Μάθημα 19

Θαυμάτων θαυμάσια 1

Θαυμάτων θαυμάσια 1


Τα παπούτσια

Για να ασκείται σκληρά ο Άγιος Δαβίδ, δεν φορούσε παπούτσια. Έτσι λοιπόν ξυπόλητος στάθηκε και μπρος στον Δεσπότη και γέροντά του Ακάκιο, όταν εκείνος τον κάλεσε και του είπε να πάει από τη Ναύπακτο στην Άρτα για μια δουλειά της Μητρόπολης.

 Το ταξίδι κράτησε τέσσερις μέρες. Μέσα από δύσκολους δρόμους και δύσβατα μονοπάτια πέρασε. Οι γυμνές πατούσες του μάθανε σπιθαμή προς σπιθαμή κάθε λιθάρι που συνάντησαν στο δρόμο τους κι από τούτη τη γνωριμιά βγήκανε λαβωμένες και πονεμένες. Σαν έφτασε στην όμορφη Άρτα ο πάτερ Δαβίδ και λίγο πριν μπει στην πόλη, στάθηκε, για να ξεκουραστεί. Ήτανε φανερά ταλαιπωρημένος από το πολυήμερο ταξίδι και τα ξυπόλητα πόδια του σκισμένα και ματωμένα.

 Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από έναν πλούσιο και φιλόπτωχο κάτοικο της περιοχής που, όταν είδε τον μοναχό, λυπήθηκε τόσο η καρδιά του που έτρεξε σ' έναν παπουτσή και του αγόρασε ένα ζευγάρι τσαρούχια.

— Πάρε, άνθρωπε του Θεού, αυτά τα παπούτσια και φόρεσέ τα στα πόδια σου, του είπε με πόνο και μην ταλαιπωρείς άλλο τον εαυτό σου!

 Ο πάτερ Δαβίδ βλέποντας την ευλάβεια και την καλοσύνη εκείνου του ανθρώπου πήρε τα παπούτσια και, αφού τον ευχαρίστησε, τα φόρεσε στα πόδια του.

 Τις δουλειές που του ανέθεσε ο Δεσπότης τις τέλειωσε γρήγορα. Προσκύνησε την Αγία Θεοδώρα και την Παναγιά την Παρηγορήτισσα και πήρε το δρόμο της επιστροφής.

 Εύκολα διάβαινε τώρα τα φιδωτά εκείνα μονοπάτια των κακοτράχαλων βουνών δίχως να λογαριάζει τις ανηφοριές και τις κατηφοριές, το σκληρό, πετρωμένο χώμα, τα μυτερά βράχια τα αγκάθια που γίνηκαν ανήμπορα πια να τον αγγίξουν, να τον ματώσουν. 'Υστερα από τέσσερις μέρες οδοιπορίας στάθηκε ξανά μπρος στον Δεσπότη να κάμει την αναφορά του.

 Ο Δεσπότης είδε με την πρώτη τη ματιά τα παπούτσια στα πόδια του μοναχού και θυμωμένος του λέει:

— Γέροντα, ποιός σου έδωσε τα παπούτσια αυτά;

 — Ένας καλός και ευσεβής άνθρωπος, πάτερ μου, απάντησε o Δαβίδ.

 — 'Ωστε αυτή είναι, γέροντα, η υπακοή* σου; Γιατί δεν ήλθες πίσω ξυπόλητος όπως πήγες; Πήρες ευλογία, για να φορέσεις παπούτσια; Εσύ όμως όπως φαίνεται λυπήθηκες τον εαυτό σου! Φύγε αυτή τη στιγμή και πήγαινε να επιστρέψεις τα παπούτσια στον άνθρωπο που σου τα έδωσε κι εσύ ξυπόλητος να γυρίσεις πίσω. Αυτόν τον κανόνα σου τον βάζω, για να μάθεις να μην κάνεις τίποτε χωρίς να έχεις ευλογία.

 Ο ταπεινός Δαβίδ με χαρά δέχτηκε το επιτίμιο. Έβγαλε αμέσως τα παπούτσια από τα πόδια του κι, αφού έβαλε μετάνοια στον γέροντά του, έφυγε γρήγορα για την Άρτα. Όταν μπήκε στην πόλη, σαν από θαύμα, ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε μπροστά του ο Δαβίδ ήταν ο καλός εκείνος Χριστιανός που του χάρισε τα παπούτσια.

 — Συγχώρεσέ με, μα δεν είχα ευλογία από το γέροντά μου να πάρω το δώρο σου γι' αυτό στο φέρνω πίσω, του είπε ο ταπεινός Δαβίδ.

 Όταν γύρισε ξανά κοντά στον γέροντά του εκείνος τον υποδέχτηκε με χαρά και θαυμασμό για τη μεγάλη υπακοή που έδειξε.




Ο Βαρκάρης

 Κάποτε ο Άγιος Δαβίδ βρέθηκε στην παραλία της Αταλάντης και ζήτησε από έναν βαρκάρη να τον περάσει με τη βάρκα του απέναντι στην βόρεια Εύβοια.

 Βλέποντας ο βαρκάρης τον φτωχό καλόγερο με το τριμμένο ράσο και το ταπεινό παρουσιαστικό δεν του έδωσε καμιά σημασία και συνεχίζοντας τη δουλειά του αρνήθηκε να τον περάσει απέναντι στο νησί.

Ο Άγιος Δαβίδ δεν στεναχωρήθηκε. Πήγε λίγο πιο πέρα, έβγαλε το τριμμένο του ρασάκι, το άπλωσε πάνω στη θάλασσα και κάνοντας το σταυρό του ανέβηκε στο ράσο του, σαν να ανέβηκε σε ξύλινη σανίδα, κι άρχισε αργά στην αρχή κι έπειτα όλο και πιο γρήγορα να ταξιδεύει στο πέλαγος.

 — Έλα, Χριστέ και Παναγιά, ψέλλισε κι έκαμε το σταυρό του ο βαρκάρης. Αυτός ο καλόγερος είναι Άγιος! Κι εγώ αρνήθηκα να τον πάω με τη βάρκα μου….

 Έκανε τότε τα χέρια του χωνί και με τη δυνατή φωνή του άρχισε να φωνάζει στον Άγιο…

— Έλα, παππού, έλα, παππού, να σε πάω με τη βάρκα…

 Ο Όσιος Δαβίδ, όταν άκουσε τις φωνές του βαρκάρη, γύρισε και τον ευλόγησε από μακριά και ύστερα προσευχόμενος συνέχισε το θαυμαστό του ταξίδι.




Το μοναστήρι της Μεταμόρφωσης

 Για να χτιστεί το μοναστήρι της Μεταμόρφωσης στην Εύβοια χρειαζόταν χρήματα κι ο Άγιος Δαβίδ πέρα από το τριμμένο του ράσο δεν είχε τίποτε άλλο. Οι κάτοικοι της περιοχής ήτανε πρόθυμοι να βοηθήσουν, μα δεν έφτανε μόνο αυτό, για να χτιστεί το μοναστήρι. Έτσι ο Άγιος αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στη μακρινή Ρωσία, για να βρει τα χρήματα που χρειαζόταν.

 Η ελληνική κοινότητα της Ρωσίας ανθούσε οικονομικά τα χρόνια εκείνα. Με την Χάρη του Θεού, ο Άγιος Δαβίδ μπόρεσε να μαζέψει για το σκοπό του αρκετά χρήματα και πολύτιμα δώρα.

 Ο Άγιος όμως ήξερε καλά πως το ταξίδι της επιστροφής θα ήτανε πολύ επικίνδυνο, αν κουβαλούσε επάνω του αυτό το μεγάλο χρηματικό ποσό. Γι' αυτό αποφάσισε να στείλει «ταχυδρομικά» το μικρό θησαυρό στο μοναστήρι. Βέβαια η αποστολή δεν έγινε με το Ρωσικό ταχυδρομείο, μα με την Υδροταχυδρομική Υπηρεσία. Π.Λ.Θ. (Ποταμών. Λιμνών. Θαλασσών)!

 Σίγουρα πρώτη φορά θα ακούτε γι' αυτή την υπηρεσία. Κι όμως στην περίπτωση αυτή λειτούργησε άψογα και το δεματάκι έφτασε γρήγορα στον προορισμό του. Και να ποιος ήταν αυτός ο απλός τρόπος αποστολής.

 Πήρε ο Άγιος Δαβίδ ένα κομμάτι από κορμό δέντρου, ίσως να ήτανε σημύδα, ένα δέντρο που στολίζει τ' απέραντα δάση της Ρωσίας, το κούφωσε με προσοχή, έβαλε εκεί μέσα το θησαυρό κι, αφού το έκλεισε καλά, σήκωσε το χέρι του και το σταύρωσε. Αυτό ήταν και το υδατόσημο του παράξενου αυτού ταχυδρομικού δέματος. Έπειτα, το έριξε σ' ένα ποτάμι της Ρωσίας.

 Έκαμε η σημύδα το υδάτινο ταξίδι της, έκαμε κι ο Άγιος το στεριανό του το ταξίδι και φτάσανε σχεδόν και οι δύο την ίδια ώρα στην Εύβοια.

 Το πρώτο πράγμα που έκανε ο γέροντας φτάνοντας στις Ροβιές ήτανε να ψάξει βήμα προς βήμα την παραλία, για να δει αν το δέμα που είχε στείλει έφτασε στον προορισμό του. Βλέπει τότε μαζεμένους στην ακροθαλασσιά μερικούς ψαράδες να προσπαθούνε με τσεκούρια να τσακίσουν ένα μεγάλο, παράξενο κούτσουρο που ξέβρασε η θάλασσα. Τέτοιο ξύλο πρώτη τους φορά βλέπανε κι αναρωτιόνταν από τι δέντρο άραγε να ήταν που δεν άφηνε μήτε μια τσεκουριά να το λαβώσει κι έσπαγε και στράβωνε όλα τα τσεκούρια. Ο Άγιος Δαβίδ, όταν τους είδε, πλησίασε και τους λέει:

 — Άδικα προσπαθείτε ν' ανοίξετε αυτό το ξύλο. Μέσα του έχει θησαυρό φερμένο απ' τη Ρωσία, για να χτιστεί το μοναστήρι της Μεταμόρφωσης. Αυτό θ' ανοίξει με το θέλημα του Θεού, όταν θα έρθει η ώρα.

 Οι απλοί ψαράδες θαύμασαν του Θεού τα έργα και με ενθουσιασμό πήραν τον μεγάλο και βαρύ κορμό και βοήθησαν τον Άγιο να τον μεταφέρει στο ερημοκλήσι.

Λεξιλόγιο Μαθήματος:

δύσβατα, σπιθαμή προς σπιθαμή, λαβωμένες, διάβαινε, οδοιπορίας, ευσεβής, επιτίμιο, κουφώνει, υδατόσημο