
Μάθημα 5
Σχολιάζοντας το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Σχολιάζοντας το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Λίγα λόγια για τους Φαρισαίους

Οι Φαρισαίοι ήταν μια ομάδα ειδικών, που εκπροσωπούσε τον Νόμο. Τηρούσαν αυστηρά τις παραδόσεις και τους τύπους. Οι αντιλήψεις τους ήταν πιο κοντά σε αυτές της Παλαιάς Διαθήκης, θεωρούσαν ότι είναι ανώτεροι από τους υπόλοιπους και ασκούσαν ισχυρή επιρροή στη κοινωνία του Ισραήλ. Μαζί με τους Γραμματείς (αυτοί που μελετούσαν τον Μωσαϊκό Νόμο και τις Γραφές και για χάρη των συμφερόντων τους μπορούσαν να φτάσουν στα άκρα) ήταν η άρχουσα τάξη.
Η τρυφερότητα και η ευσπλαχνία του Ιησού προς τους αμαρτωλούς και τις πόρνες τούς έκανε έξαλλους, διότι τους θεωρούσαν ανάξιους και μιαρούς (βρώμικους λόγω των αμαρτιών τους). Ο Ιησούς ζητούσε από τους ανθρώπους να είναι αληθινοί και γνήσιοι, τους μίλησε για τη σεμνότητα και τη συγχώρεση, περιφρόνησε την εξουσία και το χρήμα. Ουσιαστικά εναντιωνόταν με την άρχουσα τάξη, που ήταν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι.
Ο Ιησούς, σύμφωνα με τις Γραφές, αποκάλυψε την υποκρισία των Φαρισαίων, λέγοντας ότι αμελούν τα βαθύτερα νοήματα του Νόμου και δεν εφαρμόζουν αυτά που λένε. Τους παρομοίασε με «τάφους ασβεστωμένους, που εξωτερικά μοιάζουν ωραίοι, αλλά μέσα είναι γεμάτοι με νεκρά οστά και ακαθαρσίες».
Έκτοτε η λέξη Φαρισαίος σημαίνει υποκριτής. Φυσικά είναι αυτονόητο ότι ανάμεσα στους Γραμματείς και στους Φαρισαίους της εποχής θα υπήρχαν και ενάρετοι λειτουργοί, αλλά από τις Γραφές προκύπτει ότι κατά κανόνα ήταν μια άρχουσα τάξη, που λειτουργούσε για τα δικά της συμφέροντα και μόνο.
Λίγα λόγια για τους τελώνες

Οι τελώνες ήταν επαγγελματίες φοροεισπράκτορες. Ήταν δηλαδή υπεύθυνοι για την είσπραξη των φόρων για λογαριασμό των Ρωμαίων κατακτητών.
Στα χρόνια του Χριστού οι φόροι ήταν πολύ μεγάλοι και οι τελώνες, προκειμένου να τους εισπράττουν, διέπρατταν αδικίες, κλεψιές και παρανομίες. Συνήθως εισέπρατταν πολλά περισσότερα από όσα ζητούσαν οι Ρωμαίοι, για να πλουτίζουν οι ίδιοι σε βάρος των συμπολιτών τους. Για όλα αυτά ο λαός τους μισούσε, τους περιφρονούσε και τους τοποθετούσε με τους χειρότερους αμαρτωλούς.
Ο φόρος της δεκάτης

Σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο, κάθε χρόνο οι Ισραηλίτες ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν το ένα δέκατο της σοδειάς ή των ζώων των κοπαδιών τους ή των εισοδημάτων τους γενικά, ως προσφορά ευχαριστίας στο Θεό. Μ' αυτό τον τρόπο θέλανε να Του δείξουνε την ευγνωμοσύνη τους για όσα αγαθά τους είχε προσφέρει.
Η «δεκάτη» παραδίδονταν στους Ιερείς κι από τα χρήματα αυτά συντηρούνταν οι ίδιοι, οι υπηρέτες του Ναού του Σολομώντα και οι φύλακές του, ενώ από αυτά καλύπτονταν και όλα τα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας του. Κάθε τρίτο χρόνο η «δεκάτη» προσφέρονταν ως ελεημοσύνη στους άπορους και φτωχούς.
Ερμηνεία Ευαγγελικού Αναγνώσματος
Μεγάλο κακό για την ψυχή του ανθρώπου η υπερηφάνεια...
Μάλιστα, όταν αυτή συνοδεύεται, εκτός των άλλων, και από κομπασμό (καύχηση για ό,τι κάνουμε), αλλά και από την περιφρόνηση του συνανθρώπου, τότε γίνεται καταστροφική. Τέτοιου είδους υπερηφάνεια είχαν και οι Φαρισαίοι την εποχή του Χριστού, οι οποίοι είχαν τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, που συχνά έδειχναν μεγάλη ασπλαγχνία και σκληρότητα στους συνανθρώπους τους, τους οποίους με ευκολία καταδίκαζαν για τα τυχόν λάθη και σφάλματά τους.
Θέλοντας, λοιπόν, κάποτε ο Χριστός μας να τους διδάξει ότι δε θα πρέπει να είναι σίγουροι για την ευσέβειά τους και, κατ' επέκταση, για τη σωτηρία τους, είπε την εξής παραβολή:
«Δύο άνθρωποι, ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος που διακρίνονταν για την ευσέβειά του και για την κατά γράμμα τήρηση των Εντολών του Θεού - όχι γιατί ήταν πραγματικά πιστός ή ευσεβής, αλλά γιατί ήθελε να προκαλεί τον θαυμασμό των άλλων στο πρόσωπό του -, στάθηκε επιδεικτικά μέσα στο ναό, σε σημείο που όλοι να τον ακούν και να τον βλέπουν, σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό κι έκανε την εξής προσευχή κομπάζοντας σχετικά με τον εαυτό του:
«Θεέ μου, σ' ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους κλέφτης, άδικος, αμαρτωλός ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη -είπε με περιφρόνηση δείχνοντάς τον. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το ένα δέκατο απ' όλα τα εισοδήματά μου».
Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν παράμερα και δεν τολμούσε από ντροπή για τις πράξεις του, ούτε τα μάτια να σηκώσει προς τον ουρανό. Μόνο χτυπούσε το στήθος του με τις γροθιές του, θρηνώντας για την κατάντια του εαυτού του και έλεγε:
«Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό».
Σας βεβαιώνω - είπε τελειώνοντας τη διήγηση ο Ιησούς - πως αυτός ο ταπεινός τελώνης έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο υπερήφανος Φαρισαίος όχι. Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί».
Πηγή: Υλικό από σειρά κατηχητικών βοηθημάτων Ιεράς Μητρόπολης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας


Προηγούμενη ενότητα
Επόμενη ενότητα