Μάθημα 7

Της γης και τ’ ουρανού τα πράματα είχανε γίνει ένα! 

Της γης και τ’ ουρανού τα πράματα είχανε γίνει ένα!


Δραστηριότητα:

Καθώς κάνουμε ανάγνωση να εντοπίσουμε τα ρήματα σε ενεστώτα.

Κάποτε ο Γέρων Ιάκωβος ήτανε στο Ιερό της Εκκλησίας του Αγίου Δαβίδ και το τακτοποιούσε. Άκουσε όμως κάποια στιγμή πίσω του ένα απαλό θρόισμα, σαν φτερά πουλιού να παλεύουν με τον αέρα κι έτσι, όπως ο νους του ήταν απορροφημένος από την προσευχή, σκέφτηκε:

 – Μήπως ξεχάσανε οι πατέρες ανοιχτό το κοτέτσι και βγήκε η γαλοπούλα έξω;

 Την ίδια ώρα, δίχως να προλάβει τη σκέψη να τελειώσει, γυρίζει αυθόρμητα να δει. Βλέπει τότε τον φύλακα άγγελό του να στέκει πίσω του. Σκύβοντας αμέσως ο Γέροντας ντροπιασμένος το κεφάλι του, λέει:

 – Με συγχωρείς, Άγιε Άγγελε, για τον απρεπή λογισμό.

Το είχανε από καιρό ζητήσει στο μοναστήρι κάτοικοι από το Σπάθαρι, ένα μικρό χωριό πέντε ώρες μακριά, να πάει ευλογία στο χωριό τους ο Άγιος Δαβίδ. Μια ο καιρός δεν άφηνε, μια οι δουλειές του μοναστηριού τρέχανε. Βρέθηκαν όμως οι μέρες, μόλις μπήκε η άνοιξη. Και κίνησε ο πατήρ Ιάκωβος με την τίμια Κάρα του Οσίου Δαβίδ στα χέρια για το χωριό, να προσκυνήσουν οι Χριστιανοί και να πάρουν ευλογία.

 Ήθελε μισή ώρα ακόμη δρόμο, για να φτάσει, όταν ένα δροσερό αεράκι έφερε στο πρόσωπό του τη μυρωδιά της βροχής και της νοτισμένης γης. Σήκωσε τα μάτια του από το μονοπάτι, που περπατούσε, και είδε μπροστά του στον ουρανό σύννεφα μαύρα, σκοτεινά κι απειλητικά να πλησιάζουν.

 Φοβήθηκε ο πατήρ Ιάκωβος πως δεν θα προφτάσει να μπει στην Εκκλησιά.

 Πρώτα σκέφτηκε τον Άγιο. Με τούτην την μπόρα, που αντικριστά πλησίαζε, η τίμια Κάρα σίγουρα θα βρεχότανε. Έπειτα κι ο ίδιος θα γινότανε μούσκεμα. Και τότε τι θα έκανε; Με βρεγμένα ράσα πώς θα έστεκε στην Εκκλησιά;

 – Άγιε μου, μουρμούρισε κι ένοιωσε γύρω του να πέφτουν οι πρώτες, αραιές ψιχάλες. Βόηθα να φτάσουμε πριν γίνει το κακό.

 Δεν πρόλαβε τον λόγο να τελειώσει και οι ψιλές ψιχάλες γίνηκαν σταγόνες χοντρές κι εκείνες πύκνωσαν με τη σειρά τους και ύστερα η βροχή γίνηκε καταρράκτης, που πλημμύριζε πέφτοντας το μονοπάτι.

 Ο πατήρ Ιάκωβος έσφιξε την τίμια Κάρα στο στήθος του, έσκυψε από πάνω της, για να την προστατεύσει και τάχυνε το βήμα του όσο μπορούσε.

 Η καταιγίδα ήταν φοβερή. Γύρω του γινόταν χαλασμός! Εκείνος όμως περπατούσε μέσα στη βροχή δίχως να βρέχεται. Όταν έφτασε στην Εκκλησιά του χωριού ήταν στεγνός και ο πατήρ Ιάκωβος και η τίμια Κάρα του Αγίου Δαβίδ.

Όταν νύχτωνε και ησύχαζαν οι πατέρες στα κελιά τους, ο πατήρ Ιάκωβος παρ' όλη την κούραση της ημέρας έβγαινε αθόρυβα στην αυλή του μοναστηριού, άνοιγε κρυφά την πίσω πόρτα της μονής και μέσα στη νύχτα ξεκινούσε για το ασκητήριο του Αγίου Δαβίδ, που βρίσκεται ψηλά στο δάσος, από το μοναστήρι. Ήθελε εκεί που προσευχότανε και ο αγαπημένος του Άγιος να γονατίσει κι εκείνος και να προσευχηθεί.

 Από το πυκνό όμως σκοτάδι ο Γέροντας δεν έβλεπε να προχωρήσει. Παρακαλούσε τότε τον Άγιο Δαβίδ να τον βοηθήσει. Κι αμέσως ένα αστεράκι κατέβαινε από τον ουρανό και φώτιζε τον δρόμο μπροστά του. Έτσι, με το φως του αστεριού έφτανε στο ασκητήριο.

 Εκεί πολλές φορές, όπως διηγείται ο ίδιος ο Γέροντας, τον περίμενε ο Άγιος και του έλεγε….

 – Κάθισε, πάτερ, ξεκουράσου.

 Ο Γέροντας από ευλάβεια περίμενε να βγει ο Άγιος από το μικρό σπήλαιο κι έπειτα έμπαινε και προσευχόταν.

 Πριν ξημερώσει και σαν τελείωνε την προσευχή ο Γέροντας έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Τότε και πάλι το αστεράκι εκείνο κατέβαινε και φώτιζε τον δρόμο του.

Βρέθηκε κάποτε ανάγκη ο Γέροντας να κατέβει στην Αθήνα, για να επισκεφθεί κάποιον γιατρό για ένα πρόβλημα υγείας που είχε. Τις ημέρες, που έμεινε στην Αθήνα, τον φιλοξένησε η ανιψιά του, η κόρη της αδερφής του.

 Εκείνο το πρωινό της Δευτέρας το σπίτι αναστατώθηκε από τις φωνές και τα κλάματα του μικρού γιου της ανιψιάς. Ο Γέροντας θορυβημένος ρώτησε την ανιψιά του γιατί κλαίει το παιδί.

 – Δεν θέλει να πάει σήμερα στο σχολείο, απάντησε εκείνη.

 – Και γιατί δεν θέλει να πάει; ρώτησε απορημένος ο γέροντας.

 – Η δασκάλα τους είπε να κάνουν εξάσκηση το Σαββατοκύριακο στον χορό τον καλαματιανό, για να τον μάθουνε καλά, κι εμείς δεν το κάναμε.

 – Μα καλά, λέει ο γέροντας, γιατί δεν έμαθες στο παιδί τον χορό; Δεν ξέρεις να τον χορεύεις;

 – Δεν ξέρω, απάντησε η ανιψιά του.

 Ο γέροντας τότε πιάνει το χεράκι του παιδιού από τη μια μεριά και το χέρι της ανιψιάς του από την άλλη και τραγουδώντας «Ένα νερό, κυρα-Βαγγελιώ» τους έδειξε τα βήματα του χορού. Έτσι, λίγο αργότερα, έφευγε πετώντας ο νεαρός χορευτής για το σχολείο του.

Ο πατήρ Ιάκωβος, νέος ακόμα μοναχός, είδε κάποτε σε όραμα ότι βρέθηκε μπροστά σε κάποιον Αρχιερέα. Ήτανε μέσα σε φως καθισμένος πάνω σε θρόνο μεγαλοπρεπή. Δίπλα του σε χαμηλότερο επίπεδο καθόταν ο γραμματέας Του. Ο γέροντας καθόταν μόνος μπροστά τους και πιο χαμηλά από αυτούς. Τότε ο Αρχιερέας λέγει στον γραμματέα Του…

 – Διάβασε το βιβλίο του πατρός Ιακώβου από την αρχή.

 Ο γραμματέας άρχισε να διαβάζει όλες τις πράξεις του Γέροντα, που ήταν γραμμένες στο βιβλίο αυτό από την παιδική του ηλικία. Κάποια στιγμή, κι ενώ τελείωσε την ανάγνωση, λέγει ο γραμματεύς στον Αρχιερέα…

 – Δεν έχει τίποτε άλλο ο πατήρ Ιάκωβος.

 Τότε ο Αρχιερέας επιμένοντας του λέγει:

 – Πώς δεν έχει. Για γύρισε στη σελίδα 264 και διάβασε…

 Ευθύς εκείνος γύρισε στη σελίδα αυτή και άρχισε να διαβάζει…

 – Όταν ήταν μικρό παιδί, ηλικίας επτά ετών, στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας βρήκε πεταμένο στον δρόμο ένα καινούργιο, τενεκεδένιο, γυαλιστερό κουτάκι φωτοβολίδων του στρατού, το οποίο επειδή του άρεσε, είπε: «Δεν το πηγαίνω στον καλό Ιερέα του χωριού μας να βάζει μέσα το λιβανάκι της Εκκλησίας;», κάτι που και αμέσως το έκανε.

 – Εσύ, λέει τότε ο Αρχιερέας στον γραμματέα Του αυστηρά, την θεωρείς ασήμαντη την πράξη αυτή και δεν την αναφέρεις;

 Έπειτα από το όραμα, ο πατήρ Ιάκωβος προσπάθησε να θυμηθεί αυτό το περιστατικό, που είχε από τη μνήμη του σβηστεί. Το θυμήθηκε μετά από πολύ μεγάλη προσπάθεια!

 Μπορεί αλήθεια να είχε ο Άγιος Γέροντας ξεχάσει αυτό το «ασήμαντο» περιστατικό, μα να που ο Θεός ποτέ δεν ξέχασε τη λαχτάρα της ψυχής ενός μικρού παιδιού να Του προσφέρει τούτο το εύρημα, που για παιχνίδι θα ήταν ένα κι ένα στα παιδικά του τα χεράκια.

Κάποια μέρα λίγο μετά τη Θεία Λειτουργία αντάμωσε έξω από την Εκκλησιά τον Γέροντα ένας χωρικός της περιοχής φέρνοντάς του ένα άσχημο μαντάτο.

 – Κόψανε τις ελιές από το κτήμα της μονής στο γιαλό και κάνανε καμίνι. Ρίξανε, Γέροντα, και χώμα πάνω στους κομμένους τους κορμούς, για να μη φαίνονται.

 Ο Γέροντας λυπήθηκε πολύ, όταν άκουσε τα νέα. 

 – Καλόγερος άνθρωπος, σκέφτηκε, δεν γίνεται να τρέχω στις αστυνομίες και τα δικαστήρια.

 Τούτο σαν συλλογίστηκε, μια και δυο έτρεξε στην Εκκλησιά και πήγε και στάθηκε μπρος στην εικόνα του Αγίου Δαβίδ.

 – Άκουσε, 'Οσιε Δαβίδ, του είπε. Όπως ξεύρεις, εγώ ούτε σπίτι έχω, ούτε οικογένεια, ούτε κτήματα. Όσα είχα τα χάρισα σε συγγενείς και φίλους. Άφησα τα πάντα και ήρθα εδώ, για να σε υπηρετήσω. Τα ξεύρεις! Άκουσε λοιπόν. Σε παρακαλώ, αυτόν που έκοψε τις ελιές από το κτήμα σου να μου τον φέρεις εδώ. Διαφορετικά ούτε καντήλι θα σου ανάψω, ούτε θα σε λιβανίζω. Άκουσες;

 Έκαμε τον σταυρό του, έσκυψε, φίλησε τον Άγιο και ύστερα βγήκε στενοχωρημένος από την Εκκλησιά.

 Το απόγευμα της ίδια μέρας, λίγο πριν αρχίσει ο Εσπερινός βλέπει να μπαίνει στην αυλή ένας ηλικιωμένος αγρότης. Περπατούσε με το κεφάλι σκυμμένο, τα μάτια καρφωμένα στη γη και πήγαινε γραμμή προς τον Γέροντα.

 – Αυτός είναι που έκοψε τις ελιές, σκέφτηκε με σιγουριά ο γέροντας. Ο Όσιος Δαβίδ μού τον έφερε, όπως του το ζήτησα.

 Όταν ο άντρας τον πλησίασε ξέπνοα, μουρμουρώντας του λέει:

 – Πάτερ Ιάκωβε, θέλω να σου πω πως εγώ έκοψα τις ελιές στο κτήμα της μονής στο γιαλό.

 Ο πατήρ Ιάκωβος με όλη του την καρδιά τον συγχώρησε. Ο αγρονόμος όμως της Λίμνης αυτεπάγγελτα έκανε μήνυση στον αγρότη. Στο δικαστήριο, που έγινε μετά από 3 μήνες, καταδικάστηκε για αγροτική φθορά σε χρηματικό πρόστιμο 300 δραχμών, το οποίο κρυφά πλήρωσε ο γέροντας Ιάκωβος.


Προηγούμενο μάθημα

Μάθημα 6

Επόμενη ενότητα

Παίζω και μαθαίνω