
Μάθημα 17
Βρέθηκε ο Δαβίδ!
Βρέθηκε ο Δαβίδ!

Του ήλιου το φως φώτιζε ελάχιστα, μα όμως ο μικρός Δαβίδ ήτανε όλος λουσμένος στο φως. Ένα φως γλυκό, ολόασπρο αλλιώτικο απ' του ήλιου το φως. Ερχότανε απ' το πουθενά κι έκαμε το πρόσωπο του παιδιού να λάμπει.
— Παιδάκι μου, ψέλλισε η μάνα του, όταν πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα κι έπνιξε τη φωνή μέσα στη χούφτα της μη και τρομάξει το παιδί.
Ο Δαβίδ στ' άκουσμα της φωνής γύρισε αργά το κεφαλάκι του. Είδε τότε στρυμωγμένους στην πόρτα ένα τσούρμο ανθρώπους να τον κοιτάζουν έκπληκτοι κι ανάμεσά τους τα γονικά του και τ' αδέλφια του.
Ο παπάς έτρεξε πρώτος κοντά του και γονατίζοντας άνοιξε τα χέρια του και το 'κλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του.
Όρμησε κοντά και η μάνα του και πέφτοντας κάτω στις πλάκες φιλούσε το μικρό του κεφαλάκι κλαίγοντας με λυγμούς.
Σε λίγο όλοι πλησίασαν κοντά. Στάθηκαν γύρω τους κλαίγοντας. Άπλωναν τα χέρια και προσπαθούσαν να χαϊδέψουν το παιδί, να το πιάσουν, να νοιώσουν πως δεν είναι ψέματα και πως ολοζώντανο το είχανε κοντά τους.

Μονάχα ο αδερφός του ο μεγάλος δεν πλησίασε, γιατί μόλις είδε τον μικρό Δαβίδ τρελαμένος από χαρά όρμησε έξω από την εκκλησιά κι άρχισε να χτυπάει ασταμάτητα την καμπάνα. Κι έκαμε εκείνη τη χαρά τελάλη, που ακούστηκε μέχρι το χωριό. Κανείς όμως απ' όσους την άκουσαν δεν μπόρεσε το μήνυμα το χαρμόσυνο να καταλάβει.
Ο παπα-Χριστόδουλος πιάνοντας το παιδί από τα μικρά του μπράτσα το τράβηξε έξω από την αγκαλιά και κοιτάζοντάς το στα μάτια το ρώτησε με σπασμένη από τη συγκίνηση φωνή…
— Παιδί μου, πού ήσουν τόσες μέρες; Ποιος σε έφερε εδώ;
Ο μικρός Δαβίδ τον κοίταξε και χαμογέλασε. Ύστερα γύρισε το κεφάλι του στο τέμπλο και σηκώνοντας το χέρι του έδειξε με το δάχτυλό του τον Αϊ-Γιάννη.
— Αυτός με έφερε, είπε χαμογελώντας. Ήλθε στο σπίτι μας, με ξύπνησε μέσα στη νύχτα και μου είπε να σηκωθώ και να τον ακολουθήσω. Και με οδήγησε εδώ που είναι το σπίτι του!
— Ο Αϊ-Γιάννης ο Πρόδρομος σε πήρε από το σπίτι μας; ρώτησε έκπληκτος ο παπα-Χριστόδουλος.
— Ναι, απάντησε με σιγουριά το παιδί.
— Και τώρα πού είναι ο Άγιος;
— Εκεί στην εικόνα του, είπε ο Δαβίδ. Όταν ήλθαμε στο ξωκλήσι στάθηκα εγώ εδώ κι εκείνος μπήκε ξανά στην εικόνα του.
Όλοι τους άκουσαν τα λόγια του παιδιού. Και πίστεψαν δίχως αμφιβολία πως έτσι γίνανε όλα, όπως τα είπε ο Δαβίδ. Κι ένιωσαν την ώρα εκείνη το βάρος του θαύματος για τη λογική τους αβάσταχτο. Και λύγισαν τα γόνατα. Κι έπεσαν μπρούμυτα στης Εκκλησιάς τις πλάκες. Κι άφηκαν εκεί την ψυχή τους να κλάψει, να δοξάσει, να ικετέψει του Αϊ-Γιαννιού τη χάρη.
— «Εὐλογητός ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ακούστηκε σε λίγο τρεμάμενη η φωνή του παπά μέσα από το ιερό κι όλοι τους σηκώθηκαν όρθιοι και κάνανε τον σταυρό τους.
Μόνο η μάνα στάθηκε ακίνητη, γονατιστή μπρος στον Αϊ-Γιάννη. Μην μπορώντας να πάρει τα μάτια της από την εικόνα του κρατούσε το παιδί της σφιχτά στην αγκαλιά.
Πρώτη φορά γίνηκε τέτοιος Εσπερινός. Πρώτη φορά κατάλαβαν όλοι τους τις λέξεις, ό,τι ακούστηκε από τα χείλη του παπά, ό,τι ξεπήδησε από τα μελωδικά ψαλσίματα του γερο-Μηνά…
— «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον…» κι ανάψανε τα κεριά που είχανε φέρει μαζί τους. Εύπλαστα, καθαρά και μυρωδάτα. Τα στέριωσαν στητά στα μανουάλια κι άφησαν τη φλόγα της πίστης τους να τα λιώσει.
Και ύστερα γέμισαν ξέχειλα με λάδι τα καντήλια, όπως ένιωσαν ξέχειλο να χύνεται και του Θεού το έλεος…
— «Τό ἔλεος σου, Κύριε, καταδιώξει με, πᾶσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».

Κι εκείνα της προσευχής τα λόγια που γεννούσαν τα χείλη τους την ώρα ετούτη έρχονταν και τ' απόθεταν πάνω στης καρδιάς τους το πυρωμένο κάρβουνο και γινόταν καπνός ευωδιαστός….
— «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου, ὡς θυμίαμα ενώπιόν σου…»
Πρώτη φορά γίνηκε τέτοιος Εσπερινός! Πρώτη φορά!
Σαν ακούστηκε από τα χείλη του παπα-Χριστόδουλου το «Δι' ευχών» όλη εκείνη η θεία κατάνυξη που τα στήθη τους γέμιζε έγινε τώρα μια κοσμική χαρά τόση μεγάλη που όμοια της δεν είχανε ποτέ τους νιώσει.
Και βγήκανε από την Εκκλησιά. Και γύρεψαν με μια ματιά να μετρηθούν συναμεταξύ τους, για να πάρουνε το δρόμο της επιστροφής. Μα είδαν τότε πως τα παιδιά είχανε κιόλας φύγει τρεχάτα για το χωριό, για να προφτάσουν τα χαρμόσυνα μαντάτα.
— Βρέθηκε ο Δαβίδ…. φωνάζανε σαν μπήκαν στα σοκάκια του χωριού.
— Βρέθηκε μες τ' Αϊ-Γιαννιού το ξωκλήσιιιι….

Σείστηκε το χωριό απ' τις φωνές των παιδιών. Δυο τρία από αυτά τρέχανε μπροστά φωνάζοντας τα νέα. Τ' άλλα που ερχότανε πιο πίσω χωνότανε δεξιά κι αριστερά μέσα στις αυλές, χτυπούσανε τα πορτοπαράθυρα και διαλαλούσανε παντού….
— Βρέθηκε… Βρέθηκε…
Την ώρα που πέρναγε ο πρώτος ο τελάλης τρέχοντας μπροστά από τον καφενέ, του στήσανε δυο παλικάρια καρτέρι και τον έπιασαν στον αέρα…
— Πού βρέθηκε το παιδί; τον ρώτησαν σαν τον μάντρωσαν καμιά δεκαριά άντρες γύρω γύρω, για να μην τους φύγει μέχρι να μάθουνε τούτα που θέλανε.
— Στο ξωκλήσι τ' Αϊ-Γιάννη, είπε εκείνο με κομμένη την ανάσα.
— Είπε ποιος το πήρε;
— Ο Αϊ-Γιάννης, ψέλλισε λαχανιασμένο το παιδί και μαζεύοντας όση δύναμη του είχε απομείνει δίνει μια με το κεφάλι του, πέρασε ανάμεσά τους και χάθηκε καπνός.
Όλοι τους μείνανε σαστισμένοι με τούτα του παιδιού τα λόγια.
— Ποιος είπε πώς το πήρε; ρώτησε κάποιος ξανά μα κανείς δεν τού 'δωσε απάντηση.
Την ώρα εκείνη ένα ανθρώπινο ποτάμι που κατέβαινε από τις πάνω γειτονιές ήλθε και τους αντάμωσε παρασέρνοντάς τους στη ρότα του. Κυλούσε ασταμάτητα θεριεύοντας και βουίζοντας προς την έξοδο του χωριού.
Σαν φτάσανε στα τελευταία σπίτια, βλέπουνε από μακριά να έρχονται οι προσκυνητές από του Αϊ-Γιάννη το ξωκλήσι.
Με μιας ξεχώρισαν τα μάτια τους τον μικρό Δαβίδ που καθότανε φορεμένος το άσπρο του πουκάμισο πάνω στο γαϊδουράκι του πατέρα του.
Όλοι τους στάθηκαν στον τόπο και καρτερούσαν τη μικρή πομπή να πλησιάσει. Κι έτσι, καθώς κοιτούσαν μέσα από τα μάτια τους τα βουρκωμένα, ήταν σαν να ζωντάνεψε μπρος τους η Βαϊοφόρος. Και βιάστηκαν χάμω τη χαρά τους να στρώσουν, στρωσίδι ακριβό, για να διαβεί εκείνο του Θεού το θαύμα.
Προηγούμενο μάθημα
Επόμενη ενότητα