
Μάθημα 6
Στο πέρασμα των χρόνων
Στο πέρασμα των χρόνων

Δραστηριότητα:
Καθώς θα κάνουμε ανάγνωση το κείμενο, εντοπίστε πού υπάρχει ευθύς και πού πλάγιος λόγος.

Ο πατήρ Ιάκωβος γεννήθηκε στο Λιβίσι της Μικράς Ασίας στις 5 Νοεμβρίου του 1920. Η μητέρα του, Θεοδώρα, ήταν από το Λιβίσι, ενώ ο πατέρας του, Σταύρος, από τη Ρόδο. Με τη Μικρασιατική καταστροφή ο μικρός Ιάκωβος ήρθε δυο χρονών προσφυγάκι στην Ελλάδα. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο χωριό Φαράκλα της Βορείου Ευβοίας.
Τελείωσε το δημοτικό σχολείο το 1933 και, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο γυμνάσιο, έπρεπε να πάει στη Χαλκίδα. Η φτωχή, όμως, οικογένειά του δεν θα μπορούσε ν' ανταποκριθεί στα έξοδα των σπουδών. Έτσι το παιδί άρχισε να δουλεύει κοντά στον πατέρα του χτίστης και να μαθαίνει σιγά-σιγά την τέχνη.
Όταν ο πατήρ Ιάκωβος τέλειωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και σαν πάντρεψε και την μικρότερη αδερφή του, μιας και οι δυο γονείς του είχανε φύγει για τον ουρανό, άρχισε να σκέπτεται ποιος θα ήταν ο καλύτερος τόπος να μονάσει. Επειδή του άρεσε η ερημική ζωή, αποφάσισε να πάει στους Αγίους Τόπους, εκεί όπου είχε αγιάσει και κάποιος πρόγονός του.
Πριν ξεκινήσει όμως, θεώρησε απαραίτητο να ζητήσει την ευλογία και τη βοήθεια του Οσίου Δαβίδ, που το μοναστήρι του ήταν κοντά στο χωριό του.

Ξεκίνησε πολύ πρωί από το χωριό του για το προσκύνημα. Δρόμοι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν. Έτσι, μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια κι ακολουθώντας μικρά μονοπάτια έφθασε στην Ιερά Μονή του Γέροντα λίγο πριν από το μεσημέρι.
Δεν ήταν η πρώτη του επίσκεψη στο μοναστήρι αυτό. Πολλές φορές είχε πάει με τους συγχωριανούς του, για να προσκυνήσουνε τον Άγιο. Τούτη όμως τη φορά είδε τη Μονή αλλιώτικη.Όμορφη και μεγαλόπρεπης έμοιαζε, σαν να βγήκε από μιαν άλλην εποχή. Ο τόπος γύρω από το μοναστήρι ήταν κατάφυτος και μικρά σπιτάκια, σαν παλατάκια, ήταν σπαρμένα τριγύρω σχηματίζοντας μια μικρή πολιτεία. Έξω από τη Μονή βλέπει να τον περιμένει ένας σεβάσμιος γέροντας.
Ο Ιάκωβος θαμπωμένος από την ομορφιά του τόπου, που αντίκρισαν τα μάτια του, αφού πρώτα χαιρέτησε τον γέροντα, του λέει:
– Γέροντα, τι ωραίο μέρος είναι αυτό εδώ; Τι ωραία σπιτάκια είναι αυτά; Πού βρέθηκαν εδώ, δεν τα έχω ξαναδεί;
– Είναι, παιδί μου, η πολιτεία των ασκητών, του απάντησε ο γέροντας. Ο κάθε ασκητής έχει το σπιτάκι του.
– Παιδί μου, αν έμενες εδώ, θα σου δίναμε ένα, αλλά εσύ ήρθες να προσκυνήσεις και να φύγεις, του απάντησε εκείνος.
Με ενθουσιασμό τότε ο Ιάκωβος τού λέει:
– Γέροντα, εδώ θα μείνω!
Μόλις ακούστηκε τούτος ο λόγος, είδε τον Γέροντα να γυρίζει και να χάνεται μέσα στον τοίχο του μοναστηριού και ο Ιάκωβος τον έχασε από τα μάτια του.
Στο μοναστήρι την εποχή εκείνη ζούσανε τρία γεροντάκια, κατά το ιδιόρρυθμο σύστημα. Δηλαδή ο καθένας μοναχός είχε το κελλάκι του, την κουζίνα του, τα τρόφιμά του.

Ο γέροντας Νικόδημος γρήγορα κατάλαβε πως με τον νέο δόκιμο το μοναστήρι θα έπαιρνε πνοή και σύντομα θα ξαναγεννιόταν. Γι' αυτό δεν άργησε να τον κάνει μοναχό αναθέτοντάς του και όλες τις ευθύνες του μοναστηριού.
Μεγάλες, όμως, δυσκολίες δημιούργησε στον Ιάκωβο η απουσία του Αρχιμανδρίτη. Για να πάρει την ευχή του για οτιδήποτε χρειαζόταν η Μονή και ο ίδιος προσωπικά, κατέβαινε μετά από πολύωρες πορείες, τεσσάρων και πέντε ωρών, στο χωριό Λίμνη.
Με σκληρή προσωπική εργασία και χωρίς καμιά βοήθεια από τους άλλους μοναχούς, μιας και ήταν άνθρωποι ηλικιωμένοι και φιλάσθενοι, ο πατήρ Ιάκωβος έφτιαξε τα ερειπωμένα κελιά. Διόρθωσε τις σκεπές, έβαλε κηπευτικά για τις ανάγκες των πατέρων και για ελεημοσύνη.
Ο γέροντας Νικόδημος γρήγορα μίλησε στον Μητροπολίτη Χαλκίδος Γρηγόριο για τον νέο μοναχό κι εκείνος τον χειροτόνησε Ιερέα.
Τώρα στις κοπιαστικές εργασίες της μονής και στη σκληρή, ασκητική του πορεία προστέθηκαν και οι ευθύνες της Ιεροσύνης. Έκανε στο μοναστήρι του όλες τις ακολουθίες: Εσπερινό, Απόδειπνο, Μεσονυκτικό, Όρθρο, Ώρες και Θεία Λειτουργία, μα μόνο τις καθημερινές, γιατί με εντολή του Μητροπολίτη τις Κυριακές λειτουργούσε στα γειτονικά χωριουδάκια.Σ' εκείνες τις ατέλειωτες οδοιπορίες, που έκανε ο πατήρ Ιάκωβος, είτε κατεβαίνοντας στη Λίμνη, για να δει τον Γέροντά του, είτε πηγαίνοντας με την τίμια κάρα του Οσίου Δαβίδ στα γειτονικά χωριά, για να προσκυνήσουν οι πιστοί, είτε για να λειτουργήσει τις Κυριακές και τις γιορτές, είχε σύντροφο και συνοδοιπόρο την ευχή. Κάθε βήμα του γινόταν προσευχή και κάθε προσευχή γινόταν ανάσα ζωής και ξέρετε πώς; Ακούστε τον ίδιον να το περιγράφει:

– Όταν πήγα στο μοναστήρι, λόγω παλαιοτέρας πυρκαγιάς τα γύρω βουνά ήταν γυμνά και μόνο λίγα πεύκα και έλατα που σώθηκαν από την πυρκαγιά, υπήρχαν πολύ αραιά. Καθώς λοιπόν πήγαινα στις διάφορες διακονίες, είχα στην τσέπη μου σπόρους από τα κουκουνάρια των πεύκων και τους έσπερνα σ' όλη τη γύρω περιοχή.
Εκείνο λοιπόν το υπέροχο, πυκνόφυτο δάσος, που αγκαλιάζει σήμερα το μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ, μα και που στολίζει όλα τα γύρω βουνά, το φύτεψε με τους σπόρους που έσπερνε ο Άγιος Ιάκωβος. Έτσι κι εσείς σαν προσκυνητές, όταν το αντικρίζετε, να θυμάστε πως ο Άγιος με το χέρι του και την προσευχή του το έχει φυτέψει.
Στις αμέτρητες δυσκολίες, που αντιμετώπισε ο πατήρ-Ιάκωβος στα χρόνια που θ' ακολουθούσαν και στην προσπάθειά του να αναστηλώσει το μοναστήρι, είχε βοηθό και προστάτη πάντα δίπλα του τον αγαπημένο του Άγιο, τον Άγιο Δαβίδ. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είχε πάρει τώρα ο Άγιος στην ζωή του πατρός Ιακώβου τη θέση της Αγίας Παρασκευής των παιδικών του χρόνων. Η παρουσία του Αγίου στο μοναστήρι ήτανε ολοζώντανη και η σχέση του με τον Γέροντα Ιάκωβο συγκλονιστική.
Ο Άγιος ήτανε το στήριγμά του στις φουρτούνες και στις δυσκολίες μα και στα προβλήματα υγείας, που ήλθαν θαρρείς σαν ευλογία στον Γέροντα, όταν πέρασαν λίγο τα χρόνια. Κι εκείνα τα προβλήματα δεν ήτανε λίγα. Το πιο σοβαρό όμως απ' όλα ήταν το πρόβλημα της καρδιάς του.
Και ήτανε, τούτη η καρδιά, μια καρδιά γεμάτη αγάπη, περιβόλι σωστό, κλουβί μαλαματένιο που άνοιξε μια μέρα το χρυσό πορτάκι του κι άφηκε να πετάξει από μέσα και να φύγει ψηλά, στα ουράνια, σαν φθινοπωρινό πουλάκι, η ψυχή του πατρός Ιακώβου.
Ήταν ανήμερα των Εισοδίων της Θεοτόκου, 21 Νοεμβρίου του 1991.
Μη γελιέστε όμως! Ο Άγιος Ιάκωβος δεν πέταξε και χάθηκε στον ουρανό, στου Παραδείσου την αγκάλη δεν ξεχάστηκε, μήτε καρφώθηκε αμίλητος πάνω σε εικόνες και τοιχογραφίες εκκλησιάς. Ο Άγιος Γέρων Ιάκωβος είναι δίπλα μας, ολοζώντανος. Και τη σχέση, που εκείνος είχε σαν ήτανε μικρό παιδί με την Αγία Παρασκευή, μπορούμε κι εμείς τώρα να την έχουμε μαζί του. Και είναι, ξέρετε, τόσο εύκολο να γίνουν και για μας «τα πράματα της γης και του ουρανού ένα»!
Ας έχουμε όλοι την ευχή του.

Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα