Μάθημα 20

Προς Εμμαούς

Προς Εμμαούς


Την ίδια μέρα που ξεκίνησαν να πάνε οι Μυροφόρες μύρα να ρίξουν στο Σώμα του Δάσκαλου, δυο μαθητές πηγαίνανε στους Εμμαούς, σ' ένα χωριό πιο εκεί από τα Ιεροσόλυμα.

Αυτοί μιλούσαν μεταξύ τους για όλα αυτά που είχαν συμβεί. Δηλαδή για τα περιστατικά του θανάτου και της ταφής του Ιησού, καθώς και για τα όσα ανήγγειλαν οι Μυροφόρες στους μαθητές. 

Καθώς αυτοί όμως μιλούσαν και συζητούσαν, τους πλησίασε ο Ίδιος ο Ιησούς και προχωρούσε μαζί τους.

Τα μάτια τους όμως ήταν κρατημένα, για να μην Τον αναγνωρίσουν. Κι αυτό συνέβαινε είτε διότι η μορφή του Αναστημένου Κυρίου είχε αλλοιωθεί εκείνη την ώρα, είτε διότι ο Θεός με υπερφυσική δύναμη εμπόδιζε τις αισθήσεις τους να Τον αναγνωρίσουν.

Και ο Ιησούς τούς ρώτησε:

«Τι είναι αυτό που κουβεντιάζετε και γιατί είστε σκυθρωποί;» Παραξενεύτηκαν κι οι δυο οι μαθητές κι ο ένας με μία κατηγόρια στη φωνή είπε: 

«Θα είσαι ο μόνος στην πόλη την ιερή, που δε θα έμαθες τι έγινε εκεί, τούτες τις μέρες». «Τι έγινε εκεί;», ρώτησε ο άνθρωπος αυτός.


Κι αυτοί απάντησαν και δίναν εξηγήσεις:

«Να, για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ. Που είχε δύναμη παρμένη απ' τον Θεό και ήταν δυνατός και σ' έργα και σε λόγια και Τον θαύμαζε ο λαός, Τον πίστευε και Τον ακολουθούσε. Μα οι άρχοντες και οι Αρχιερείς Τον παραδώσανε να δικαστεί. Και Τον καταδικάσανε να σταυρωθεί και Τον σταυρώσανε.

Κι εμείς που ελπίζαμε σ' Αυτόν! Πιστέψαμε πως το Ισραήλ Αυτός θα το λυτρώσει!! Έχει τρεις ημέρες που γίνηκαν αυτά, κι εμείς βρισκόμαστε σε σύγχυση μεγάλη, γιατί κάτι γυναίκες πήγανε στον τάφο Του αξημέρωτα, μα το Σώμα του Δάσκαλου δεν ήταν εκεί. Και στην επιστροφή μάς είπανε πως ήτανε στο μνήμα ένας Άγγελος. Και πως τους είπε ο Άγγελος ότι ο Ναζωραίος ζει!!

Πήγαν τότε μερικοί από τους μαθητές εκεί στο μνήμα. Όλα, τα σάβανα, το περιτύλιγμα της κεφαλής ήταν εκεί, όπως τα είχαν δει οι γυναίκες. Μα Εκείνος δεν ήτανε εκεί!!!».


Το πρώτο αστέρι είχε βγει, όπως τα έλεγαν αυτά, κι οι τρεις περπατούσαν σκυφτοί. Κι ο Τρίτος, Εκείνος που κανείς δεν ήξερε να πει πώς βρέθηκε ανάμεσά τους, άρχισε να μιλά. Κι είπε σιγά μα καθαρά πως, αν τους προφήτες τούς διαβάζατε, τους μελετούσατε σωστά, δε θα είχατε αυτήν την πίκρα στην καρδιά. Γιατί όλα τούτα έχουνε γραφτεί.

Πως δηλαδή όλα τούτα ο Χριστός έπρεπε να τα πάθει. Κι ύστερα θα δοξαστεί. Άρχισε ο Τρίτος απ' το Μωυσή κι ερμήνευε τις προφητείες που είναι στη Γραφή.

Ούτε κατάλαβαν πως φτάσανε στο χωριό οι άλλοι δυο. Ο Τρίτος πήγαινε - όπως τουλάχιστον τους είπε - μακριά.


«Η νύχτα έφτασε, μείνε μαζί με μας!», Τον παρακάλεσαν.

Κι είπε Εκείνος το «Ναι» και μπήκαν σπίτι και καθίσανε τριγύρω απ' το τραπέζι για φαγητό.

Πήρε ο Τρίτος το ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε, τους το έδωσε.


Τότε αυτοί κατάλαβαν' ανοίξανε τα μάτια κι είδανε πως με τον Κύριό τους ήτανε μαζί. Μα αυτός αυτοστιγμής χάθηκε. 

«Μας εξηγούσε τις Γραφές και μας μιλούσε και πλάι μας περπάτησε και στην καρδιά μας δεν ανάφτηκε φωτιά!».


Μπρος πίσω πήρανε το δρόμο. Βρήκαν εκεί στα Ιεροσόλυμα τους άλλους μαθητές, που έλεγαν και ξανάλεγαν πως αναστήθηκε ο Δάσκαλος και φανερώθηκε στον Σίμωνα.

«Κι εμείς Τον είδαμε», είπαν οι δυο οι μαθητές. Είπαν γι' Αυτόν τον τρίτο σύντροφο και τι τους είπε. Κι ακόμα μίλησαν για το ψωμί που ευλόγησε κι πως αυτή ήτανε η αιτία που καταλάβανε πως ο Δάσκαλος ζει.


Λουκ, κδ 13-32


Προηγούμενο μάθημα

Μάθημα 19