα Τούρκοι….

Λεξιλόγιο Μαθήματος:

μάνταλο, αφουγκράζομαι, μαγκάνι, λουφάζω, στέρνα, δημοσιά