Μάθημα 4

Τα δώρα της Αγίας Παρασκευής! 

Μάθημα 6

Τα δώρα της Αγίας Παρασκευής!


Διαβάζουμε το κείμενο:


Με χαρά πήγαινε ο Ιάκωβος το πρωί στο ξωκλήσι για να μάθει γράμματα και το απόγευμα ξαναπήγαινε πετώντας για ν' ανάψει τα καντηλάκια και να προσευχηθεί. Έφτιαχνε και τα στασίδια, καθάριζε και τις σταλαγματιές των κεριών από τις πλάκες, μάζευε και τα μαραμένα αγριολούλουδα, εκείνα που φέρνανε τα παιδιά για να στολίζουν την εικόνα της Αγίας Παρασκευής, κάνοντας έτσι τόπο να χωρέσουν την άλλη μέρα τα καινούργια λουλούδια.

Όταν τέλειωνε απ' όλες ετούτες τις δουλειές, στεκόταν μπρος στην Αγία κι έκανε μετάνοιες, όπως είχε δει κρυφά τη μάνα του να κάνει τα βράδια την ώρα που όλοι στο σπίτι κοιμόνταν. Ήξερε και κάποιες μικρές προσευχές, που ντροπαλά σιγοψιθύριζε. Τις πιο πολλές όμως τις έφτιαχνε μόνος, με τον νου του. Κι έβανε εκεί μέσα την ψυχή του.

Όλα ετούτα, τους κόπους και τις προσευχές του, τα έβλεπε η Αγία Παρασκευή κι έπαιρνε χαρά μεγάλη. Κι άρχισε σιγά – σιγά να του φανερώνεται. Την μια εκεί, στης εκκλησίας την πόρτα, την άλλη μέσα στο Ιερό, την τρίτη έξω στον περίβολο να σεργιανίζει, να πλένει τα καντήλια της, να τακτοποιεί τα πεζούλια.

 Ο Ιάκωβος, όταν την πρωτοαντίκρισε, λογάριασε πως ήτανε φυσικό ετούτο που γινόταν!
 –Μια νοικοκυρά, που νοικοκυρεύει το σπίτι της, σκεφτότανε.
 Έτσι τ' ουρανού και της γης τα πράγματα είχανε γίνει ένα για τον μικρό Ιάκωβο. Και λέξη σε κανέναν δεν είχε φανερώσει το παιδί απ' όλα ετούτα, ώσπου μια μέρα τον έκαμε η ανάγκη στην μάνα του όλα να τα πει…
 –Είδες παιδί μου την Αγία Παρασκευή; τον ρώτησε η μάνα του.

 –Την είδα στο ξωκλήσι της απ' έξω, είπε το παιδί λαχανιασμένο απ'την τρεχάλα.
 – Πώς την είδες; Τι συνέβη ακριβώς; ρώτησε η μάνα γλυκαίνοντας τη φωνή της μην και τρομάξει το παιδί απ' τα ξαφνιάσματά της. 

Να, αποκρίθηκε εκείνο σιγανά, καθώς πλησίαζα στο εκκλησάκι την είδα να στέκει εκεί, μπρος μου. Η Αγία ήταν σαν μοναχή. Όταν με είδε μου λέει « Έλα εδώ, Ιάκωβε, να σου μιλήσω»! Εγώ όμως φοβήθηκα να την πλησιάσω. «Φοβούμαι να έρθω κοντά σου», της είπα, «πες μου από 'δω, που στέκομαι, τι θέλεις να μου πεις».
 –Τότε τι έγινε; τον ρώτησε η μάνα.
 -Τότε μου λέει η Αγία «Γιατί με φοβάσαι; Εσύ τόσον καιρό έρχεσαι και περιποιείσαι το εκκλησάκι μου κι ανάβεις τα καντήλια. Ζήτησέ μου τι χάρη θέλεις από μένα! Τι χάρισμα να σου δώσω!».
 –Κι εσύ τι της είπες; τον ρώτησε η μάνα του.

 –Εγώ… δεν ήξερα τι να ζητήσω, είπε ντροπαλά το παιδί. «Θα ρωτήσω την μητέρα μου και θα σου πω!», αυτό της είπα μόνο.
 Η κυρα-Δωρούλα χαμογέλασε.

Άκουσε, Ιακωβάκι μου, του είπε. Να ζητήσεις από την Αγία την τύχη σου να σου δώσει. Κατάλαβες; Την τύχη σου, του είπε και χάθηκε με τούτη την κουβέντα σαν σκιά μέσα στο σπίτι.

 Ό,τι του είπε η μάνα του, εκείνο ζήτησε και ο Ιάκωβος την άλλη μέρα το απόγευμα, όταν πήγε και πάλι τρέχοντας στο ξωκλήσι. Και η Αγία τού μίλησε εκείνο το δειλινό για την τύχη του.
 Με όλα ετούτα που έβλεπε η μάνα του, η κυρά-Δωρούλα, χαιρότανε. Κι ο παπα-Θεοδόσης, ο παπάς του χωριού, έβλεπε πως τούτο το παιδί δεν ήταν σαν όλα τ' άλλα.
 Το έβλεπαν ακόμη και οι χωριανοί κι αρχίσανε να τον φωνάζουνε με σέβας «παπά-Ιάκωβο». Και δεν το λέγανε για χωρατό, μα το πιστεύανε στ' αλήθεια πως ο Ιάκωβος μπορεί να πατούσε στη γη, μα βρισκότανε στον ουρανό. Ο πάπα-Θεοδόσης έμενε σε ένα γειτονικό χωριό κι ερχότανε στη Φαράκλα κάθε δυο εβδομάδες, για να λειτουργήσει στην Εκκλησιά. Όλον τον υπόλοιπο καιρό έστεκε στο πόδι του ο μικρός «παπά-Ιάκωβος» για ό,τι έκτακτο και βιαστικό τύχαινε κι ας ήτανε μόνο εννιά χρονών παιδί!
 Αυτόν φωνάζανε οι χωριανοί, όταν αρρωσταίνανε τα ζωντανά, να τους διαβάσει μίαν ευχή, για να γίνουν καλά. Αυτόν φωνάζανε σαν αρρωσταίνανε και οι ίδιοι, για να τους σταυρώσει και να γιάνουν. Τον «παπά-Ιάκωβο» παίρνανε, να τους ρίξει αγιασμό στα θεμέλια του καινούργιου τους σπιτιού, να ραντίσει μ' αγιονέρι τ' αμπέλια σαν τα' πιανε φυλλοξέρα, να προσευχηθεί να φύγει η ακρίδα απ' τα σπαρτά.
 Ακόμη κι ο παπά-Θεοδόσης τον Ιάκωβο κάλεσε, για να διαβάσει μίαν ευχούλα, όταν η παπαδιά δεν μπορούσε να γεννήσει τον Βαγγελάκη και πονούσε η κοιλιά της μια ολόκληρη εβδομάδα.
 Τον Ιάκωβο πήγανε κι εκείνη τη μέρα οι μανάδες στο σπίτι του να βρούνε, να πέσουν στα πόδια του, να τον παρακαλέσουν…

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ήτανε κάποτε παιδιά. Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης»


Προηγούμενο μάθημα

Μάθημα 3

Επόμενη ενότητα

Παίζω και μαθαίνω