
Μάθημα 18
Στον κήπο της Γεθσημανής
Στον κήπο της Γεθσημανής

Γεθσημανή είναι εκείνο το χωριό που ακουμπάει στο βουνό με τις ελιές, το Όρος όπως λέγεται των Ελαιών. Εκεί φτάσανε μετά το Δείπνο ο Ιησούς και οι μαθητές. Και ο Δάσκαλος πήρε μαζί τον Πέτρο και τους δύο γιους του Ζεβεδαίου, τον Ιωάννη δηλαδή και τον Ιάκωβο, και προχωρήσανε προς το βουνό.
– Καθίστε εδώ ως να γυρίσω πίσω. Θα πάω να προσευχηθώ, είπε στους άλλους μαθητές.
Οι τρεις, αμίλητοι, ακολουθούσανε τον Ιησού που ήτανε λυπημένος και περπάταγε βαριά και κουρασμένα. Κάποια στιγμή έσπασε τη σιγή.
– Μέχρι θανάτου είν' απόψε λυπημένη η ψυχή Μου. Μείνετε εδώ, Εγώ θα προχωρήσω, για να προσευχηθώ. Μείνετε άγρυπνοι, συντροφιά στην αγρύπνια να Μου κάνετε.
Τους άφησε ξοπίσω Του κι Αυτός προχώρησε· έμεινε μοναχός, γονάτισε, έπεσε μπρούμητα στη γη κι άρχισε προσευχή θερμή να λέει:
«Πατέρα μου, αν γίνεται, αν είναι δυνατόν, ας μη το πιω ετούτο το ποτήρι. Αλλά μη γίνει αυτό που θέλω Εγώ. Ας γίνει όπως θες Εσύ».
Σηκώθηκε, κατέβηκε εκεί που ήτανε οι τρεις οι μαθητές. Τους βρήκε όπως ήταν κουρασμένοι, ξαπλωμένοι κατά γης και να κοιμούνται. Στον Πέτρο τότε είπε με παράπονο.
– Μιαν ώρα ν' αγρυπνήσετε μαζί Μου δεν μπορέσατε; Μα, αν θέλετε από τον πειρασμό να μη νικηθείτε, προσεύχεστε και αγρυπνείτε. Γιατί όσο κι αν είναι πρόθυμη η ψυχή, αδύνατο είναι το κορμί.
Έτσι είπε κι έφυγε, για να προσευχηθεί για δεύτερη φορά. Ξαναγονάτισε και τούτα είπε στον Πατέρα Του.
– Πατέρα μου, εάν δεν είναι δυνατό να μη το πιω ετούτο το πικρό ποτήρι, ας γίνει το δικό Σου θέλημα.
Ξαναγύρισε μετά στους μαθητές, πάλι τους βρήκε να βαριοκοιμούνται. Έφυγε κι ήταν τόσο πικραμένος! Προσευχήθηκε ξανά και ο ιδρώτας έτρεχε σαν να ήταν αίμα από το πρόσωπό Του. Σε λίγο πίσω γύρισε· ξυπνά τους μαθητές.
– Ακόμα κοιμάστε και ξεκουραζόσαστε. Έφτασε η στιγμή που θα παραδοθεί ο Υιός του Ανθρώπου στα χέρια των αμαρτωλών. Σηκωθείτε απάνω κι ας πηγαίνουμε. Να, αυτός που θα Με παραδώσει στους εχθρούς Μου, πλησιάζει.

Κι ήταν αλήθεια. Ο Ιούδας είχε κιόλας ξεκινήσει μαζί με τους Ρωμαίους στρατιώτες να Τον βρει. Τον είχε πια προδώσει! Ο Ιησούς μαζί κι οι μαθητές, περάσανε το φουσκωμένο το ποτάμι, το χείμαρρο των Κέδρων όπως το έλεγαν. Και χώθηκαν μες στις ελιές, μέσα στον κήπο.
Γνωστός ο τόπος και αγαπητός στον Κύριο. Πολλές φορές ανάπαυση η ψυχή Του έβρισκε εκεί. Τα ήξερε αυτά ο Ιούδας. Και προς τα 'κει ξεκίνησε τον Κύριο να βρει. Μαζί του ο χιλίαρχος Ρωμαίος, μαζί και η φρουρά. Και υπηρέτες ήτανε μαζί, των αρχιερέων και των Φαρισαίων υπηρέτες.
Άλλοι κρατούσανε σπαθιά, ξύλα και λόγχες και μαχαίρια. Άλλοι φωτίζανε με τα φανάρια, μα και με δαυλούς τον σκοτεινό τόπο, γιατί η νύχτα είχε προχωρήσει πια.
Ψάχναν να βρουν τον Ιησού! Τους είδε ο Κύριος, προχώρησε και στάθηκε μπροστά τους.
– Ποιον ζητάτε, τους ερώτησε απλά.
– Τον Ιησού τον Ναζωραίο, Του αποκρίθηκαν, γιατί δε ξέρανε με Ποιον μιλάνε.
– Είμαι Εγώ, είπε ο Κύριος, και να, μπροστά του ο Ιούδας.
Αυτοί μόλις ακούσανε το λόγο αυτό, τα χάσανε. Μπερδεύτηκαν τα βήματά τους, κάνανε πίσω κι ύστερα πέσανε στη γη! Και ξαναρώτησε ο Κύριος.
– Ποιον ψάχνετε να βρείτε;
– Τον Ιησού τον Ναζωραίο, ξαναείπανε.
Ο Κύριος δεν ήθελε κακό να πάθει μαθητής Του. Γι' αυτό είπε.
– Σας το 'πα πως Εγώ είμαι Αυτός. Αφού ζητάτε Εμένα, αυτούς αφήστε τους να φύγουν λεύτεροι.
Τότε έγινε κάτι φοβερό. Θύμωσε ο Σίμων ο Πέτρος, έσυρε το μαχαίρι απ' τη θήκη του και χτύπησε τον υπηρέτη του αρχιερέα και του έκοψε το δεξιό αυτί. Μα ο Ιησούς τον μάλωσε.
– Βάλε στη θέση του ετούτο το μαχαίρι! Όσοι μαχαίρι πιάσουνε, από μαχαίρι θα πεθάνουν.
Με προσοχή μετά, αγγίζοντας τ' αυτί του δούλου που κρεμότανε κομμένο, το γιάτρεψε ευθύς. Έτσι ξεθάρρεψε η φρουρά. Πιάσαν και δέσαν τον Χριστό και ξεκινήσανε να πάνε, περασμένα πια μεσάνυχτα, στην Ιερουσαλήμ. Στον Άννα τον πηγαίνανε και στο γαμπρό του, τον Καϊάφα, και τους αρχιερείς.
Μαρκ. ιδ' 32, Ματθ. κστ' 36
Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα