Μάθημα 15

Ώρα για ιστορία

Ώρα για ιστορία


Αγρυπνία στη σκήτη της Αγίας Άννας


   Κάποτε, ζούσε στο Άγιον Όρος ένας μοναχός, ο γέροντας Χριστόφορος. Όταν ήταν νέος ακόμα μοναχός, είχε πολύ ενθουσιασμό για τη μοναχική ζωή και ιδιαιτέρως του άρεσε να ψάλλει. Ήταν καλός ψάλτης με καθαρή και δυνατή φωνή. Αυτός άλλωστε ήταν κι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο ήθελε να γίνει μοναχός. Να ψάλλει δηλαδή και να δοξολογεί τον Θεό με τη φωνή που ήταν δώρο Εκείνου. Όσοι τον γνώριζαν ήξεραν πόσο ξεχωριστός ήταν στην ψαλτική, γι' αυτό κι όπου κι αν πήγαινε, του έδιναν τη θέση του πρώτου ψάλτη. Σε γιορτές, σε Θείες Λειτουργίες πάντα πρώτος και καλύτερος στο ψαλτήρι.

   Μια μέρα, στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου στη σκήτη της Αγίας Άννας ήταν προγραμματισμένο να γίνει Αγρυπνία. Παρακάλεσαν τότε τον νεαρό Χριστόφορο να πάει να ψάλλει στην Αγρυπνία.

«Ας είναι ευλογημένο» απάντησε εκείνος.

Με μεγάλη χαρά θα πήγαινε στη σκήτη της Αγίας Άννας με τη σκέψη μάλιστα ότι τον καλούσαν, όπως πάντα, για πρώτο ψάλτη. Πήρε τότε το ταγάρι του, το γέμισε με τα απαραίτητα βιβλία ψαλτικής που θα χρησιμοποιούσε στη διάρκεια της Αγρυπνίας και ξεκίνησε.

Φτάνοντας όμως εκεί, προς μεγάλη του έκπληξη, διαπίστωσε ότι στη θέση του πρώτου ψάλτη καθόταν άλλος και ότι, προφανώς, εκείνος απλώς θα τον συνόδευε στο ψαλτήρι. Δεν περίμενε ότι θα είχαν προτιμήσει κάποιον άλλο να ψάλλει στην Αγρυπνία ως πρωτοψάλτης. Κι εκείνος; Εκείνος που είχε τόσο καλή φωνή, που όλοι το αναγνώριζαν, που πάντα έψαλλε ως βασικός και πρώτος ψάλτης, τώρα να είναι δεύτερος; Τέτοιες κι άλλες παρόμοιες σκέψεις άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό του. 

Κοντοστάθηκε. Είχε ήδη αρχίσει να του κακοφαίνεται αυτή η κατάσταση. Προχώρησε, όμως, προσπαθώντας να κρύψει τη δυσαρέσκειά του κι έτσι έψαλε όποτε ερχόταν η σειρά του. Κατά τη διάρκεια της Αγρυπνίας, όμως, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε όσα ακούγονταν ή διαβάζονταν. Η σκέψη του ήταν πολύ μακριά από τη δόξα του Θεού και από την προσευχή προς τον Άγιο Γεώργιο, προς τιμήν του οποίου άλλωστε γινόταν και η Αγρυπνία.  Σιγά-σιγά άρχισε να χάνει την ψυχραιμία του και να εκνευρίζεται. Στο τέλος τόσο πολύ θύμωσε, ώστε σηκώθηκε φανερά ενοχλημένος, άρπαξε με βία όλα του τα βιβλία και έφυγε από τον Ναό.

Η νύχτα είχε προχωρήσει, κι εκείνος βάδιζε προς το κελάκι του που βρισκόταν ψηλά στο βουνό. Περπάτησε αρκετή ώρα και τελικά φτάνοντας στο κελί του, κάθισε σ' ένα καθισματάκι που είχε δίπλα στο παράθυρο. Από το μικρό παραθυράκι μπορούσε να δει κανείς κάτω τη θάλασσα. Όπως καθόταν, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε κάτω στη θάλασσα. Σκοτάδι απλωνόταν παντού. Ξαφνικά, μέσα στην απέραντη ησυχία, άκουσε έναν ήχο να έρχεται από τη θάλασσα. Έστρεψε το βλέμμα του και είδε μια βάρκα να πλησιάζει. Πάνω στη βάρκα ήταν οκτώ στρατιώτες και στο μέσο στεκόταν όρθιος ένας αξιωματικός, λαμπερός στην όψη. Φοβισμένος τότε ο Χριστόφορος πήγε να φύγει. Τότε ακούστηκε δυνατή η φωνή του αξιωματικού:

«Μείνε εκεί που είσαι. Μη φεύγεις!»

Ο μοναχός τρομαγμένος δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Περίμενε, καθώς έβλεπε τον αξιωματικό να έρχεται προς το μέρος του. Πράγματι, τον έπιασε από το χέρι και τον έβαλε μέσα στη βάρκα.

«Μη μου κάνεις κακό», άρχισε να φωνάζει ο μοναχός.
«Είμαι καλός άνθρωπος, ήρθα εδώ στο Άγιον Όρος, για να αφιερώσω όλη μου τη ζωή στον Θεό, θέλω να σώσω την ψυχή μου, μη μου κάνεις κακό, λυπήσου με ..

Και άλλα παρόμοια έλεγε μέσα στην ταραχή του.

Ο αξιωματικός, σιωπηλός, έβλεπε μπροστά, ενώ η βάρκα είχε ήδη ξεκινήσει. Απομακρυνόταν από το βουνό όπου βρισκόταν το κελάκι του μοναχού και κατευθυνόταν προς το διπλανό λιμανάκι της σκήτης της Αγίας Άννας. Κανείς δεν μιλούσε σε όλη τη διαδρομή, ούτε ο αξιωματικός ούτε και οι οκτώ στρατιώτες. Φτάνοντας πια στη σκήτη της αγίας Άννας, τον κατέβασαν από τη βάρκα. Τότε ο αξιωματικός τον κοίταξε και του είπε με αυστηρό ύφος:

«Να πας να ψάλεις. Να ψάλεις και δεύτερος και τρίτος. Κι άλλη φορά στη γιορτή μου να μην κάνεις τέτοιους εγωισμούς».

Τη στιγμή εκείνη, ο μοναχός συνήλθε από το όραμα. Βρέθηκε πάλι καθισμένος στο κάθισμα, εκεί στο παραθυράκι του κελιού του. Τα λόγια, όμως, του αξιωματικού ηχούσαν ακόμα στα αυτιά του. Είχε συνειδητοποιήσει ότι ο αξιωματικός αυτός ήταν ο Άγιος Γεώργιος, που τον παρακινούσε να πάει πίσω στον Ναό να ψάλει στην Αγρυπνία του, έστω κι αν δεν είναι πρωτοψάλτης.

Φανερά μετανιωμένος για την πράξη του και με δάκρυα στα μάτια, σηκώθηκε, πήρε για άλλη μια φορά τα βιβλία του, τα έβαλε στο ταγάρι και μέσα στη νύχτα κατευθύνθηκε πάλι προς τη σκήτη της Αγίας Άννας. Στον δρόμο μάλιστα έτρεχε, για να προλάβει να είναι εκεί πριν τελειώσουν οι άλλοι αδελφοί.

 Έκανε βαθιές μετάνοιες σε όλους τους μοναχούς εκεί, ζητώντας να τον συγχωρήσουν για την προηγούμενη εγωιστική πράξη του. Κι έψαλλε στην Αγρυπνία όποτε του έδιναν τη σειρά και είχε χαρά μεγάλη.

Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός ο πατήρ Χριστόφορος το θυμόταν μέχρι τα βαθιά γεράματά του και είχε ιδιαίτερη αγάπη στον Άγιο Γεώργιο, ο οποίος από τότε του έδωσε να καταλάβει πόσο ταπεινός πρέπει να είναι ο άνθρωπος και να μην αφήνει τον εγωισμό να τον νικάει!

Πηγή : Ο Παράδεισος αρχίζει εδώ 2 - Στέλλα Πλαταρά