Αναστάσιμο μάθημα

Τετέλεσται

Τετέλεσται


Είχε μεσημεριάσει πια! Κι ενώ ολόλαμπρη ήταν η μέρα, σκοτάδι έγινε σ' όλη τη γη. Κρύφτηκε ο ήλιος να μη βλέπει την αγωνία του Ιησού απάνω στον Σταυρό, πώς ν' αντικρίσει να ψυχομαχάει ο Αθάνατος! Και εκεί, κατά τις τρεις, φωνή μεγάλη έβγαλε ο Ιησούς, φωνή βραχνή:

 – Γιατί, Θεέ μου; Θεέ μου, γιατί Με εγκατέλειψες; Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί!

 Όλοι ακούσανε εκείνη την κραυγή και το «Ηλί» και νόμισαν πως ζητάει τη δύναμη του Ηλία του Προφήτη. Και τρέχει παρευθύς ένας από εκείνους που φυλάγανε τους σταυρωμένους, αρπάζει ένα σφουγγάρι βιαστικά, το μουσκεύει μέσα σε ξύδι, το στέριωσε σ' ένα καλάμι, γιατί ήταν ψηλά ο Εσταυρωμένος και δεν έφτανε και Του έβρεξε τα πανιασμένα χείλη. Οι άλλοι όλοι χαζεύαν και κορόιδευαν και λέγανε:

– Άσε να δούμε μπας και 'ρθει ο Ηλίας να Τον σώσει!

 Ο Ιησούς χωμένος μες στον πόνο, ακόμα μια φορά φωνάζει δυνατά. Κι ύστερα μια σιωπή βαριά. Και ξαφνικά σε δυο κομμάτια σκίστηκε το καταπέτασμα του Ναού, σε δυο κομμάτια από ψηλά ως κάτω. Κι η γη, βγάζοντας νόμιζες κραυγή, βόγγο, λυγμό και πόνο, κουνήθηκε, σείστηκε. Κι οι βράχοι που ακλόνητοι, χρόνους και χρόνους στέκονταν στην ίδια θέση, σκιστήκανε κι αυτοί.

 Τέτοια ήταν η κοσμοχαλασιά στη σκοτεινιά – σκέψου, καταμεσήμερο, κι ήταν πιο σκοτεινά κι απ' τις νυχτιές, ώστε ανοίξανε τα μνήματα που ήταν παραχωμένοι πεθαμένοι!

 Κι αναστηθήκανε πολλοί -για σκέψου κι ήταν πεθαμένοι- και πήγανε στην Ιερουσαλήμ. Αλαλιασμένοι οι ζωντανοί τούς κοίταζαν. Κάτω απ' τον σταυρό βουβοί και τρομαγμένοι εκείνοι που φυλάγανε τους σταυρωμένους, ο εκατόνταρχος μαζί κι οι στρατιώτες, ζούσανε αυτή την κοσμοχαλασιά.

 Μες στο σκοτάδι που τύλιξε τη γη, που θαρρείς πως ήταν ταραγμένη θάλασσα και σιόταν οργισμένη, πέσανε μπρούμητα και με φωνή, που απ' το φόβο είχε αλλάξει, λέγανε πως καμιά αμφιβολία δε χωρεί· αυτός είναι στ' αλήθεια ο Γιος του Θεού! Και τούτες τις κουβέντες τις έλεγε πρώτα η τρομαγμένη τους καρδιά κι μετά τα χείλη που έτρεμαν κι αυτά.

 – Είναι στ' αλήθεια Γιος του Θεού Αυτός που στο Σταυρό κρεμιέται!

(Ματθ. κζ' 38-54)


Επόμενη ενότητα

Ο ενταφιασμός